Η ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ (3ο ΜΕΡΟΣ)

Μόνο με τη Σάρκωση του Χριστού, ή ανθρωπότητα άποκαθίσταται πλήρως στην προπτωτική φύση της καί ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τη δυνατότητα νά πραγματώσει την τελειότητα, γιά την οποία ό Δημιουργός τόν προόρισε. Ό Χριστός, γενόμενος τέλειος άνθρωπος, χωρίς νά πάψει νά είναι Θεός, ξαναδίνει στην ανθρώπινη φύση την πληρότητα καί την ακεραιότητα της προπτωτικής τελειότητας της, ή οποία οδηγεί στην πραγμάτωση της. Αυτό γίνεται με τήν ένωση τής θείας φύσης Του μέ τήν ανθρώπινη φύση στό πρόσωπο του Θεού λόγου. Νά λοιπόν πώς μέ τόν ίδιο τό Θεό στό πρόσωπο του Υιού Του, γίνεται μέ άμεσο τρόπο πραγματικότητα καί αποκαλύπτεται σέ δλους ό έσχατος προορισμός του ανθρώπου, ή τελείωση τής φύσης του δταν ενώνεται μυστικά καί πλήρως μέ τό Θεό. Ό Αδάμ ήταν απλώς «τύπος του μέλλοντος» (Ρωμ. 5,14), καθώς έχασε τόν τελικό προορισμό του: ό Χριστός φανερώνει τήν εκπλήρωση τής υπόσχεσης, τήν είσοδο στην κατάσταση τής τελειότητας. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «τόν άληθινόν άνθρωπον καί τέλειον, [… πρώτος καί μόνος έδειξεν ό Σωτήρ» «Εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. 1,15), «απαύγασμα τής δόξης καί χαρακτήρ τής υποστάσεως αυτού» (Έβρ. 1,3), ό Χριστός είναι αυτός, στον οποίο «κατοικεί παν το πλήρωμα τής θεότητος σώματικώς» (Κολοσ. 2,9). Αποκαλύπτει τό βαθύ νόημα της δημιουργίας του άνθρωπου κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση του Θεου: στην ανθρώπινη φύση Του εκδηλώνεται ή θεία φύση, συνδεδεμένη μέ τήν ανθρώπινη άχωρίστως καί ασυγχύτως. Είναι τό ορατό πρότυπο καί τό πλήρωμα του «καινού άνθρωπου» (Έφεσ. 2,1ί), στο οποίο η πεπτωκυία ανθρωπότητα καλείται νά ανακαινισθεί. Ό όλος άνθρωπος προσκαλείται νά γίνει σύμμορφος τής εικόνας του καινού άνθρωπου (Ρωμ. 8,29) καί ν’ αποκτήσει τήν ομοίωση μ’ Αύτόν. Ό Χριστός έρχεται μέ τή διπλή Του φύση ώς Θεάνθρωπος, νά επιβεβαιώσει ότι ό άνθρωπος είναι προορισμένος νά είναι άνθρωπος θεός: «Ό Θεός γάρ ένηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», διακηρύσσουν οι Πατέρες. Έν Χριστώ, ό Θεός Αύτοαποακαλύπτεται στον άνθρωπο ώς κανόνας γιά τήν τελειότητα καί τόν προορισμό του: α) του δείχνει κατά προφανή τρόπο ότι ή φύση του είναι θεανθρώπινη, β) του αποκαλύπτει ότι είναι τέλειος άνθρωπος μόνο όταν ενώνεται με το Θεό, καθώς στό πρόσωπο το Χριστού, ή ανθρώπινη φύση γίνεται τέλεια λόγω τής ενωσής Της μέ τή θεία φύση-, καί ότι μόνο μέ τήν ομοίωσή του μέ τό Χριστό μπορεί ό άνθρωπος νά πραγματώσει στην ύπαρξη του τή θεανθρώπινη τελειότητα. Ο άνθρωπος είναι πραγματικά άνθρωπος, μόνο όταν είναι θεός έν Χριστώ.
Ό Χριστός αποκαλείται δεύτερος Αδάμ, όχι γιατί έφερε στον άνθρωπο μιά άλλη φύση καί ένα άλλο προορισμό, σέ σχέση μέ τή φύση καί τόν προορισμό, πού είχαν δοθεί στον πρώτο Αδάμ, άλλα γιατί έρχεται νά πραγματώσει έν Έαυτώ, αυτό που ο Αδάμ είχε χάσει τη δυνατότητα επιτέλεσης εξαιτίας του αμαρτήματος Του. ΟΙ Πατέρες καταφάσκουν ότι ό Αδάμ δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Λόγου, του Λόγου του Θεού· επιβεβαιώνουν ότι τό ίδιο μυστήριο, τής δημιουργίας του άνθρωπου κατ’ εικόνα του Λόγου, συνδέεται καί πάλι μέ τό μυστήριο τής υιοθεσίας του ανθρώπου ώς υιού, άπό τό Θεό, στό πρόσωπο του Υιού Του. Αφότου δημιουργήθηκε ό άνθρωπος, ένας καί μόνο ένας φυσιολογικός σκοπός υπήρχε γι’ αυτόν: ή ομοίωση μέ τό Χριστό, -τόν κανόνα τής τελείωσης τής φύσης του-, ή οποία μέ τή Σάρκωση του Χριστοϋ αποκαλύφθηκε πλήρως καί σαφώς. Ό άνθρωπος δημιουργήθηκε ώς λογική ύπαρξη, δηλ. έλλογη, άλλα βασικότερα ώς ύπαρξη χριστολογική, όπου λογικός κατά τους Πατέρες σημαίνει σύμμορφος του Λόγου, του Λόγου του Θεού. Οι Πατέρες θά προχωρήσουν περαιτέρω έως ότου επιβεβαιώσουν ότι ό άνθρωπος δημιουργήθηκε όχι μόνο κατ’ εικόνα του Λόγου ώς Θεού, άλλα κυρίως κατ’ εικόνα του σαρκωθέντος Λόγου, του Θεανθρώπου Χριστού· ό άνθρωπος, διευκρινίζουν, έχει άπό τή δημιουργία του ώς σκοπό, -διαμέσου τής φύσης του-, νά τείνει κατά πάντα τήν ύπαρξη του στην ενεργή ομοίωση μέ τό Χριστό. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει σχετικά: «Διά τόν καινόν άνθρωπον άνθρώπου φύσις συνέστη τό έξ αρχής, καί νους καί επιθυμία προς Εκείνον κατεσκευάσθη· καί λογισμόν έλάβομεν ίνα τόν Χριστον γινώσκωμεν, έπιθυμίαν ίνα προς Εκείνον τρέχωμεν· μνήμην έσχομεν ίνα Εκείνον φέρωμεν· έπεί καί δημιουργουμένοις, αυτός άρχέτυπον ήν. Ού γάρ ό παλαιός του καινού, άλλ’ ό νέος Αδάμ του παλαιού παράδειγμα (πρβλ. Ρωμ. 5,14). […] Ώς ένεκα γε τής φύσεως αυτής άρχέτυπον ό παλαιός Αδάμ ημίν άν είη, τοις πρότερον εκείνον έπισταμένοις· ω δέ πάντα πρίν είναι πρό τών οφθαλμών ό πρεσβύτερος του δευτέρου μίμημα, καί κατά τήν ιδέαν εκείνου καί τήν εικόνα πέπλασται» (ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Εν Χριστώ ζωή, 6, 91-93, PG. 150, 680). Σέ άλλο σημείο ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας αναφέρει ότι ό «άνθρωπος προς τόν Χριστόν ίεται, ού διά τήν θεότητα μόνον, […] άλλα καί τής φύσεως ένεκα τής ετέρας [Σ.τ.μ.: Δηλαδή τής ανθρώπινης φύσης, τήν όποία προσέλαβε σαρκούμενος ό Θεός Λόγος]». Στό ίδιο πνεύμα κινούμενος ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς διδάσκει ότι «ουκούν καί ή άπ αρχής παραγωγή του άνθρώπου δι’ αυτόν, κατ’ εικόνα πλασθέντος του Θεού, ίνα δυνηθη ποτέ χωρησαι τό άρχέτυπον καί ό έν τω παραδείσω παρά Θεού νόμος δι’ αύτόν» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ομιλία 60, 20 ΕΠΕ, τόμ. 11, σ. 532).
Κατ’ αυτό τόν τρόπο αποδεικνύεται ότι ό Χριστός είναι αϊδίως [Σ.τ.μ.: ανέκαθεν, χωρίς αρχή, άπό πάντα] ή αρχή καί τό τέλος (Α’ Κορ. 8,6· Αποκ. 22,13) τής ανθρώπινης φύσης καί δι’ αυτής του κάθε δημιουργήματος, όπως ειδικά έπιβεβαιώνει ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής, πού γράφει σχετικά μέ τήν ένωση τής θείας φύσης μέ τήν ανθρώπινη στό πρόσωπο του Χριστού: «Τούτο εστι τό μακάριον, δι’ δ τά πάντα συνέστησαν, τέλος. Τούτο εστιν ό τής αρχής τών όντων προεπινοούμενος θειος σκοπός […]. Προς τούτο τό τέλος αφορών τάς τών όντων ό Θεός παρήγαγεν ουσίας. Τούτο κυρίως εστί τό τής προνοίας καί τών προνοουμένων, πέρας· καθ’ ό εις τόν Θεόν, ή τών ύπ’ αυτού πεποιημένων εστίν άνακεφαλαίωσις. Τούτο εστι τό πάντας περιγράφον τους αιώνας καί τήν ύπεράπειρον καί προϋπάρχουσαν των αιώνων μεγάλην του Θεού βουλήν έκφαινον μυστήριον· ής γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ’ ούσίαν του Θεού Λόγος γενόμενος άνθρωπος· καί αυτόν, τόν ένδότατον πυθμένα τής Πατρικής άγαθότητος φανερόν καταστήσας, καί τό τέλος έν Αυτώ δείξας, δι’ ό τήν προς τό είναι σαφώς αρχήν έλαβον τά πεποιημένα. Διά γάρ τόν Χριστόν, ήγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οί αιώνες, καί τά έν αυτοίς τοις αιώσιν, έν Χριστώ τήν αρχήν του είναι καί τό τέλος ειλήφασιν» (ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Πρός Θαλάσσιον, 60, PG. 90, 621). Αυτές οι καταφατικές εκφράσεις σέ ό,τι άφορα τόν άνθρωπο καθεαυτόν συναντώνται καί στον πυρήνα τής διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου: ό Πατέρας «έξελέξατο ημάς έν αύτω προ κατά βολής κόσμου είναι ημάς αγίους καί άμωμους κατενώπιον αυτού, έν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά Ιησού Χριστού εις αυτόν» (Έφεσ. 1, 4-5) καί «ους προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τής εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτότοκον έν πολλοίς αδελφοίς» (Ρωμ. 8,29)· μ’ αυτό τόν τρόπο ό Χριστός θά μπορεί νά γίνει «τά πάντα έν πάσι» (Κολ. 3,11).
Στό πρόσωπο του Χριστού εκφράζονται λοιπόν καθολοκληρία ή αρχή καί τό τέλος τής ανθρώπινης φύσης, εμφανίνται μέ σαφήνεια ή αυθεντική ύπαρξη καί ό αληθινός προορισμός του ανθρώπου. Ή εικόνα του Θεού, αμαυρωμένη στον άνθρωπο εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, επανεμφανίζεται στό Χριστό, πού είναι άναμάρτητος, μέ πολύ μεγαλύτερη λάμψη καί αίγλη άπ’ αυτήν, που είχε στον Αδάμ πρίν τό παράπτωμα του: «καθώς έν Χριστώ» ή εικόνα του Θεού αποκαλύπτεται στην πλήρη τελειότητα της καθολοκληρία πραγματοποιημένη μέ τήν πλήρη επιτέλεση τής ομοίωσης του ανθρώπου πρός τό Θεό πού γίνεται στό πρόσωπο Του μέ τήν ένωση τής θείας φύσης μέ τήν ανθρώπινη. Ή εικόνα καί ή ομοίωση του Θεού στον άνθρωπο φανερώνονται άπό τόν ίδιο τό Δημιουργό, -ό Λόγος του Θεού σαρκώνεται καί ό ΄Ιδιος είναι τέλεια εικόνα του Πατρός. Φανερώνονται όπως Εκείνος τίς ήθελε άπό τήν αρχή, δηλαδή στην παντελή καί οριστική πληρότητα τους. Στον Αδάμ φαινόταν μόνη ή εικόνα του προτύπου· έν Χριστώ τό ίδιο τό πρότυπο έμφανίζεται· στό πρόσωπο τού Χριστού, τό πρότυπο [Σ.τ.μ.: ή θεία φύση] ενώνεται στην εικόνα [Σ.τ.μ.: ή ανθρώπινη φύση] -χωρίς νά συγχέεται μέ αυτήν καί χωρίς νά χωρίζεται πλέον άπό αυτή-, καί μέ τήν ένωση αυτή καθεαυτή ανακαινίζει καί οδηγειτήν εικόνα στην τελειότητα. Ό άγιος Ειρηναίος μέ αφορμή τή λαμπρή φανέρωση τής εικόνας, καί τής ομοίωσης, τής αποκάλυψης δηλαδή του άνθρώπου-Θεού στό Θεάνθρωπο, γράφει: «Τότε δέ τούτο αληθές απεδείχθη, ότε άνθρωπος ο Λόγος του Θεού έγένετο, εαυτόν τω ανθρώπω καί τόν άνθρωπον εαυτώ έξομοιώσας, ίνα διά τής προς τόν Υιόν όμοιώσεως τίμιος ό άνθρωπος γένηται τω Πατρί. Έν τοις γάρ πρόσθεν χρόνοις [Σ.τ.μ.: πρίν τή Σάρκωση του Χριστού] ελέγετο μεν κατ’ εικόνα Θεού γεγονέναι τόν άνθρωπον, ούκ έδείκνυτο δέ· έτι γάρ αόρατος ήν ό Λόγος, ού κατ’ εικόνα ό άνθρωπος έγεγόνει διά τούτο δέ καί τήν όμοίωσιν ραδίως άπέβαλεν. Όπότε δέ σαρξ έγένετο ό Λόγος του Θεού, τά αμφότερα έπεκύρωσεν καί γάρ καί τήν εικόνα έδειξεν αληθώς, αυτός τούτο γενόμενος όπερ ήν ή εικών αυτού, καί τήν όμοίωσιν βεβαίως άποκατέστησεν, συνεξομοιώσας τόν άνθρωπον τω άοράτω Πατρί διά του βλεπομένου Λόγου» (ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ, Κατά αιρέσεων, 5, 16, 2).
Κατ’ αυτό τόν τρόπο αποκαλύπτεται έν Χριστώ μέ σαφήνεια στον άνθρωπο τό αρχέτυπο τής αληθινής φύσης του, τό πρότυπο, τό οποίο άπό τή δημιουργία του καί έκ φύσεως είναι προορισμένος ό άνθρωπος νά έπιτελέσει. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας παρατηρεί: «Τόν άληθινόν άνθρωπον καί τέλειον, καί τρόπων καί ζωής καί τών άλλων ένεκα παντων, πρώτος καί μόνος έδειξεν ό Σωτήρ». Ή αύξησή Του, ή αυτοπραγμάτωση Του, ή τέλεια ζωή Του σέ συμφωνία μέ τή φύση Του, αποτελούν άπό τότε γιά τόν άνθρωπο ολοφάνερα τό περιεχόμενο τής ομοίωσης του μέ τό Χριστό καί τό νόημα του νά γίνει Θεός έν Αύτώ. Μόνο στην ένωση μέ τό Χριστό ό άνθρωπος βρίσκει τήν πληρότητα τής ύπαρξης του, τήν ακεραιότητα καί τήν ολοκλήρωση τής φύσης του, τό αληθινό νόημα του προορισμού του, -το πρώτο και τό έσχατο-, τήν τελειότητα τής δράσης του καί τής δλης ζωής του. Μόνο έν Χριστώ ό άνθρωπος μπορεί νά είναι ό εαυτός του, μπορεί νά είναι πλήρως άνθρωπος καί νά πραγματώνει τήν αληθινή του φύση σ’ δλες της τίς διαστάσεις. Ό άγιος Μάξιμος λέγει ότι ό Υιός «τήν φύσιν προς έαυτήν άποκαθίστησι» καί ό άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός συμπληρώνει ότι διά του Χριστού ανακαινίζεται ή φύση μας στό σύνολο της.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχολιάστε