Η ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ (4ο ΜΕΡΟΣ)

Δεδομένου ότι εκ φύσεως ό άνθρωπος είναι χριστολογική καί θεοκεντρική ύπαρξη, -κατά την αρχή, κατά τή δομή της ύπαρξης του καί κατά τόν προορισμό του-, μόνο στρεφόμενος προς τό Θεό γίνεται πραγματικά άνθρωπο. Μόνο μέ τήν πλήρη ενωσή του μέ τό Χριστό, ό άνθρωπος μπορεί νά είναι «όντως άνθρωπος» (σύμφωνα μέ τήν έκφραση του άγιου Γρηγορίου Νύσσης), -εμείς θά λέγαμε φυσιολογικός άνθρωπος-, καί νά βρίσκεται σέ κατάσταση πλήρους υγείας, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «[ή] προς [τόν Χριστόν] άφομοίωσι[ς], ταύτόν [έστιν] ειπείν ύγιεία ψυχής καί τελείωσι[ς]».
Μακριά άπό τό Χριστό, ό άνθρωπος δέν είναι ούτε πραγματικά ούτε πλήρως άνθρωπος αποτελεί μόνο ενα κομμάτι της φύσης του, ανάπηρος καθώς του λείπει ενα τμήμα του εαυτού του, βρίσκεται σέ κατάσταση αλλοτρίωσης, όπως θά δείξουμε στή συνέχεια. Ό άνθρωπος γίνεται όλοκληρωμένος καί τέλειος καί αποδεικνύεται αντίστοιχος μέ τήν αυθεντική του φύση μόνο δταν γίνεται Θεός διά της υιοθεσίας του ώς υιού εν Χριστώ: στό πρόσωπο του Χριστού έχει συντελεστεί ή ένωση της τέλειας ανθρώπινης φύσης μέ τη θεία φύση καί ό όλος άνθρωπος είναι δυνατόν νά γίνει πραγματικότητα μόνο όταν ομοιωθεί προς αυτή. Επαναλαμβάνουμε ότι ό άνθρωπος είναι άνθρωπος διά της θεανθρώπινης φύσης: έάν δέν είναι άνθρωπος -Θεός καθ’ ομοίωση του Θεανθρώπου-, δέν εΐναι κάν άνθρωπος· ό άνθρωπος είναι ύπαρξη μή άνθρώπινη, όταν ορίζεται άφεαυτού, ανεξάρτητα άπό τή σχέση του μέ τό Θεό, πού είναι χαραγμένη στην ίδια τή φύση του δέν υπάρχει αμιγής ανθρώπινη φύση: ό άνθρωπος, ή είναι άνθρωπος-θεός ή δέν είναι άνθρωπος.
Συχνά επίσης ή Αγία Γραφή καί ή Ιερά Παράδοση παραβάλλουν τήν κατάσταση του ανθρώπου, πού δέν είναι ακόμη σύμμορφος του Χριστού, πού δέν έχει ακόμη πραγματοποιήσει πλήρως τίς δυνατότητες της φύσης του μέ τήν επιτέλεση της ομοίωσης μέ τό Θεό, μέ τό στάδιο της νηπιότητος. Ή βαθμιαία καί προοδευτική ένωση μέ το Θεό ορίζεται ώς στάδιο τής αύξησης καί ή πραγμάτωση αυτής της ένωσης μέσα στην τελειότητα του παραβάλλεται μέ τό στάδιο της ενηλικίωσης τού ονομάζεται επίσης στάδιο του τετελεσμένου ή του τέλειου ανθρώπου. Κατ’ αυτό τόν τρόπο ό απόστολος Παύλος υπενθυμίζει «τήν οίκοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις τήν ενότητα τής πίστεως και τής επιγνώσεως του υιού του Θεού εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι […] άληθεύοντες έν αγάπη αύξήσωμεν εις αυτόν τά πάντα, ός εστιν ή κεφαλή, ό Χριστός» (Έφεσ. 4,12-15). Καί συμβουλεύει: «Άνδρίζεσθε» (Α’ Κορ. 16,13). Χρησιμοποιώντας τήν ίδια εικόνα καί μέ τό ίδιο νόημα, ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος γράφει: «Καθ’ έκάστην αυξάνει τήν πνευματικήν ήλικίαν, καταργών μέν τά του νηπιώδους φρονήματος, προκόπτων δέ έπί τήν άνδρικήν τελειότητα. Διότι καί κατά τό μέτρον τής [πνευματικής] ηλικίας άλλοιούται τάς ψυχικάς δυνάμεις καί ενεργείας καί προς τάς πράξεις των έντολών του Θεού ανδρειότερος καί κραταιότερος γίνεται».
Ό άνθρωπος καλείται νά γίνει τέλειος κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση του Χριστού (Κολ. 1,28. Έβρ. 10,14· 12,2· 12,23. Ίακ. 1,4), «έν Χριστώ» καί «διά Χριστόν» («έσεσθε τέλειοι» Ματθ. 5,48) καί νά γίνει έτσι κοινωνός τής θείας ;ωής (Β’ Πέτρ. 1,4). «Ους προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τής εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτοτοκον έν πολλοίς άδελφοίς» (Ρωμ. 8,29). Γιά μας, γράφει ό Κλήμης ό Άλεξανδρεύς, [ό Χριστός] «ήμίν εικών [έστιν] ή άκηλίδωτος, τούτο παντί σθένει πειρατέον έξομοιούν τήν ψυχήν». Καί ό άγιος Ειρηναίος αναφέρει ότι «μιμηταί μέν των έργων, ποιηταί δέ των λόγων αύτού γινόμενοι κοινωνίαν εχομεν μετ’ αύτού, άπό του τελείου καί πρό πάσης κτίσεως αύξησιν λαμβάνοντες οι νεωστί γεγονότες [Σ.τ.μ.: Έμείς πού μόλις δημιουργηθήκαμε], καί άπό του μόνου καλού καί άγαθού, τήν προς Αυτόν όμοίωσιν». Ό Άγιος Ισαάκ ό Σύρος άπό τήν πλευρά του παρατηρεί ότι «ούτω καί οι πατέρες ημών […] έποίουν, όταν προς έκείνην τήν τελειότητα καί όμοίωσιν, τήν πλήρη ζωής του Κυρίου Ίησού Χριστού έν έαυτοίς έλάμβανον πάντοτε».
Μέ τήν άσκηση των αρετών ό άνθρωπος αποκτά τήν όμοίωση προς τό Χριστό. ‘Εχουμε δεί, ότι άπό τή δημιουργία του ό άνθρωπος είχε στην ίδια τή φύση του όλες τίς αρετές, πρύ συνιστούν τήν εικόνα του Θεού μέσα του· άλλα οι αρετές του δόθηκαν έν σπέρματι καί ήταν ευθύνη του άνθρώπου νά τίς αυξήσει, εως ότου τίς οδηγήσει στην πλήρη ανάπτυξη τους· σ’ αυτό άλλωστε συνίσταται ή επιτέλεση τής ομοίωσης. Έν Χριστώ αποκαλύπτονται τό αρχέτυπο, ή ίδια ή αρχή καί τό τέλος τής κάθε αρετής. Οι δεδομένες, στή φύση του άνθρωπου κατά τή δημιουργία του, αρετές καί ανεπτυγμένες μέ τήν ελεύθερη μέθεξη του στή θεουργό χάρη του Θεού, φαίνεται άπό τότε ότι δέν είναι κάτι διαφορετικό άπό τή μετοχή του άνθρωπου στίς αρετές του Χριστού. Αυτό διδάσκει καί ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής: «Ει γάρ ουσία τής έν έκάστω αρετής ό εις υπάρχων Λόγος του Θεού μή άμφιβέβληται -ουσία γάρ πασών των αρετών αυτός έστιν ό Κύριος ημών Ίησους Χριστός, ώς γέγραπται: «ός έγενήθη ήμίν σοφία άπό Θεού, δικαιοσύνη τε καί αγιασμός καί άπολύτρωσις» (Α’ Κορ. 1,30), απολύτως ταύτα έπ’ αύτού λεγόμενα έχων, ώς αύτοσοφία καί δικαιοσύνη καί άγιότης ων, καί ούχ Ός έφ’ ημών πρρσδιορισμένως, οίον ώς σσφός άνθρωπος ή δίκαιος άνθρωπος,- πάς δηλονότι άνθρωπος αρετής καθ’ εξιν παγίαν μετέχων άναμφηρίστως Θεού μετέχει τής ουσίας τών αρετών, ώς τήν κατά φύσιν σποράν του άγαθού γνησίως κατά προαίρεσιν γεωργήσας καί ταυτόν δείξας τή αρχή τό τέλος καί τήν αρχήν τω τέλει, μάλλον δέ ταυτόν αρχήν ούσαν καί τέλρς, ώς άνόθευτος Θεού τυγχάνων συνήγορος- είπερ παντός πράγματος αρχή καί τέλος ό έπ’ αύτώ σκοπός ύπάρχειν πεπίστευται, τήν μέν ώς εκείθεν είληφώς προς τω είναι καί τό κατά μέθεξιν φύσει αγαθόν, τό δέ ώς κατ’ αυτήν γνώμη τε καί προαιρέσει τόν έπαινετόν καί προς αυτήν άπλανώς άγοντα έξανύσας δρόμον διά σπουδής, καθ’ δν γίνεται Θεός, εκ τοϋ Θεου τό Θεός είναι λαμβάνων, ώς τω κατ’ εικόνα φύσει καλώ καί προαιρέσει τήν δι’ αρετών προσθείς έξομοίωσιν, διά τής έμφύτου προς τήν ιδίαν αρχήν αναβάσεως τε καί οικειότητος. Καί πληρούται λοιπόν καί έπ’ αύτώ τό άποστολικόν ρητόν τό φάσκον: «έν αύτώ γάρ ζώμεν καί κινούμεθα καί έσμέν»» (Πράξ. 17,28) (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί αποριών, 7, ΡG 91,1081-1084).
o Υιός του Θεού, στή δημιουργία καί τή θέωση του ανθρώπου, διαδραματίζει ένα ρόλο ειδικό καί κεντρικό. Τό σχέδιο του Θεού γιά τόν άνθρωπο αποκαλύπτεται καί πραγματοποιείται στον κόσμο ώς το «Μυστήριο τρυ Χριστού» (Έφεσ. 3,4. Κσλ. 1,27· 2,2· 4,3. Α’ Τιμ. 3,16). Αλλά στό Μυστήριο του Χριστού αποκαλύπτεται καί πραγματοποιείται τό Μυστήριο τής Τριαδικής Οικονομίας. Ή δημιουργία του άνθρωπου καί ή θέωσή Του φαίνεται ότι είναι τό κοινό έργο τής Αγίας καί Ζωοποιού Τριάδος, τό έργο του εύδοκούντος θελήματος του Πατρός (Έφεσ. 1,5.9. Ματθ. 11,26. Αποκ. 4,11), τό όποιο πραγματώνει ύποστατικώς καί αύτουργικώς ό Υιός (Έβρ. 10,7· Ίωάν. 1,3. 4. 34· 5,30) καί στό οποίο συνεργεί τό Άγιο Πνεύμα, πού ζωοποιεί, αγιοποιεί καί οδηγεί στήν τελειότητα (Γέν. 1,2. Λουκ. 1,35. Πράξ. 2,4-38. Β’ Κορ. 13,13. Έφεσ. 1,3-14. Τίτ. 3,4-6. Α’ Κορ. 6,11· 12,3-13. Β’ Κορ. 3,6). Κάθε θείο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος λοιπόν συνεισφέρει στην πραγματοποίηση τής θείας Οικονομίας μέ συγκεκριμένο τρόπο. Τό έργο δμως κάθε προσώπου συνδέεται σταθερά μέ τό έργο τών δύο άλλων προσώπων στην πραγματοποίηση του κοινού θελήματος, ένω τό κάθε πρόσωπο συμμετέχει καί συνεργεί κατά τήν υπόσταση του. Οι Πατέρες φρονούν δτι ή δημιουργία του άνθρωπου, (όπως καί αυτή του κόσμου), έχουν ώς πηγή τή μεγάλη προαιώνια Βουλή τής Αγίας καί Όμοουσίου Τριάδος. Οι Πατέρες και ή όλη Παράδοση τής Εκκλησίας βλέπουν στον πληθυντικό αριθμό τής διατύπωσης «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ήμετέραν καί καθ’ όμρίωσιν» (Γέν. 1,26) μιά έκφραση του τριαδικού χαρακτήρα τής δημιουργίας του άνθρώπου. Ή Μεγάλη Τριαδική Βουλή θέλησε ό άνθρωπος νά γίνει μέτοχος καί κοινωνός τής αιώνιας καί μακάριας ζωής τής θείας Τριάδος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχολιάστε