Η ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ (2ο ΜΕΡΟΣ)

Έάν ή ομοίωση προς τό Θεό είχε δοθεί έν δυνάμει καί βρισκόταν αυτόματα σέ φάση έναρξης στην εικόνα, προϋπέθετε δτι ό ίδιος ό Αδάμ θά ήθελε νά την πραγματώσει όλοκληρωτικά ώστε νά φθάσει την τελείωσή του. Στην περίπτωση αύτη ή ομοίωση προς τό Θεό, θά ήταν καρπός της συνεργασίας της ανθρώπινης βούλησης με τή Χάρη του Θεού καί δε θά μπορούσε παρά νά είναι θεανθρώπινο έργο, πού τό πραγματώνουν από κοινού ό Θεός καί ό άνθρωπος, ό στραμμένος προς Αυτόν. Ό άνθρωπος διέθετε πλήρη ελευθερία. πού του επέτρεπε νά ενωθεί με τό Θεό καί εξ αντιθέτου να αρνηθεί νά συνεργασθεί μ’ Αυτόν γιά τήν πραγματοποίηση του σχεδίου Του. Καί είχε αυτή τήν ελευθερία, γιατί ό Θεός ήθελε τήν τελείωση του καί είχε έγχαράξει τήν εικόνα Του σ’ αυτόν. Ό Θεός, ωστόσο, του είχε δώσει μία εντολή (Γέν. 2,16-17) γιά νά βοηθήσει νά χρησιμοποιήσει σωστά τήν έλευθερία του, ή οποία εκδηλωνόταν μέσα στην όλη τελειότητα της αρχέγονης φύσης του καί στον αληθινό σκοπό του. Η επιτέλεση της ελευθερίας γινόταν μέ τή διαρκή καί μοναδική εκλογή του Θεού. Μέσω αυτής της εκλογής πού διατηρείτο σταθερή μέ τό αυτεξούσιο, ό Αδάμ παγιωνόταν στό αγαθό οπού είχε δημιουργηθεί καί τό οικειοποιούνταν όλο καί περισσότερο.
Σ’ αυτή τήν αρχέγονη κατάσταση, όπου επιτελούσε τόν αληθινό σκοπό της φύσης του, ό Αδάμ έδέετο διαρκώς στό Θεό, ευχαριστώντας καί δοξάζοντας αδιάκοπα το Δημιουρό του σύμφωνα προς τό θέλημα Του. Καλλιεργώντας στην ψυχή του τίς θείες σκέψεις καί τρεφόμενος μ’ αύτές ζούσε μόνιμα σέ κατάσταση θεωρίας του Θεού. Αναγνωρίζοντας τήν παρουσία των θείων ενεργειών στά κτίσματα, αναγόταν, ανυψωνόταν διά μέσου των δημιουργημάτων προς τό Δημιουργό καί τά αναβίβαζε ό ίδιος προς τό Θεό έν έαυτώ. Ό άνθρωπος είχε οριστεί βασιλέας, επιτελώντας έτσι τή λειτουργία του ώς «μέσος Θεού καί ύλης γενόμενος» και εκπληρώνοντας τήν αποστολή, πού του είχε ανατεθεί άπό τό Θεό δηλαδή «τά νοητά [Σ.τ.μ.: ορατά] καί τά αισθητά προς τούτοις έν[ώσαι]» καί «κτιστήν φύσιν τή άκτίστω δι’ αγάπης έν[νώσας] […] εν ταύτόν δεί[ξαι]». Βλέποντας διαρκώς τό Θεό σέ κάθε ύπαρξη, Τόν έβλεπε εξίσου στον εαυτό του, καθώς «ικανή ή της ψυχής καθαρότης εστι καί τόν Θεόν δι’ εαυτής κατοπτρίζεσθαι». Μπορούσε ακόμη νά χαίρεται τή θέα του Θεού πρόσωπο προς πρόσωπο. Ό Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας γράφει, ότι «ουδέν γάρ έχων έμπόδιον εις τήν περί του Θείου γνώσιν, θεωρεί μέν άεί διά της αύτού καθαρότητος τήν του Πατρός εικόνα, τόν Θεόν Λόγον». Σ’ αυτή τήν κατάσταση ό Αδάμ «τω σώματι έν τω θειοτάτω χώρω καί υπερκαλλεί […] αύλιζόμενος, τή ψυχή έν ύπερτέρω καί άσυγκρίτω καί περικαλλεστέρω τόπω διέτριβε Θεόν έχων οίκον τόν ένοικον». Όλοι οι Πατέρες, επίσης, παρουσιάζουν τόν πρώτο άνθρωπο νά διατηρεί μέ τό Θεό σχέσεις παρρησίας καί τό βιβλίο τής Γενέσεως τό δείχνει επιπλέον μέ τήν καθημερινή συζήτηση μαζί Του σέ πλήρη ελευθερία μέσα στόν παράδεισο. «Τήν Αύτού περιβεβλημένος χάριν» ζούσε σέ μιά μόνιμη κατάσταση έντονης πνευματικής άπόλαυσης: οι Πατέρες υπενθυμίζουν σταθερά τό γλυκασμό, τήν τρυφή, τή χαρά, τή μακαριότητα καί τήν ευδαιμονία, οι όποιες συνδέονταν μέ τή θεωρία του άνθρωπου καί οδηγούσαν σέ στενή σχέση μέ τό Θεό. Σχέση, πού επέτρεπε στόν άνθρωπο νά συμμετέχει στό ίδιο τό κάλλος της θείας ζωής. Κατά τό Μέγα Αθανάσιο, ό άνθρωπος ζούσε «τον αληθινόν βίον», δηλαδή αυτόν γιά τόν οποίο πλάστηκε και ο οποίος αποτελεί τό φυσιολογικό σκοπό τής αύθεντινής φύσης του.
Ή εσωτερική ενότητα του Αδάμ καί ή ενότητα του μέ όλες τίς άλλες υπάρξεις διά μέσου τής αδιάκοπης θεωρίας του Ενός Θεού μέσα άπ’ όλα τά όντα απέκλειε κάθε ιδέα διαίρεσης ή διάσπασης. Τέτοια διαίρεση δέν υπήρχε ούτε στόν ίδιο τόν άνθρωπο, ούτε μεταξύ του άνθρωπου καί τών ομοίων του ούτε μεταξύ του άνθρωπου καί τών άλλων δημιουργηιάτων, ούτε ανάμεσα στά άλλα δημιουργήματα. Έπικρατούσε ειρήνη παντού καί κατά πάντα. Ό άνθρωπος ζούσε βίο «τήν έν παραδείσω άλυπον καί άνώδυνον καί άμέριμνον ζωήν»· «έχων τήν του δεδωκότος χάριν, έχων καί τήν ιδίαν έκ του πατρικού Λόγου δύναμιν», ζούσε «τόν άπήμονα […] βίον [Σ.τ.μ.: Ευτυχισμένη ζωή, άπαλλαγμάνη άπό στενοχώριες καί φροντίδες]», σημειώνει ό Μέγας Αθανάσιος. Καί ό Ίερός Αυγουστίνος συμπληρώνει ότι ό άνθρωπος δέν φοβόταν ιά κάποια εσωτερική νόσο, καθώς ήταν σωματικά υγιής καί στην ψυχή είχε τέλεια άρμονία. Ό Άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος κλείνει μέ τήν παρατήρηση: «Πύρωσις δέ ή κίνησις ή γαστρός άλογος μανία καί όρεξις ούδαμου έτι ήν, αλλ΄ήν αύτώ ζωή άστασίαστος καί άλυπος διαγωγή».
Μέσα στόν Παράδεισο ό άνθρωπος είχε «σώας […] τάς αισθήσεις καί έστηκυίας έν τώ φυσικώ», «ών έν τώ κατά φυσιν καθώς καί έκτίσθη», «καί ήν έν θεωρία του Θεού». Ό Αγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «ήν έν υγεία ποτέ [Σ.τ.μ.: πρίν τήν πτώση] νοητή τό άνθρώπινον, οίον τίνων στοιχείων, τών τής ψυχής λέγω κινημάτων, κατά τόν τής αρετής λόγον ίσοκρατώς έν ήμίν κεκραμένων».
Η κατάσταση του άνθρωπου στόν παράδεισο εμφάνιζε, κατ’ αυτό τόν τρόπο, όλα τά στοιχεία τής υγείας: ό άνθρωπος ζούσε σύμφωνα μέ τήν αρχέγονη φύση του, αγνοούσε κάθε μορφή ασθένειας, τόσο ψυχικής όσο καί σωματικής, καί ζούσε βίο εντελώς φυσιολογικό, σύμφωνο μέ τή φύση του καί τον πραγματικό σκοπό της.
Μέ τό προπατορικό αμάρτημα, ό Αδάμ έξετράπη άπό τό δρόμο, πού ό Θεός τόν είχε τοποθετήσει κατά τή δημιουργία του. Ό άνθρωπος άπόλεσε τό στόχο, πού ή ίδια ή φύση του δριζε. Ή ύπαρξη του σταμάτησε να τείνει «εν παντί» προς το Θεό, όλες οι δυνάμεις του έπαψαν ν’ ανοίγονται στην άκτιστη χάρη του Θεού, ό καθρέπτης τής ψυχής του σκοτίστηκε καί δέν αντανακλούσε πιά τό Δημιουργό Του. Καθώς ο Αδάμ διέκοψε τήν κοινωνία μέ τήν Πηγή τής κάθε τελειότητας, οι αρετές του μαράθηκαν καί έχασε τήν ομοίωση προς τό Θεό, πού είχε αρχίσει νά πραγματώνει άπό τή στιγμή τής δημιουργίας του. Ή εικόνα του Θεού δέ χάνεται, υφίσταται στόν πεπτωκότα άνθρωπο’ άλλα είναι αλλοιωμένη καί συνεσκιασμένη δέν αναπτύσσεται πιά διά μέσου τής ενεργού ένωσης του άνθρωπου μέ τό Θεό καί δέ βρίσκει τήν εκπλήρωσή της στην πραγμάτωση της ομοίωσης, πού είναι ό αληθινός προορισμός της. Ένώ ή πορεία του άνθρωπου προς τήν τελειότητα μέσα στό Φως τοϋ Πνεύματος τόν έκανε νά φεγγοβολεί, ξαφνικά τό αμάρτημα τόν έσκότισε. Ό άνθρωπος άπό τότε λησμονει τήν αυθεντική φύση του, αγνοεί τόν πραγματικό προορισμό του, δέ γνωρίζει πλέον τήν πραγματική ζωή καί χάνει σχεδόν κάθε αίσθηση τής προπτωτικής υγείας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχολιάστε