Αρχείο για Σεπτεμβρίου, 2011

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΑΜΠΕΖΥ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ – ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ – ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΩΝ (3ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι τών ‘Ορθοδόξων Έκκλησιών (πλήν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) υπέγραψαν στίς 28 Σεπτεμβρίου 1990 στό Σαμπεζύ τής Ελβετίας τήν ακόλουθη «Κοινή ομολογία Όρθοδόξου Πίστεως» (Συμφωνία προδοσίας & ντροπης) με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες, το πρωτότυπον της συμφωνίας είναι στην αγγλική. Γι’ αυτό παραθέτουμε καί τό αγγλικό πρωτότυπο (σε φωτοτυπίες εις το επόμενο μέρος) και την μετάφρασί του στην Ελληνική.

Ή Ελληνική μετάφρασις

ΜΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΟΡΘΟΔ. ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Στό έν Γενεύη Όρθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 23 – 28 Σεπτεμβρίου 1990.

Ή Τρίτη Συνέλευσις της Μικτής Επιτροπής του θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ανατολικών Όρθοδόξων Εκκλησιών έπραγματοποιήθη στο εν Σαμπεζύ της Γενεύης Όρθόδοξον Κέντρον του Οίκουμενικου Πατριαρχείου απο 23ης έως 28ης Σεπτεμβρίου 1990.
Οί επίσημοι αντιπρόσωποι των δυο οικογενειών τών Όρθοδόξων Εκκλησιών καί οί σύμβουλοί τους συνηντήθησαν σέ μιά ατμόσφαιρα προσευχής άναμένοντες το αγιον Πνεύμα και με θερμή, εγκάρδια, χριστιανική αδελφική αγάπη. Αισθανθήκαμε τήν ευγενή καί γεναιόδωρη φιλοξενία τής Αυτού Αγιότητας τού Πατριάρχη Δημητρίου Α’ διά μέσου του Σεβασμ. Μητροπολίτου Δαμάσκηνου της Ελβετίας στό Όρθόδοξο Κέντρο του Οίκουμενικού Πατριαρχείου. Επίσης προσεκλήθημεν σέ δύο μεγάλες δεξιώσεις, μίαν στην κατοικία του Μητροπολίτου Δαμάσκηνου και η άλλη στην κατοικία τής Αυτού Έξοχώτητος του «Ελληνα Πρεσβευτού στά Ηνωμένα Έθνη κυρίου Κερκινού καί της κυρίας Κερκινού.
Οί 34 συμμέτοχοι (βλέπε τόν κατάλογον τών συμμέτοχων) ήλθαν απο Αυστρία, Βουλγαρία, Κύπρο, Τσεχοσλοβακία, Αίγυπτον, Αιθιοπίαν, Φιλλανδίαν, Ελλάδα, Ίνδίαν, Λίβανον, Πολωνίαν, ‘Ελβετίαν, Συρίαν, Μεγ. Βρεττανίαν, Η.Π.Α., Σοβιετικήν Ένωσιν, (Εκκλησία τής Ρωσσίας, Εκκλησία της Γεωργίας, Εκκλησία της Αρμενίας καί Γιουγκοσλαβίαν. Κατά το διάστημα εξ ήμερων συνεδριάσεων, συμπροήδρευσαν ό Σεβ. Μητροπολίτης Δαμασκηνός της ‘Ελβετίας καί ό θεφιλ. Μητροπολίτης Δαμιέτης Μπισόϊ ( τών Κοτών). Στην εναρκτήρια προσφώνησί του ο Σεβ. Μητροπολίτης Δαμασκηνός προέτρεψε τους συμμέτοχους νά «εργασθούν έν πνεύματι ταπεινώσεως, αδελφικής αγάπης καί άμοιβαίας κατανοήσεως, ούτως ώστε «ό Κύριος τής πίστεως καί Κεφαλή της Εκκλησίας Του» νά μας όδηγήση διά τού αγίου Πνεύματος στη ταχύτερη οδό για τήν ενότητα καί κοινωνία»
Ή Συνέλευσις εδέχθη δύο εκθέσεις· μία άπό τήν θεολογική Υποεπιτροπή της, ή οποία συνεδρίασε στο Όρθόδοξο Κέντρο Σαμπεζύ (20-22 Σεπτεμβρίου 1990), καί ή άλλη άπό τήν ‘Υποεπιτροπή της γιά Ποιμαντικές σχέσεις, η οποία συνεδρίασε στο Μοναστήρι αγίου Παϊσίου, Αίγυπτος (31 Ιανουαρίου έως 4 Φεβρουαρίου 1990). Οί ακόλουθες Εισηγήσεις, οί οποίες παρουσιάσθησαν στή Μικτή θεολογική Υποεπιτροπή διενεμήθησαν στούς συμμετέχοντας:

1. «Δογματικές Διατυπώσεις καί ‘Αναθέματα Τοπικών & Οίκουμενικών Συνόδων στό κοινωνικό πλαίσιο τους Αίδεσιμ. καθηγητή Ιωάννου Ρωμανίδη – Εκκλησία Ελλάδος.

2. «Αναθέματα καί Συνοδικές αποφάσεις. Δύο προς άντιμετώπισιν ζητήματα γιά τήν άποκατάστασιν της κοινωνίας μεταξύ τών Ανατολικών Όρθοδόξων Εκκλησιών καί τής Όρθοδόξου Εκκλησίας» – Dr Paulos Gregorios, Μητροπολίτης Δελχί, Συριακή Όρθόδοξος «Εκκλησία «Ανατολής.

3. «Ιστορικοί παράγοντες καί ή Σύνοδος της Χαλκηδόνος» π. T. Malaty, Κοπτική Όρθόδοξος «Εκκλησία.

4. «Ιστορικοί παράγοντες καί ή ορολογία της Συνόδου της Χαλκηδόνος (451)»- Καθηγ. Βλασίου Φειδά, Πατριαρχείον Αλεξανδρείας.

5. «Ερμηνεία τών χριστολογικών δογμάτων σήμερον» – Μητροπολίτη George Khodr – Πατριαρχείον Αντιοχείας.

6. «Ερμηνεία των χριστολογικων δογμάτων σήμερον» – Επισκόπου Μesrod Krikorian, «Αρμενική «Αποστολική «Εκκλησία τού ‘Ετσμιατζίν.

Οί εξ εισηγήσεις, οί δύο «Εκθέσεις καί ή Περίληψις τών Συμπερασμάτων τής Δ’ ανεπισήμου Συζητήσεως είς Άντίς «Αμπέμπα (1971), ή οποία προστέθηκε στην «Εκθεσι τής θεολογικής Υποεπι τροπής, απετέλεσε την βάσι της εντατικής και φιλικής συζητησεως έπί τών θεμάτων καί των ενεργειών πού πρέπει νά γίνουν.
Συντακτική Επιτροπή, αποτελουμένη απο τον Μητροπολίτη George Khodr, Μητροπολίτη Paulos Mar Gregorios, Αρχιεπίσκοπο Kashishian, Αρχιεπίσκοπο Carima, αιδ. Καθηγητή Ιωάννη Ρωμανίδη, Μητροπολίτη Matta Mar Eistathious (Συρίας), Καθηγητή Ivan Dimitrov (Βουλγαρίας), με τον Καθηγητή Βλάσιο Φειδά και τον επίσκοπο Mesrod Krikorian ως γραμματείς, συνέταξαν το σχέδιον της δευτέρης Κοινής Δηλώσεων και Προτάσεων πρός τις Εκκλησίες.
Άλλη συντακτική επιτροπή, αποτελουμένη απο τον Καθηγητή Παπαβασιλείου (Κύπρου), επίσκοπο Χριστόφορο (Τσεχοσλοβακίας), Μητροπολίτη Paylos Mar Gregorios, και αρχιμανδρίτη Habte Mariam (Αιθιοπίας), με τον Δόκτορα π. Γεώργιο Δράγα, ως γραμματέα, συνέταξαν το σχέδιο επί των προτάσεων για ποιμαντικά θέματα.
Το ακόλουθον είναι το κείμενον της παμψηφεί εγκριθείσης Κοινής Δηλώσεως και προτάσεων.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (6ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Ο ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥλΟΣ, ΔΕΙΝΟΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ
ΤΗΣ «ΔΥΝΗΤΙΚΗΣ» ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΕ’ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ Α’ ΚΑΙ Β’ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ
ΣΥΝΟΔΟΥ

Πολλοί, «ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ», έργον του Έπιφανίου, άνεξετάστως έκλαμβάνουσιν ώς… ίεράν γραφήν καί παρακατήθηκην! Ήμείς, είς τήν παρούσαν γραφήν, θά άσχοληθώμεν μέ τήν έξέτασιν του κεφαλαίου της «δυνητικής» ερμηνείας του ΙΕ ‘Κανόνος. Έπί του προκειμένου: Τήν 9ην Ιουνίου 1969, πεντήκοντα περίπου έτη, άπό της θλιβεράς πτώσεως του πατριαρχείου της Κων/πόλεως, ήγουν, της επισήμου διακηρύξεως της παναιρέσεως του οικουμενισμού (πατριαρχική εγκύκλιος του 1920), ό π. Έπιφάνιος, διά νά άποτρέψη τήν διακοπήν της κοινωνίας καί του μνημόσυνου τοΰ αποδεδειγμένου μασόνου «πατριάρχου» ‘Αθηναγόρου (Άντιπαπικά» Α. Καντιώτου σελίς 111 έκδ. 1988) καί όπαδού «του πλέον απαίσιου συγκρητισμού» (γνώμη επίσημος του π. Έπιφανίου, βλ. «ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ» σελίς 26), εξέδωκεν καί έκυκλοφόρησεν έπιστολιμαίαν διατριβήν «ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ». Έν ή, μεταξύ άλλων, ύπερημύνετο της κοινωνίας καί του μνημόσυνου του ‘Αθηναγόρου!!! «Εγραφεν: «Ό Κανών (ΙΕ’ της Α’ καί Β’ Συνόδου) είναι δυνητικός καί ουχί υποχρεωτικός. Δέν άξιοι δηλαδή απαραιτήτως παρά τών κληρικών όπως παύσωσι τό μνημόσυνον του αιρετικά διδάσκοντος Επισκόπου πρό της καταδίκης αύτού, άλλα απλώς παρέχει είς αυτούς τήν δυνατότητα. «Αν τις Κληρικός, λέγει ο Κανών, αποκοπή άπό τοιούτου Επισκόπου «πρό συνοδικής διαγνώσεως», ουδαμώς παρανομεί, διό καί δέν υπόκειται είς έπιτίμησιν, άλλα μάλλον άξιος επαίνου είναι. «Αν όμως έτερος Κληρικός δέν πράξη τούτο, άλλα, χωρίς νά άσπάζηται τάς διδασκαλίας του επισκόπου, συνεχίζη τό μνημόσυνον αύτού, αναμένων «συνοδικήν διάγνωσιν» καί καταδίκην, ουδαμώς κατακρίνεται ύπό του Κανόνος... καί τά εξής («ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ» σελίδες 75-76). Η ευρύτατη διάδοσις της έρμηνείας ταύτης ύπό του π. Έπιφανίου, καθησύχασε τά ενιστάμενα πνεύματα καί όλοι οι εκ της ερμηνείας «βολευόμενοι» (οίκουμενισταί) τόν π. Έπιφάνιον, τόν συμβιβάσαντα τάς περιστάσεις «νέον Ζωναράν» ανέδειξαν! Αλήθεια είναι ότι τοιούτου είδους «εξοικονομήσεις τών περιστάσεων» έπεζήτουν οί άπ’ αίώνος αίρετικοί! ‘Αλλά προσέκρουον είς τους γρανιτώδεις βράχους τής Όρθοδόξου Πίστεως καί διελύοντο ώς τά έπαφρίζοντα κύματα.
Έρχόμεθα είς τήν «δυνητικήν» έρμηνείαν του «νέου Ζωναρά».
‘Από τής θεσπίσεως του ‘Ιερού Κανόνος (861 μ.Χ.), παρήλθον ένδεκα καί πλέον αίώνες! Κατά τό χρονικόν αυτό διάστημα έζησαν οί σοφοί έρμηνευταί Ζωναράς, Βάλσαμων, Άριστηνός, παρήλθεν πλήθος Αγίων Πατριαρχών λογίων, καί άλλων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας σοφών, Αγίων καί διδασκάλων, Όμολογητών καί Μαρτύρων ό σύλλογος, καί ουδείς έξ’ αυτών, ουδέ κατ’ όναρ έψαντάσθη μίαν τοιαύτην έρμηνείαν!! Άλλ’ αντιθέτως: Πρακτικώς καί θεωρητικώς, ώς προδεδήλωται, ενήργησαν τήν εφαρμογήν του ΙΕ’ Ι. Κανόνος! Τί δέ; «Ο,τι αυτοί απώθησαν, ήμεις θά παραδεχθώμεν;;; Άγιώτεροι καί σοφώτεροι εκείνων είμεθα; «Απαγε τοις τοιαύτης άνοίας, ίνα μή είπωμεν πωρώσεως! Έάν, παρ’ ελπίδα, παραδεχθώμεν εκείνο τό οποίον αυτοί απώθησαν, άναγκαίως, προσάπτομεν εις αυτούς καταφρόνησιν καί αίσχύνην, είς ημάς δε αυτούς καταλογίζεται ανόητος ανταρσία. Μη γένοιτο!
Διά νά γίνη προδηλοτέρα ή άπόνοια του «νέου κανονολόγου», πρέπει κανείς νά φαντασθή τόν π. Έπιφάνιον είς τήν Κων/πολιν, τήν ήμέραν έκείνην, καθ’ ην ό Νεστόριος απεδέχθη τήν βλασφημίαν του συλλείτουργού του, Δωροθέου: «Ει τις Θεοτόκον είναι λέγει τήν Μαρίαν, ούτος ανάθέμα έστω»! Νά ανέρχεται είς τόν άμβωνα, νά σείη τήν χείρα καί νά λέγη προς τόν διιστάμενον κλήρον καί λαόν: «Στώμεν καλώς, μή κάμνετε σχίσμα!… Δέν κατακρίνεστε! Δέν παρανομείτε!! Καί έγώ συμφωνώ μέ υμάς, καλοί μου Χριστιανοί, ότι ό πατριάρχης έξετροχιάσθη! «Οτι βαδίζει είς αίρετικόν έδαφος! «Οτι, τέλος, είναι αίρετικός. Άκριτος, όμως! Επομένως, … δέν παρανομείτε μεν χωριζόμενοι, καί, πρέπει να μην ασπασθήτε τα κακόδοξα φρονήματα του! Όμως,… δέν έχετε δικαίωμα νά χωρίζεσθε(!!!) άπό τής κοινωνίας αυτού καί νά διακόπτετε τό μνημόσυνον του πρό «συνοδικής διαγνώσεως» καί κατακρίσεως αύτού!!… Τούτο είναι «ζηλωτισμός άκριτος»! Είναι «αφελών και ανοήτων ένέργειαι…»!,.. Καί άλλα, τούτοις όμοια, τά όποια ό π. Έπιφάνιος είς τους Ορθοδόξους προσάπτει, παρ όλας τας διαβεβαιώσεις του ότι οί άφιστάμενοι τής κοινωνίας πρό Συνοδικής κατακρίσεως δέν παρανομούν, διό καί δέν έπιτιμώνται, άλλα άξιοι επαίνου είναι…
Ωσαύτως, στοχασθήτε τόν π. Έπιφάνιον, περί τό έτος 1274 μ.Χ., νά έπιστέλλη τήν ώς άνω έπιστολιμαίαν διατριβήν αυτου προς τους Άγιορείτας Πατέρας τους διαστάντας άπό τής κοινωνίας καί του μνημόσυνου του λατινίσαντος πατριάρχου Ιωάννου Βέκκου, ύπό τόν άκόλουθον τίτλον, ώς… «έπιταγήν τών καιρών»: «ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΒΕΚΚΟΥ»! Μετά πεισμονής δέ, νά διατείνεται ότι είναι «δυνητικός» ό Κανών ΙΕ’ τής Α’ καί Β Συνόδου καί, ότι οί Άγιορείται… δέν παρανομούσιν άν, χωρίς νά άσπάζωνται τάς ένωτικάς καί βλάσφημους διδασκαλίας του Ιωάννου Βέκκου, συνεχίζουν τήν κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον αυτού, άναμένοντες «συνοδικήν διάγνωσιν» καί καταδίκην του λατινόφρονος, μέ τά επιχειρήματα του…
Ό επιστολογράφος, δέν ήρκέσθη είς τήν «δυνητικήν» έρμηνείαν!! Αλλά εσυνέχισε με δυο νέας θεωρίας 1) Τήν περί «οικονομίας άχρι καιρού». Δηλ. συνέχισιν … έπ’ απειρον(!!!) τής κοινωνίας καί του μνημόσυνου (του κηρύσσοντος κατεγνωσμένην αίρεσιν προέδρου) καί 2) Τήν… περί «ψιλής εύχετικής μνείας του ονόματος του προέδρου είς το έν πρώτοις μνήσθητι».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ (2ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Το Μυστήριον του Βαπτίσματος

Τό «Αγιον Βάπτισμα είναι τό Μυστήριον όπου μας εισαγάγει στην Κιβωτό της Σωτηρίας, την Εκκλησία του Χριστού καί είναι δώρον της άγάπης του Θεού προς τόν άνθρωπο.
Ό σκοπός του Βαπτίσματος είναι ή άναγέννηση του άνθρωπου, ή υιοθεσία καί σωτηρία του.
Τό άγιον Βάπτισμα επέχει την πρώτη θέση, έφ’ όσον χωρίς αυτό, κανένα άλλο, άπό τά υπόλοιπά Μυστήρια, δέν μπορεί νά τελεσθεί.
Τό «Αγιον Βάπτισμα μας γεννά έκ δευτέρου με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος επειδή χάσαμε τήν πρώτη μας άπαθή γέννηση καί ή σύλληψη μας έγινε «έν άνομίαις» καθώς ψάλλει ό Προφητάναξ Δαβίδ.
Ή πρώτη λοιπόν πράξη, γιά νά αφήσει ό άνθρωπος τόν κόσμο της φθοράς καί της δουλείας καί νά εισέλθει στό Βασίλειον της θείας Χάριτος, είναι τό «Αγιον Βάπτισμα.
Τό Μυστήριον αυτό καλείται άπό τόν Άπόστολο Παύλο «Λουτρόν Παλιγγενεσίας καί όνακαινώσεως πνεύματος Αγίου». «Παρέχει εις τόν βαπησθέντα τήν νέαν ζωήν έν Χριστώ καί διανοίγει εις αυτόν τήν θύραν της εισόδου εις τήν Έκκλησίαν καί της συμμετοχής καί εις τους λοιπούς μυστηριακούς θησαυρούς της».
Ή σπουδαιότητα του Μυστηρίου τούτου καταφαίνεται καί άπό τήν Δεσποτικήν έντολήν του Κυρίου μας, όπου, ολίγον πρό της αναλήψεως αύτου, παράγγειλε στους μαθητές του: «ίνα ευαγγελιζόμενοι τόν κόσμον άπαντα βαπτίζωσι τους πιστεύοντας έπί τω όνόματι της Αγίας Τριάδος, άπειλήσαντος δε κατάκρισιν κατά παντός άπιστήσαντος καί μή βαπτισθέντος».

Προϋποθέσεις απαραίτητοι διά τό ‘Έγκυρον βάπτισμα

1. Ή Όρθόδοξη Πίστη καί ομολογία του υποψηφίου προς Βάπτιση ενηλίκου ή διά βρέφος η νήπιον του ανάδοχου, που αυτονόητα θα είναι ορθόδοξος καί ευσεβής.
2. Ό Ιερεύς νά έχει κανονικήν ίερωσύνη.
3. Το αγιασμένον ύδωρ
4. Ή τριττή κατάδυση καί ανάδυση όλοκλήρου του σώματος του βαπτιζομένου εις τό άγιασμένον ύδωρ.
5. Ή επίκληση των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος (του Πατρός καί του Υιού καί του ‘Αγίου Πνεύματος), σέ κάθε μία από τίς τρείς καταδύσεις.
6. «Χρίσις» του βεβαπτισμένου αμέσως μετά τό Βάπτισμα, μέ τό Άγιον Μύρο, που έχει κατασκευασθεί απο σύνοδο ορθοδόξων αρχιερέων.
Στίς παραπάνω προϋποθέσεις, θά αναφέρομε καί κάποιες άλλες παραμέτρους, πού άν καί είναι αυτονόητες δέν έκτελούνται όπως πρέπει.
1. Ή όλική έπάλλειψη του σώματος με το Λεγόμενο «έπορκιστόν έλαιον», πού έχει προορισμό να τονώσει τον μυούμενο εν όψει των αγώνων του κατά των δαιμόνων.
Θωρακίζει τόν μυούμενο μέ τό λάδι ως ασπίδα διά νά αντιμετωπίζει τά βέλη του έχθρού.’Αποτελεί προετοιμασία διά τό μεγάλο Μυστήριον πού ακολουθεί.
Κατά τίς Αποστολικές Διαταγές, ή «χρίσις» μέ τόν «Αγιον έπορκιστόν έλαιον γίνεται «εις τύπον τοΰ Πνευματικού Βαπτίσματος».
2. Ή προσεκτική ανάγνωση των ευχών τών εξορκισμών καί τών λοιπών ευχών καί μή παράλειψη αυτών διά τό σύντομον.
3. Ή προετοιμασία του λειτουργού ιερέως (τήν οποίαν οφείλει πρό κάθε τελετουργίας) διά προσευχής, νηστείας, έγκρατείας κ.λπ. όπως διδάσκει ό «Αγιος Συμεών ό Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Εις Κύριος, Μία Πίστις, Έν Βάπτισμα

Τό απόλυτο κέντρο γύρω άπό τό όποιον πρέπει νά συγκροτείται ή θεολογική συνείδηση είναι τό Έφεσ. 4,5: «Είς Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα» καί κατά συνέπειαν μία Εκκλησία μέσα στην οποία καί μόνον τά Μυστήρια είναι έγκυρα καί λυτρωτικά.
Ή Εκκλησία αυτή είναι ή ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ.
Οί Αποστολικοί Κανόνες (46, 47, 50 καί 68) πού ρυθμίζουν οριστικά τό Μυστήριον του Βαπτίσματος έχουν ύπεροχικό καί άπαρασάλευτο κύρος. Δέν είναι άρα δυνατόν νά υπάρξει εκκλησιαστική απόφαση πού νά αντιτίθεται στους Αποστολικούς Κανόνες, τόν Κανόνα του Αγίου Κυπριανού, αλλά καί εκείνους του Μεγάλου Βασιλείου (α’ καί μζ’), οί όποιοι έχουν προσλάβει, επίσης, διά του β’ της Πενθέκτης, κύρος οικουμενικό.
Ειδικότερα, ως προς το Μυστήριον του Βαπτίσματος, κατά τό Έφεσ. 4, 5 καί τό ίερό σύμβολο, ένα καί μόνο Βάπτισμα υπάρχει, τό Βάπτισμα της Μιας Καθολικής Εκκλησίας, ήτοι της Όρθοδόξου.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ (1ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

«κατά τόν ὡς εἴρηται Ν΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχοντος ἐπικύρωσιν ὑπό Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων συστατικόν στοιχεῖον ἀπαραίτητον τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τυγχάνει ἡ τρισσή κατάδυσις καί ἀνάδυσις ἐντός ἡγιαμένου ὕδατος» (Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ)

«Οι τρεις καταδύσεις στο νερό γίνονται μεν για τη σωστική επίκληση της ζωαρχικής Τριάδος, εικονίζουν δε τη τριήμερη ταφή του Κυρίου. Δηλώνουν συνάμα και την ανάσταση του τριμερούς της ψυχής από την αμαρτία και την επάνοδο του νου, της ψυχής και του σώματος μαζί, προς την αφθαρσία. Ώστε μέσα στο θείο βάπτισμα και ο θάνατος να βλέπεται και η ζωή, η ταφή και η ανάσταση μαζί. Αφού με το θείο βάπτισμα πεθάναμε στην αμαρτία και οφείλουμε να ζούμε με την αρετή για το Θεό». (Αγίου Γρηγορίου Παλαμά).

«Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβήθρας μεγάλας εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾶ ὁποὺ νὰ μὴν μείνη ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διατὶ καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ διάβολος καὶ διὰ τοῦτο τὰ παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορρίζικα, διατὶ δὲν εἶνε καλὰ βαπτισμένα» (ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ).

Εις τις ημέρες μας, δυστυχώς, βλέπουμε την αλλοίωση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος εις αρκετές Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπου τελείται το Βάπτισμα όχι επι τρισσή κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου, αλλά δι΄ επίχυση η ράντισμα εις την κεφαλή του ιδίου. Τούτο είναι αντικανονικό και ασεβές, διότι κατά τους λόγους των Πατέρων υπάρχει κίνδυνος ο βαπτιζόμενος να παραμείνει αβάπτιστος!!!
Θα ξεκινήσουμε μια σειρά άρθρων δια το Μυστήριο του Βαπτίσματος εξηγώντας το Μυστήριο αλλά και τις Προυποθέσεις δια το Ορθόν ή μάλλον Ορθόδοξο Βάπτισμα, ελπίζωντας οι Ιερείς να σταματήσουν να επιτελούν το Βάπτισμα δια της κακώς γενομένης επιχύσεως και ραντίσματος.

ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΔΙ΄ ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΣΕΩΣ
ΤΟ ΜΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΔΙ΄ ΑΠΛΗΣ ΕΠΙΧΥΣΕΩΣ Η ΡΑΝΤΙΣΜΑΤΟΣ


ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (5ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

ΠΟΙΟΝ ΤΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΤΥΠΩΣΙΝ ΤΟΥ
ΙΕΡΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΣ
ΣΥΜΒΑΙΝΟΝ

Ούτε ή προληπτική, ούτε η κατασταλτική λειτουργία του ειρημένου Ίερού Κανόνος, έξήλειψεν τάς άλλοτριοφωνιας των κατά καιρούς προπετών προέδρων τών Εκκλησιών· επομένως, καί μετά τό έτος 861 μ.Χ., άχρι τής σήμερον, οί ‘Ορθόδοξοι Χριστιανοί, κλήρος καί λαός, μυριάκις εκλήθησαν εις έφαρμογήν τής διατάξεως τής παραγράφου 2 του ΙΕ’ Κανόνος τής Λ’ καί Β’ Συνόδου. Επιτακτική όθεν προβάλλει ή ανάγκη, νά έξετάσωμεν, εάν κατα την περίοδον αυτήν, οι Ορθόδοξοι έπενόησαν τάς δικολαβικάς θεωρίας τών νέων «κανονολόγων» ή εφήρμοσαν αύτάς. ‘Εν έτει 1272 μ.Χ. ό Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Μιχαήλ, ό άζυμίτης, ό λατινόφρων, ολίγα περί τών θείων δογμάτων καί τής άκεραιότητος αυτών φροντίζων, έλευθεριάζων μάλλον περί τά Εκκλησιαστικά, έπεχείρησεν πανούργον ένωσιν τής Όρθοδόξου Εκκλησίας μετά τής αμετανόητου κακοδόξου παρασυναγωγής τών αίμοβόρων λατίνων. Οί Άγιορείται Πατέρες, πληροφορηθέντες τάς κινήσεις του Αύτοκράτορος, απέστειλαν προς αυτόν τήν περίφημον ένημερωτικήν επιστολήν, ίνα προλάβωσι καί άνατρέψωσι τό άνόσιον καί δυσσεβές τούτο έργον τής ανόμου συμφωνίας. Είς αυτήν, μεταξύ άλλων σοφών καί περισπούδαστων πατερικών διδασκαλιών, έγραφον ότι έπ’ ούδενί θέλουσιν ενωθή με τους αμεταβλήτως έχοντας λατίνους, καί ότι καί απο τους τυχόν λατινοφρονήσοντας, πάραυτα ήθελον χωρισθή, επικαλούμενοι τήν διάταξιν τής παραγράφου 2 του ΙΕ Κανόνος τής Α καί Β λεγομένης, 2. Συνόδου (Δοκίμιον Ιστορικόν Μοναχού Καλλίστου Βλαστού σελίς 116, ένθα ολόκληρος η επιστολή ευρίσκεται τετυπωμενη). Ο Αυτοκράτωρ, τας σοφάς παραινέσεις τών Αγιορειτών παρέβλεψεν καί, έν έτει 1274, παρέλαβε μεθ’ εαυτού μοχθηρούς τινας, ώς εκπροσώπους δήθεν τής Ανατολικής Ορθοδόξου «Εκκλησίας, καί έξύφανον τήν άνομον ένωσιν τών Εκκλησιών, άποδεχθέντες όλα τά παπικά δόγματα!!
Τήν κωμωδίαν ταύτην τής άνομου συμφωνίας, διαγράφουσι τά πρακτικά τοΰ ψευδοσυνεδρίου, του συσταθέντος τω 1274 έν Λουγδούνω (Λυών τής Γαλλίας). Ιωάννης ό Βέκκος, επίσημος άνήρ, χαρτοφύλαξ της Εκκλησίας, περιβόητος μέν διά τήν σοφίαν, διαβόητος δέ διά τήν περί τά δόγματα παλίμοουλίαν, και τέλος δια την αισχράν αυτού Λατινοφροσύνην, αντιμαχόμενος τω Αυτοκράτορι ένεκλείσθη εις τάς φυλακάς. «Εκεί, ως Ιστορεί ό Ζ. Μάθας, είς το σκότος είδεν, ώς φαίνεται, τό φώς τής παπικής Όρθολατρείας!…
«Οθεν, συμφωνήσας προς τόν βασιλέα, εξάγεται εκ τής φυλακής» καί «γίνεται τώ βασιλεί καί γλώσσα καί χείρ καί κάλαμος όξυγράφος, τά πάντα καθυπηρετών». Δι’ όλας αυτού τάς ύπηρεσίας(!) αναβιβάζεται ύπό του μηχανορράφου βασιλέως είς τόν πατριαρχικόν θρόνον. Ή μιαρά καί δυσσεβής αυτή ξυνωρίς – Αυτοκράτωρ Μιχαήλ καί πατριάρχης Βέκκος — έπί οκτώ περίπου συναπτά έτη, τήν δολίαν καί έμπαθή ένωσιν τυραννικώς ήγωνίζοντο νά στερεώσουν. «Τα πάντα ήσαν ενεργά εις αυτούς, , δημεύσεις, έξορίαι, φυλακαί, οφθαλμών αφαιρέσεις, μάστιγες, χειρών, κεφαλών, ποδών έκτομαί» (όλα δηλ. τά μέσα τής τότε καί νύν… «άνθούσης» παρά τώ πάπα «ίεράς εξετάσεως») καί, γενικώς, ό,τι παρέλειψαν οί είδωλολάτραι, αυτοί συνεπλήρωσαν. Οί λατινίσαντες, μέ άρχηγόν τόν παλίμβουλον Βέκκον, πολλάς σοφιστείας συνέθετον, τρανούς παραλογισμμούς διέδιδον, πολλάς και μεγάλας μωρίας εκήρυττον, καί όλα αυτά, άκουσον, άκουσον, ίνα διδάξουν την εαυτών Τιμίαν μητέρα Όρθόδοξον Έκκλησίαν νά άποδεχϋη την ένωσιν με τά άνθρωπόμορφα θηρία τής Ρώμης «κατ’ οίκονομίαν»(!!), διά «τής ψιλού ονόματος μνείας του Πάπα έν ταΐς (Ιεραίς) ακολουθίαις», δια της «περί ευχής του μνημοσύνου» θεωρίας καί λοιπών φληνάφων καί δυσσεβών συγγραφών, έξ ών καί οί σημερινοί «Ζωναράδες» άρύονται.
Αί διώξεις καί τά Μαρτύρια τών «πρό Συνοδικής διαγνώσεως» και καταδίκης, αποτειχισθέντων Ορθοδόξων, έγιναν εφόδια ακώλυτου εισόδου αυτών είς τήν ούράνιον Βασιλείαν, ενώ διά τούς λατινόφρονας, καί τούς μνημονευτάς αυτών, πρόξενα αιωνίου άπωλείας καί κολάσεως, ύπό Συνόδου κριθέντα καί κατακριθέντα, έν έτει 1283 συναθροισθείσης, ύπό του Πατριάρχου Γεωργίου, όστις συνέγραψε καί αντιρρήσεις ίσχυράς κατά τών ληρημάτων του Βέκκου και των συν αυτώ.
Περί τό έτος 1341, είς τήν Όρθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν περιφερόμενος, ό δυσσεβής διδάσκαλος Βαρλαάμ, έσπειρε ζιζάνια, καινά καί βλάσφημα δόγματα, πολλούς δέ μαθητάς έκ του ορθοδόξου κλήρου καί λαού έποίει. Οί ‘Αγιορείται Πατέρες, μέ πρωτοπόρον τόν Αγιον Γρηγόριον τόν Παλαμάν, έσπευσαν νά ανασπάσουν τά ζιζάνια :αί νά αναιρέσουν τά καινά καί βλάσφημα δόγματα. Άλλ’ έπολεμήθησαν ίκανώς ύπό τών αντιπάλων, καί μάλιστα ύπό τής πολιτικής εξουσίας, τήν οποίαν ό δυσσεβής Βαρλαάμ έπηρέαζεν, πράγμα άλλωστε, πού συμβαίνει στερεοτύπως, μέ πάσαν αίρεσιν. Υποστηρίζονται ύφ’ όλων σχεδόν τών «ενδόξων τής γης».
Ό «Αγιος Γρηγόριος, πρό τοιαύτης καταστάσεως, συνέταξεν καί προσυπέγραψεν πρώτος τόν λεγόμενον «Άγιορειτικόν τόμον» υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, εκφράζοντα τήν Πίστιν όλων τών Όρθοδόξων δογμάτων. Είς τόν τόμον αυτόν εμφαίνεται ότι οί Άγιορείται Πατέρες, πρό Συνοδικής διαγνώσεως καί κατακρίσεως του αίρεσιάρχου Βαρλαάμ και τών μαθητών αύτού, δηλ. άκρίτων είσέτι του Βαρλαάμ και των συν αύτώ ύπό Συνόδου, διεκήρυξαν ότι προσυπογράφουν τήν διακοπήν του μνημόσυνου καί τής κοινωνίας μετά παντός άντιφρονούντος, συνωδά τώ ΙΕ’ Κανόνι τής Α καί Β’ λεγομένης, Συνόδου. Ιδού ή κατακλείς του «Τόμου»:

«Ό ταπεινός Επίσκοπος ‘Ιερισσού καί Αγίου Όρους Ιάκωβος, ταίς άγιορειτικαίς καί πατερικαίς έντεθραμμένος παραδόσεσι καί μαρτυρών ότι καί διά τών ένταύθα υπογραψάντων λογάδων, άπαν τό «Αγιον Ορος συμφωνούντες υπεγράψαμεν, καί αυτός συμφωνών καί έπισφραγίζων υπέγραψα, και τούτο μετά πάντων προσγράφων, ότι τόν μή συμφωνούντα τοις άγίοις καθώς καί ημείς και οι μικρώ πρό ημών πατέρες ημών, ήμείς τήν αύτού κοινωνίαν ού παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρηγόρ. Παλαμά, Τόμος Γ’, σελ. 514).

Τί μετά ταύτα; Αί Άγ. Σύνοδοι τών ετών 1341 καί 1347, άνεθεμάτισαν τάς πλάνας καί τάς φλυαρίας τών Βαρλαάμ καί Ακινδύνου, αυτούς τε προσωπικώς, καί πάντας τούς μετ’ αυτών συγκακοδοξούντας. Τούς δέ Άγιορείτας καί όλους τούς Όρθοδόξους, έμακάρισαν.
Έν έτει 1428, άλλος λατινόφρων Αυτοκράτωρ άνήλθεν είς τόν θρόνον, ό Ιωάννης ό Παλαιολόγος. Ούτος, μετά του Πατριάρχου Ιωσήφ καί άλλων Εκκλησιαστικών καί λαϊκών λογίων απήλθεν εις Φλωρεντίαν προς διαπραγμάτευσιν τής ενώσεως ανατολής καί δύσεως. Τάς έκείσε τραγωδίας διαλαμβάνουσι τά πρακτικά τής ψευδοσυνόδου ταύτης. Είς τό έν λόγω ψευδοσυνέδριον, καί άκοντες πολλοί, πιεσθέντες διά πείνης καί απειλής μαρτυρίου, υπέγραψαν τήν ψευδένωσιν τών Εκκλησιών, άρνησάμενοι, οί δείλαιοι, τό πάτριον σέβας, τήν Όρθοδοξίαν. Μόνον εις, Μάρκος ό Εφέσου, στερρώς ιστάμενος είς τά πάτρια, ήρνήθη νά ύπογράψη! Η άνομος συμφωνία συνετελέσθη. Ό «Αγιος Μάρκος καί οί περί αυτόν, κλήρος καί λαός, τής κοινωνίας καί του μνημόσύνου τών λατινισάντων διέστησαν. Οί έργάται τής ανόμου συμφωνίας — Αυτοκράτωρ καί πατριάρχης — εμιμήθησαν τούς πατέρας αυτών — Μιχαήλ καί Βέκκον — είς τάς κάκουργίας διά νά επιβάλλουν τά κακώς συμφωνηθέντα. Οί ‘Ορθόδοξοι, καί πάλιν πρό Συνοδικής διαγνώσεως καί καταδίκης τών λατινισάντων ποιμένων, άπετείχισαν τέλεον εαυτούς και, διωκόμενοι διέκλεπτον μακράν εκείνων τήν σωτηρίαν των, συνωδά τώ ΙΕ’ Κανόνι τής Α’ καί Β’ λεγομένης, Συνόδου. Έν έτει 1450 συνεκροτήθη Σύνοδος έν Κων/πόλει έν τώ Έ Ναώ τής Αγίας Σοφίας (ήτις έστάθη καί ή τελευταία), έν ή διέλαμπεν ό αναίμακτος μάρτυς τής Αληθείας, Μάρκος ο Εφέσου ό Ευγενικός, οί τέσσαρες Πατριάρχαι τής Ανατολής καί άλλοι Αρχιερείς, οίτινες άπό κοινού άνακρίναντες τά έν Φλωρεντία παρανόμως έψηφισμένα, κατανεθεμάτισαν ώς δυσσεβήματα τά γενόμενα, καί τήν ψευδοσύνοδον ήκύρωσαν.

«Απεδέχθη δέ ή Άγιωτάτη αύτη Σύνοδος καί τήν μετάνοιαν όλων εκείνων τών αρχιερέων καί κληρικών, οίτινες, τότε, μετά δακρύων προσελθόντες έζήτουν συγχώρησιν, εκτιθέμενοι τήν όρθήν τών θείων δογμάτων όμολογίαν» («Κατάλογος Ιστορικός» Ζ.Ν. Μάθα, έκδ. 1884, σελ. 98).

Έξ δλων αυτών, συνάγεται τό άναντίλεκτον πόρισμα ότι καί μετά τήν Συνοδικήν θέσπισιν του ΙΕ’ Κανόνος τής Α’ καί Β’ λεγομένης, Συνόδου, οί ‘Ορθόδοξοι, κλήρος καί λαός, πρό συνοδικής διαγνώσεως και κατακρίσεως του κηρύσσοντος κατεγνωσμένην αίρεσιν (ύπό Συνόδου ή Πατέρων) προέδρου, έχωρίζοντο τής κοινωνίας αυτού και του μνημόσυνου κατέπαυον, άμα τή δημοσία ένάρξει του κακοδόξου κηρύγματος.
Αί σημεριναί «δικολαβικαί θεωρίαι» τών «νέων Ζωναράδων», εις τούς Όρθοδόξους καί ύπό Όρθοδόξων, δέν έδιδάσκοντο, ούτε έφηρμόζοντο! Μία επιπλέον, τρανή τούτου άπόδειξις, είναι ότι, έάν τό άντίθετον εγίνετο, δηλ. εαν τότε άνέμενον (όπως οί σημερινοί) νά… ανανήψουν μόνοι των οι αίρεσιάρχαι… έκ καλής θελήσεως(!!!) καί άνευ άποκηρύξεως αυτών καί άρσεως σταυρού ύπο των Πιστών, ως ζητούν ίνα καταργήσουν τήν Όρθοδοξίαν σήμερον, οί «νέοι Ζωναράδες»!… Αυτών αι θεωρίαι, ίσως εκυκλοφόρουν μεταξύ οπαδών ή έδιδάσκοντο ύπό οπαδών τών ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων, ίνα άγρεύσωσιν άστηρίκτους ψυχάς. Αλλά, καθώς άψευδώς ιστορεί ή Εκκλησιαστική Ιστορία, είς τάς κεφάλας όλων εκείνων επέστρεψαν τά «μηχανορραφούμενα». Κατά τό γραφικόν λόγιον καθ’ ό οί έργάται τής αδικίας συλλαμβάνονται έν διαβουλίοις οίς διαλογίζονται.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΑΜΠΕΖΥ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ – ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ – ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΩΝ (2ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Αυτό πού κυρίως άπασχολεί τους Οίκουμενιστές «Όρθοδόξους,,και τους Μονοφυσίτες είναι το πως θα επιβάλλουν την Ένωσι στη «βάσι» τους, τό Λαό τους, χωρίς αντιδράσεις. Και είναι φυσικό νά φοβούνται τέτοιες αντιδράσεις, γιατί καί ό λαός των Όρθοδόξων και ό λαός των Μονοφυσιτών επι χίλια πεντακόσια (1.500) χρόνια ήξεραν πως ενα μεγάλο χάος χώριζε τά δύο στρατόπεδα. Οί μέν ‘Ορθόδοξοι ήξεραν δτι οί Μονοφυσίτες ήταν αίρετικοί γιατί πίστευαν καί πιστεύουν στη «μία φύσι του Κυρίου, στό «ένα θέλημα» καί «μία ενέργεια» Του. Οί δέ Μονοφυσίτες ήξεραν πώς οί ‘Ορθόδοξοι δέν είχαν τήν ίδια μέ αυτούς Χριστολογική πίστι, γιατί πίστευαν και πιστεύουν στίς «δύο φύσεις» του Κυρίου, μέ «δύο θελήματα» καί «δύο ενέργειες», όπως θά δούμε πιο κάτω.
Στή συμφωνία της Ενώσεως πού υπέγραφαν τώρα τά δύο μέρη εμφανίζουν, όπως θά δούμε στή συνέχεια, μιά καινούργια αντίληψι, σατανικής εμπνεύσεως. Λέγουν, οτι τόσο οι Ορθόδοξοι, όσο και οι Μονοφυσίτες, δήθεν κάτω απο διαφορετικές ορολογίες, πάντα πίστευαν τά ίδια πράγματα. Επομένως, εκείνο, πού κατ’ αυτούς φταίει, δεν είναι η διαφορά στην πίστι, αλλ΄ η διαφορά στην ορολογία. Βέβαια,αυτό δέν είναι καθόλου σωστό. «Ετσι όμως συμφέρει τούς αρχιτέκτονες της συμφωνίας. Και γι’αύτό, υποτιμώντας την νοημοσύνη των οπαδών τους, απεφάσισαν με διαφορα τερτίπια, νά προετοιμάσουν κατάλληλα τούς πιστούς τους, ώστε νά μή προκληθούν αντιδράσεις. Καί τό περίεργο είναι, ότι πράγματι μεταξύ τών οπαδών τους υπάρχει μιά πρωτόγνωρη θεολογική αφασία καί θρησκευτική αδιαφορία.
Άλλα, άς αφήσουμε καλύτερα νά μιλήσουν μόνα τους τά κείμενα. Πιό κάτω δημοσιεύουμε μέρος απο τις εύγλωττες αυτές «Προτάσεις έπί τών ποιμαντικών θεμάτων», πού στοχεύουν στήν ύλοποίησι τής υπογραφείσης Ενώσεως:

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Σχέσεις μεταξύ τών δύο οίκογενειών Εκκλησιών καί προετοιμασία ημών διά τήν ενότητα.

1. Ως Μικτή θεολογική Επιτροπή αισθανόμεθα τήν άνάγκην συντόνου προετοιμασίας του λαού ημών διά τήν συμμετοχήν αυτού εις την εφαρμογήν των ημέτερων προτάσεων και εις αποκατάστασιν τής κοινωνίας τών ημετέρων Εκκλησιών. Προς τόν σκοπόν τούτον προτείνομεν τήν άκόλουθον διαδικασίαν.

2. Είναι άναγκαίον όπως προγραμματισθή ανταλλαγή έπισκέψεων τών αρχηγών, ίεραρχών, ίερέων καί λαϊκών μιας έκαστης τών ημέτερων οικογενειών Εκκλησιών προς τήν άλλην.

3. Ενδείκνυται όπως ένθαρρυνθή περαιτέρω ή ανταλλαγή θεολόγων καθηγητών καί σπουδαστών μεταξύ των θεολογικών ιδρυμάτων των ημετέρων οικογενειών διά περιόδους κυμαινομένας άπό μιάς εβδομάδος μέχρι καί περισσοτέρων έτων.

4. Είς περιοχάς ένθα συνυπάρχουν Έκκλησίαι τών δύο οικογενειών, αί ένορίαι αυτών δέον όπως οργανώνουν συμμετοχήν ομάδων πιστών – ανδρών, γυναικών, νέων καί παιδίων, συμπεριλαμβανομένων, ει δυνατόν, και κληρικών – ενορίας τίνος της μιας οικογενείας είς τήν ζωήν ενορίας τινός τής άλλης ίνα παρίστανται ούτοι εις την εύχαριστιακήν λατρείαν αυτών κατα τας Κυριακάς και εορτάς.

5. Δημοσιεύσεις:
α) Κρίνεται αναγκαία ή δημοσίευσις είς τάς διαφόρους γλώσσας τών Εκκλησιών ημών τών κυριωτέρων κειμένων τής παρούσης Μικτής Επιτροπής μετά επεξηγηματικών σημειώσεων είς μικρά φυλλάδια τά όποια θά πωλούνται εις λογικήν τιμήν εις πάσας τάς ενορίας.

β) Ωσαύτως θά ήτο χρήσιμον νά έχωμεν συνοπτικά φυλλάδια έπεξηγούντα δι απλών όρων τήν σημασίαν τής Χριστολογικής ορολογίας καί έρμηνεύοντα τήν ποικιλίαν τής ορολογίας της υίοθετηθείσης ύπό διαφόρων προσώπων καί όμάδων κατά τήν διάρκειαν τής ιστορίας ύπό τό φως της κοινής ημών Χριστολογικης συμφωνίας.

γ) Χρειαζόμεθα βιβλίον παρέχον σύντομον έκθεσιν, ίστορικήν τε καί περιγραφικήν, περί πασών τών Εκκλησιών τών δύο οικογενειών. Τούτο δέον ωσαύτως όπως δημοσιευθή είς τάς διαφόρους γλώσσας τών λαών ημών μετά εικόνων καί φωτογραφιών κατά τό δυνατόν.

δ) Κρίνεται αναγκαία ή προώθησις συνοπτικών βιβλίων έκκλησιαστικής ιστορίας συντεταγμένων ύπό ειδικών συγγραφέων καί παρεχόντων μίαν θετικωτέραν κατανόησιν τών διαφοροποιήσεων του Ε’, ΣΤ’ καί Ζ’ αίώνος.

6. Αί Έκκλησίαι αμφοτέρων τών οικογενειών οφείλουν νά συμφωνήσουν διά τόν μή άναβαπτισμόν μελών τής μιας ή τής άλλης κάί διά τήν άναγνώρισιν του βαπτίσματος των εκκλησιών τών δυο οίκογενειών, εάν δέν έχουν ήδη πράξει τούτο.

7. Αί Έκκλησίαι ημών οφείλουν νά εγκαινιάσουν διμερείς διάλογους προκειμένου νά διευκολύνουν αμοιβαίως έαυτάς εις τήν εκατέρωθεν χρήσιν τών ναών αυτών είς έξαιρετικάς περιπτώσεις εκεί ένθα οιαδήποτε έξ αυτών στερείται τοιούτων μέσων.

8) Εις περιπτώσεις διαμάχης μεταξύ τών Εκκλησιών τών δύο οίκογειών, π.χ. α) ακυρώσεως γάμων τελεσθέντων είς τινα Έκκλησίαν ύπο επισκόπου ετέρας,’ β) τελέσεως γάμων μεταξύ μελων των δυο οικογενειών ημών εις τον ναόν τής Εκκλησίας του ενός απορρίπτοντος τόν ναόν τής Εκκλησίας του άλλου, γ) υποχρεωτικής θρησκευτικής ανατροφής των εκ μικτών γάμων προερχομένων τέκνων είς Έκκλησίαν τινά αποκλειόμενης της άλλης, αι συμμετέχουσαι Έκκλησίαι δέον δπως προβούν είς διμερείς συμφωνίας έπί τής διαδικασίας, τήν οποίαν οφείλουν νά αποδεχθούν, έως ότου τοιαύτα προβλήματα επιλυθούν οριστικώς διά τής ενώσεως ημών.

9) Αί δύο οίκογένειαι Εκκλησιών δέον όπως ενθαρρυνθούν να εξετάσουν τό θεολογικόν πρόγραμμα σπουδών καί τά χρησιμοποιούμενα βιβλία είς τά ιδρύματα αυτών καί νά επιφέρουν εις αυτά αναγκαίας προσθήκας καί άλλαγάς έπι τη προοπτική της προωθήσεως καλλιτέρας κατανοήσεως τής άλλης οικογενείας Εκκλησιών. θά ήτο χρήσιμον επίσης νά επινοήσουν προγράμματα διά τήν πληροφόρησιν τών κληρικών καί του λαού τών ενοριών ημών επι των θεμάτων, τά όποια σχετίζονται προς τήν ένωσιν των δυο οικογενειών Εκκλησιών» (Επίσκεψις» άρ, 446, 1/10/1990).

Όπως βλέπουμε η Μικτή Επιτροπή οίκουμενιστών «Όρθοδόξων» καί Μονοφυσιτών λέει γιά λογαριασμό των Εκκλησιών τους οτι »αισθάνονται τήν ανάγκη έντονου προετοιμασίας του λαού των διά τήν εφαρμογήν των αποφάσεων των καί είς τήν άποκατάστασιν της κοινωνίας των Εκκλησιών των». Η άποκατάστασις της κοινωνίας των Εκκλησιών των», δέν είναι τίποτε άλλο άπό τήν ‘Ένωσίν των!
Καί πώς θά γίνη αυτή ή «προετοιμασία του λαού των»;
τό λέει:
θά γίνη μέ ανταλλαγές επισκέψεων, μέ συμπροσευχές, πιθανόν ακόμη καί μέ συλλείτουργα.
«Είς περιοχάς ένθα συνυπάρχουν Έκκλησίαι τών δύο οίκογενειών, αί ένορίαι αυτών δέον όπως οργανώνουν συμμετοχήν ομάδων πιστών, εί δυνατόν καί κληρικών, ενορίας τινός τής μιας οικογενείας είς τήν ζωήν ενορίας τίνος της άλλης ίνα παρίστανται ούτοι είς τήν εύχαριστιακήν λατρείαν αυτών κατά τάς Κυριακάς καί έορτάς»!

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΑΜΠΕΖΥ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ – ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ – ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΩΝ (1ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Την Ένωσι μέ τους αιρετικούς Μονοφυσίτες στόν Έλλαδικό χώρο ανήγγειλε πρώτο τό δημοσιογραφικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησιαστική ‘Αλήθεια» (16/11/1990). Στη συνέχεια έκυκλοφόρησε τό περιοδικό «Επίσκεψις», μολονότι είχε ετεροχρονισμένη ημερομηνία (1/10/1990), το όποιο περιείχε αποκαλυπτικά κείμενα πού θά παραθέσουμε και θ’ αναλύσουμε στη συνέχεια.
Ή «Εκκλησιαστική Αλήθεια» μέ πρωτοσέλιδο τίτλο» , αναγγέλοντας τήν συνταρακτική αυτή είδησι έγραφε: (ίδε έν φωτοτυπία ολόκληρη τήν είδησι δίπλα. Για μεγέθυνση πατήστε επάνω).
Σ’ ένα μάλιστα άπ’ τά τελευταία της τεύχη πληροφορεί τους αναγνώστες της γιά τόν «άγιο…. Φραγκίσκο τής Άσσίζης» (16/4 / 1991). Στά πλαίσια αυτά του Οικουμενισμού έξήρε καί τό γεγονός τής συμφωνίας πού υπέγραφαν οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι όλων τών οίκουμενιστικών «όρθοδόξων Εκκλησιών» ( Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρωσσίας, Σερβίας,Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Κύπρου, Ελλάδος κλπ.), με τους Μονοφυσίτες.
«Ολες οί ανωτέρω «Όρθόδοξες Εκκλησίες» άπό τό 1964,κάτω άπό τήν φροντίδα του λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου ‘Εκκλησιών»άρχισαν’ «ανεπίσημο» κατ’ αρχάς «θεολογικό Διάλογο», πού διάρκεσε μέχρι τό 1985. Επειδή ό «ανεπίσημος» αυτός Διάλόγος πήγε καλά, τόν Δεκέμβριο του 1985 στό Σαμπεζύ τής Γενεύης, όπου εδρεύει τό πατριαρχικό «ορθόδοξο Κέντρο» εγκαινιάσθηκε ό «επίσημος» Διάλογος παρουσία τών αντιπροσώπων τών διαφόρων Εκκλησιών. ‘Ετσι, τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον αντιπροσώπευαν οί Μητροπολίτες Μύρων Χρυσόστομος καί Ελβετίας Δαμασκηνός, τήν Αλεξάνδρεια ό Μητροπολίτης ‘Αξώμης Πέτρος, τήν «Αντιόχεια ό Μητροπολίτης Γεώργιος Κόντρ, τά Ιεροσόλυμα ό Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος, τήν Ελλάδα ό Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος Καλαμαράς κτλ. Οί εργασίες του «Διαλόγου» αυτού » ολοκληρώθηκαν» μέ επιτυχία μ’ αποτέλεσμα νά επίκειται ή » πλήρης κοινωνία τών δύο Εκκλησιών»! Μάλιστα, ή «‘Εκκλ. Άλήθεια»τήν «κοινήν Δήλωσι», πού υπέγραφαν τά δύο μέρη, δηλ. οί οίκουμενιστές Όρθόδοξοι καί οί Μονοφυσίτες, καί ή οποία αποτελεί την συμφωνία της Ενώσεως, τήν αποκαλεί «Κοινή ομολογία Όρθοδόξου Πίστεως». Τό κείμενο αυτό θά τό παραθέσουμε στή συνέχεια καί θά φανή κατά πόσο είναι «ομολογία Όρθοδόξου Πίστεως» ή «ομολογία αίρέσεως»! Μαζί όμως μέ τό κείμενο αυτό τής «Κοινής Δηλώσεως» ή «Κοινής ομολογίας Όρθοδόξου Πίστεως» υπέγραψαν κι ένα άλλο έξ’ ίσου ενδιαφέρον κείμενο, πού τό επιγράφουν «Προτάσεις έπί τών ποιμαντικών θεμάτων» καί στό οποίο καθορίζουν τόν τρόπο πού πρέπει ν’ ακολουθήσουν τά δύο μέρη γιά νά επιβάλλουν τήν «Ενωσι στά ποίμνια τους. Καί τό κείμενο αυτό, δημοσιεύουμε στό επόμενο κεφάλαιο.
Τήν ίδια είδησι είδαμε νά δημοσιεύει καί ή αγγλόφωνη εφημερίδα «Τhe Orthodox Church» (Φεβρ. – Μάρτ. 1991), που εκδίδεται στην Νέα Υόρκη. Παραθέτουμε τό αγγλικό κείμενο αυτού ακριβώς δίπλα. Πατήστε επάνω του δια να το δείτε καλύτερα.

Η άπόδοσις του αγγλικού Κειμένου στά ελληνικά έχει ώς εξής

ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ ΝΑ ΤΕΘΗ ΤΕΡΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΠΙ 1500 ΕΤΗ ΧΩΡΙΣΜΟΝ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΓΕΝΕΥΗ. Έπί 1500 έτη οί Όρθόδοξοι καί οί Ανατολικοί Όρθόδοξοι Χριστιανοί (Μονοφυσίτες) δέν κοινωνούν μεταξύ τους. Ό χωρισμός τους προήλθεν μετά τήν Σύνοδον τής Χαλκηδόνος. Ή Σύνοδος έγινε τό 451 πλησίον τής Κωνσταντινουπόλεως καί έθέσπισε δόγματα περί τής φύσεως καί του προσώπου του Ιησού Χριστού.
Οπως καί οί περισσότεροι Χριστιανοί, ή Όρθόδοξος ‘Εκκλησία τυπικώς εδέχθη τήν Σύνοδον αυτήν ως Οίκουμενικήν, καί ώς έκ τούτου έγκυρη ώς προς τήν Δογματικήν διδασκαλίαν. Ή Ανατολική Όρθοδοξία (Μονοφυσίτες) δέν τήν εδέχθη. Ή Ανατολική Όρθοδοξία (Μονοφ.) είναι αριθμητικώς ισχυρότερα μορφή Χριστιανωσύνης είς τήν Αίγυπτον, Αίθιοπίαν καί ‘Αρμενίαν καί έχει αριθμητικώς σημαντικές Κοινότητες είς τήν Μέσην Άνατολήν,’Ινδίαν καί είς,άλλα μέρη τοΰ Κόσμου όπου έχουν μεταναστεύσει άνθρωποι άπο αυτές τις πέντε περιοχές.
Αλλά όταν συνηντήθησαν τόν Σεπτέμβριον, ολίγον έξω άπό την Γενεύην. 34 θεολόγοι άπό 16 χώρες, οι οποίες αποτελούν την έπίσημον Κοινήν ‘Επιτροπήν του θεολογικού Διάλογου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας καί τών Ανατολικών Όρθοδόξων ‘Εκκλησιών (Μονφυσ.) ομοφώνως έδέχθησαν «μίαν κοινήν δήλωσιν καί συστάσεως προς τίς Εκκλησίες» νά ξεπεράσουν τόν θεολογικόν διχασμόν 15 αιώνων. Διώρισαν επίσης τέσσαρες επιτροπές υποδείξεων διά θέματα «ποιμαντικής».
Βασισμένον είς κοινήν δήλωσιν του 1989 μεταξύ τών άντιπροσώπων τών δύο παραδόσεων, καί είς τήν άνεπίσημον θεολογικήν συνεργασίαν άπό τό 1964 μέχρι τό 1971. Τό νέον κείμενον σκιαγραφεί τί διδάσκουν οί δύο Όρθόδοξες οικογένειες διά τόν Ίησούν Χριστόν. Σημειώνει δτι κάθε πλευρά δέχεται ότι ή παραδοσιακη ορολογία τής άλλης εκφράζει τήν κοινήν πίστιν ( άν και κατά τό παρελθόν έλέγετο ότι οί διαφορετικές ορολογίες εξέφραζαν σημαντικές διαφορές). «Αν καί δ έ ν επιβεβαιώνουν τήν αύθεντίαν της Χαλκηδόνος (Δ’ Οίκουμ Συνόδου) καί τών τριών επομένων Συνόδων τίς όποιες η Όρθόδοξος Εκκλησία θεωρεί ως Οίκουμενικές, οί Ανατολικοί Όρθόδοξοι (Μονοφυσίτες) απήντησαν θετικώς είς τήν Όρθόδοξον έρμηνείαν τής διδασκαλίας αυτών των Συνόδων, ή οποία δίδεται έν περιλήψει εις τό κείμενον.
Τοιουτοτρόπως, οί θεολόγοι λέγουν, «καί οί δύο οικογενειες πάντοτε παρέμειναν πιστές είς τήν ίδίαν αύθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν, καί τήν άδιάσπαστον συνέχειαν τής αποστολικής Παραδόσεως, άν καί μπορεί νά έχουν χρησιμοποιήσει Χριστολογικούς όρους κατά διαφορετικούς τρόπους. Ή κοινή πίστις καί συνεχής άφοσίωσις είς την ‘Αποστολικήν Παράδοσιν θά πρέπει νά άποτελή τήν βάσιν τής ενότητας μας και της κοινωνίας μας.
Τέλος… διά νά έξαληφθή «τό τελευταίον έμπόδιον προς πλήρη ενότητα καί κοινωνίαν τών δύο οικογενειών», τό κείμενον συνιστα οί Αρχές των δύο παραδόσεων νά άρουν «τα αναθἐματα και τίς καταδίκες» τών Συνόδων ή των Πατέρων τής άλλης οικογενείας, καί ώς έκ τούτου αναγνωρίζουν ότι όσοι είχαν καταδικασθή κατά τό παρελθόν δέν είναι αιρετικοί.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (4ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

ΠΟΙΟΝ ΤΟ ΠΡΟ ΤΟΥ
ΙΕ’ ΚΑΝΟΝΟΣ, ΤΗΣ Α’ ΚΑΙ
Β’ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ
ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Ως είναι γνωστόν, ό ΙΕ’ Κανών της Α’ και Β’ λεγομένης, Συνόδου, έθεσπίσθη ύπό των 318 Πατέρων της εν λόγω Συνόδου, έν έτει 861 ή κατ’ άλλους 863 μ.Χ. Διά νά έρμηνευθή Όρθοδόξως και από ιστορικής απόψεως τό κείμενον του είρημένου Κανόνος, προβάλλει επιτακτική ή ανάγκη νά έξετάσωμεν έξ επισήμων πηγών πώς οί Πατέρες ημών — κλήρος καί λαός – άντιμετώπιζον τό θλιβερόν δίλημμα: «Τόν γυμνή τή κεφαλή» άναιδώς κηρύττοντα αίρεσιν; Η τάς Γραφάς, τάς Συνόδους καί τους Πατέρας;». Επειδή, κατά παράδοσιν άπαράβατον, ήτο αδύνατον οί Πατέρες τής Συνόδου του έτους 861 μ.Χ. νά έρρύθμιζον τό θέμα αντιθέτως άπ’ ότι κατά Αποστολικήν καί Πατερικήν Παράδοσιν, επί τοσαύτα, έτη, άνευ Κανόνος έφηρμόζετο!
Μύρια παραδείγματα ήδυνάμεθα έξ επισήμων πηγών νά έπικαλεσθώμεν, επειδή μυρίας φοράς πρό του έτους 861 μ.Χ. πρόεδροι τινες τών Εκκλησιών, άναισχύντως, «γυμνή τή κεφαλή» έπ’ Εκκλησίας πλάνας καί αλλόκοτα κηρύγματα έκήρυξαν. Εις αυτά τά Εκκλησιαστικά προηγούμενα, πρέπει νά έρευνήσωμεν πώς ό Όρθόδοξος κλήρος καί λαός διέκειτο. Άφίσταντο τής κοινωνίας του κακοδοξούντος προέδρου καί του μνημόσυνου, πρό Συνοδικής διαγνώμης; «Η έκοινώνουν, έμνημόνευον, καί… άνέμενον καταδίκην, κατά τήν «δυνητικήν» θεωρίαν;
Έκ’τών πολλών Εκκλησιαστικών προηγουμένων εξελέξαμεν τό του Νεστορίου: Άναφέρουσι τά «Πρακτικά τών Οικουμενικών Συνόδων» (Τόμ. Α’ σελίς 537) (κείμενα έπίσήμα καί αδιαφιλονίκητα) ότι: «Επίσκοπος ονόματι Δωρόθεος, τά αυτά φρονών αύτώ (Νεστορίω) άνήρ άχρειοκόλαξ καί προπετής χείλεσι, καθώς γέγραπται· ός έν συνάξει καθεζομένου έπί του θρόνου τής εκκλησίας του τής Κων/ πόλεως Νεστορίου, άναστάς μεγάλη τή φωνή τετόλμηκεν ειπείν· ει τις Θεοτόκον είναι λέγει τήν Μαρίαν, ούτος ανάθέμα έστω. Καί γέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός του λαού, καί εκδρομή· (σ.σ. = έδραμον έξω, έξήλθον του ναού) ού γάρ ήθελον έτι κοινωνείν αύτοίς ταύτα φρονούσιν, ώστε καί νυν άποσυνάκτους είναι τους λαούς τής Κων/πόλεως, πλην ολίγων ελαφρότερων καί τών κολακευόντων αυτόν. Τά μοναστήρια σχεδόν άπαντα, καί οί τούτων άρχιμανδρίται καί τής συγκλήτου πολλοί ού συνάγονται, δεδιότες μή άδικηθώσιν εις τήν πίστιν αύτού καί τών σύν αύτώ, ους άπό άντιοχέων άναβαίνων ήγαγε, πάντων λαλούντων διεστραμμένα…». Καί παρακατιών «Κελεστίνος Πάπας Ρώμης, προς τόν πρόεδρον τής Κων/πόλεως Νεστόριον έπέγραφεν «Φανερώς τοίνυν ίσθι, ταύτην ημών τήν άπόφασιν, ώς εάν μή περί Χριστού του Θεού ημών κηρύξης, άπερ καί ή Ρωμαίων, καί ή Άλεξανδρέων καί πάσα ή Καθολική Εκκλησία έως σου κάλλιστα κατέσχε· καί ταύτην τήν άπιστον καινότητα, ήτις επιχειρεί χωρίζειν άπερ συνάπτει ή αγία Γραφή, εντός δεκάτης ημέρας άριθμουμένης άπό τής ημετέρας ταύτης τής ύπομνήσεως, φανερά καί εγγράφω ομολογία αθέτησης, άπό πάσης κοινωνίας καθολικής Εκκλησίας έκβέβλησαι».
Προς τόν άνεπίσκοπον κλήρον καί λαόν, ό αυτός έγραφεν: «Μή άποκάμητε άνθιστάμενοι· παρέξει εκείνος δύναμιν, ός διά του Αποστόλου ημάς διδάσκων, θέλει τά ημέτερα μέλη, όπλα είναι τής έαυτού δικαιοσύνης· έχετε υποδείγματα τών άγίων, οίτινες ποτέ έσπειραν έν δάκρυσιν, ύστερον δέ έν χαρά θεριούσι». Τό άνήμερον θηρίον του θρόνου τής Κων/πόλεως, Νεστόριος, δέν συνεμορφώθη. ‘Αλλ’ έτι αναισχυντότερον τά κακόφρονα αύτού φρονήματα δεικήρυττε. Κληρικούς καθήρει, λαϊκούς άφώριζεν, πάντα άνθιστάμενον κατεδίωκεν, καί τά πάντα άνω κάτω έποίησεν. Ό κλήρος καί ό λαός τής Κων/πόλεως, ύπό τών Αγίων Κελεστίνου καί Κυρίλλου ούτω παρηγορείτο: Μηδείς κλαύση τά καθ’ υμών έπενεχθέντα, «μηδένα ή Έπίσκοπον ή κληρικόν, ή κατά τι επάγγελμα Χριστιανόν, τών παρά Νεστορίου, ή τών ομοίων τούτου, άφ’ ού τοιαύτα κηρύττειν ήρξατο, ή του ιδίου τόπου, ή τής κοινωνίας άποκινηθέντων, δοκείν άποκεκινήσθαι ή άκοινώνητον γεγενήσθαι· άλλ’ ούτοι πάντες έν τή ημετέρα κοινωνία έγένοντο, (σ.σ. = Κανείς νά μή νομίζη ότι όσοι έχωρίσθησαν τής (έπι)κοινωνίας του Νεστορίου, έγιναν άκοινώνητοι! «Ολοι αυτοί ήλθον εις τήν μεθ’ ημών κοινωνίαν!), καί άχρι του παρόντος είσίν· ότι ούδένα ή καθελείν ή άποκινήσαι ήδύνατο (σ.σ. = διότι όλους αυτούς, ούς καί «καθήρεν» καί έξώρισεν, ούδεμίαν έκ Θεού έξουσίαν καί δύναμιν είχεν νά τό πράξη), ός έν τω κηρύττειν τοιαύτα, άσφαλώς ούχ είστήκει»… (σ.σ. = ούτος, κηρύσσων τοιαύτας πλάνας, δέν ήσθάνετο άσφάλειαν, διό καί μετήλθεν βίαν). «Θεός υμάς ύγιείς φυλάξαι, αδελφοί ποθεινότατοι»(όρα πλείονα αυτόθι, σελ. 542, 544).
Έκ τών ανωτέρω αποσπασμάτων, ηλίου φαεινότερον άποδεικνύεται ότι, ει καί ό Νεστόριος αυτοπροσώπως καί δημοσία τήν κραυγήν κατά τής Θεοτόκου ούκ έξεφώνησεν, άλλα διά τό συλλειτουργήσαι μετά του βλασφήμου προπετούς Δωροθέου, παραυτίκα, κλήρος καί λαός άπ’ αύτού έχωρίσθη, πρό Συνοδικής διαγνώσεως καί καταδίκης αύτού.
Επίσης, άξιον παρατηρήσεως εϊναι τό γεγονός ότι καί αυτός ούτος ό δογματικός όρος, ει καί ώμολογείτο, δέν είχεν δογματισθή δι’ επισήμου Συνοδικής Αποφάσεως! Τέλος, ούτε ρητή διάταξις Κανόνος διέτασσεν τήν διάστασιν κλήρου καί λαού άπό του κακοδοξήσαντος προέδρου, άλλα πανάρχαια έθη καί Παραδόσεις, τόν χωρισμόν σιωπηρώς έπέβαλλον!
Αμέσως, λέγει, αμα τή εκφωνήσει του βλασφήμου ρήματος, «κραυγή γέγονε» καί του επισκόπου κλήρος καί λαός διέστη. (= Έχώρισαν άπό τόν έπίσκοπον. Αμέσως!). ‘Έτσι κρατήθηκε ή Όρθοδοξία, τόσους αιώνας! «Αν ήσαν οί παλαιοί όπως οί σημερινοί «ευλαβέστατοι» καί κανονολόγοι, ούτε πενήντα χρόνια δέν θά ήτο η ζωή τής Όρθοδοξίας!…
Που είναι οί εύρεσιολόγοι τής ερμηνείας οτι απαιτείται καταδίκη τοϋ προέδρου, ίνα κλήρος καί λαός άποστή τής κοινωνίας καί του μνημόσυνου αύτού; Πρόδηλος ή πλάνη των. «Εμεινον – λέγει – μετ’ αύτού, του Νεστορίου, ολίγοι, «έκ τών ελαφρότερων καί τών κολακευόντων αυτόν». Ούτοι είναι οί πατέρες τών σημερινών κανονολόγων! Οί όποιοι τήν «δυνητικήν» έρμηνεία του ‘Ιερού Κανόνος κηρύσσουν.
Ό κακόφρων Νεστόριος, τής ασεβείας τό όργανον, έδίωκεν, άφώριζεν, καθήρει, έξώριζεν, πολυμερώς καί πολυτρόπως τους κεχωρισμένους άπ’ αύτού Όρθοδόξους έθλιβεν. «Ισχυσεν; Ουδαμώς! Οί άνθιστάμενοι δέν άπέκαμον, ύπό δέ τής Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, άπό στόματος Θεού έδικαιώθησαν. Καί ύφ’ ημών ύμνοις καί έγκωμίοις γεραίρονται, άλλοι μέν ώς Όμολογηταί, άλλοι δέ ώς Μάρτυρες. Ό δέ δυσσεβής Νεστόριος καί οί μετ’ αύτού παραμείναντες, επώνυμοι καί ανώνυμοι, τώ αίωνίω άναθέματι καθυπεβλήθησαν.
«Ετερον: Ή αίρεσις τών άρειανών, προστατευόμενη ύπό τής πολιτικής εξουσίας, έν Κων/πόλει, προεχείριζεν δυσσεβεϊς ποιμένας εις τήν Έκκλησίαν τής Κων/πόλεως. Τό έτος 379, ό «Αγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ό μετά τόν Άπόστολον Ίωάννην τήν έπωνυμίαν τής Θεολογίας επαξίως λαβών, ήλθεν εις Κων/πολιν, πλην, ένα μόνον μικρόν Ναόν είχον οι έκεί ‘Ορθόδοξοι, τόν έπ’ ονόματι τής Αγίας Αναστασίας, καί αυτός άπλούς καί αθέατος. «Ολους τους άλλους ναούς κατεϊχον οί Άρειανοί, τή άνόμω συμφωνία υπηρετούντες. Έδίωκον, έφυλάκιζον, έτυράννουν, έφόνευον τους της κοινωνίας αυτών κεχωρισμένους ‘Ορθοδόξους. Ίδού, πώς ό Άγιος Γρηγόριος περιγράφει τών Όρθοδόξων τήν κατάστασιν, δηλαδή, τών μή ύποκυψάντων εις τήν άνομον συμφωνίαν (τών άρειανών ποιμένων καί άρειανών πολιτικών άρχόντων), εις τόν συνακτήριον αύτού λόγον έν τή Β’ Οικουμενική Συνόδω:
«Τούτο τό ποίμνιον ήν, ότε μικρόν τε καί ατελές ήν, όσον έπί τοις όρωμένοις, καί ουδέ ποίμνιον, άλλα ποίμνης τι μικρόν ίχνος, ή λείψανον, άσύντακτον καί άνεπίσκοπον καί αόριστον, μήτε νομήν έλευθέραν έχον, μήτε μάνδρα περιεχόμενον, πλανώμενον έν όρεσι καί σπηλαίοις καί ταίς όπαίς τής γής, άλλο άλλαχού διεσπαρμένόν τε, καί διερρηγμένον, ώς έκαστον έτυχε, σκεπτόμενον, ή νεμόμενον καί διακλέπτον τήν έαυτού σωτηρίαν· οίον έκείνο τό ποίμνιον ο λέοντες έξώσαν, ή ζάλη διέλυσεν, ή σκοτόμαινα διεσκέδασεν· ο θρηνούσι μέν προφήται, τοις του Ισραήλ άπεικάζοντες πάθεσι, παραδεδομένου τοις έθνεσιν. Έθρηνήσαμεν δέ καί ήμείς, έφ’ όσον θρήνων έπράττομεν άξια. Τώ όντι γάρ και ημείς έξώσθημεν καί άπερρίφημεν, έπί πάν όρος καί βουνόν διεσπάρημεν, ώς έν έρημία ποιμένος· καί πονηρός τις χειμών κατέσχε τήν Έκκλησίαν, καί δεινοί θήρες έπιπεπτώκασιν, οί μηδέν νύν, μετά τήν αιθρίαν, ημών φειδόμενοι, άλλ’ άναισχυντούντες είναι καί του καιρού δυνατώτεροι».
Ή παραστατικωτάτη αυτή περιγραφή του «μικρού ποιμνίου», όπερ έμακάρισεν ό Κύριος (Λουκ. ΙΒ’, 32), έναργώς ιαριστά καί εκφράζει καλώς τά πράγματα, οσάκις θήρες (= θηρία) ώς ποιμένες, εφορμήσουν έπί τους προεδρικούς θρόνους, συμμαχούντες μετά τών του καιρού δυνατών, τας αιρετικάς αυτών διδασκαλίας διά παντός αχρείου μέσου ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ, τήν δέ Έκκλησίαν του Χριστού εις τάς ερήμους περιορίζουν.
Τούτο μυριάκις έπισυνέβη εις τήν Έκκλησιαστικήν Ιστορίαν! Επομένως, αί διατυμπανιζόμεναι σοφιστικαί έρμηνείαι «μετά Συνοδικήν κρίσιν» καί ή τής «δυνητικής επιλογής», ΔΗΘΕΝ «μόνον ίνα μή ή διοικητική εξάρτησις χαλαρωθή, πράγμα… ψυχοφθόρον», εϊναι αυτόχρημα απάτη καί σοφιστική έπινόησις! Άλλοίμονον έάν ή διοικητική καί μόνον έξάρτησις έξησφάλιζε τήν σωτηρίαν τών πιστών, καί ουχί ή ουσιαστική, ήτοι ή κοινωνία μετά τής Αληθείας! Τότε καί τό ποίμνιον του Αγίου Γρηγορίου, τό οποίον πρό Συνοδικής κρίσεως, τής ανόμου κοινωνίας τών λυκοποιμενων διέστη, καί ήτο «άνεπίσκοπον», «αόριστον», «άσύντακτον» … ήτο εκτός Εκκλησίας;;; Καί ο Άγιος Γρηγόριος, καί αυτός ήτο εκτός Εκκλησίας καί άνίερος;;; Ώς μή ανήκων εις τό διοικητικώς ώργανωμένον πατριαρχικόν συγκρότημα τών άρειανών;;;… Τότε καί αί «Αγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι καί αί Τοπικαί, αί όποίαι του «μικρού ποιμνίου» τήν Όρθόδοξον Πίστιν καί στάσιν έβράβευσαν, έπλανήθησαν;;; Εις τοιαύτα βλάσφημα συμπεράσματα καί πορίσματα καταλήγουν, εξεταζόμενα επιμελώς, τά τών «νέων» «Ζωναράδων» πονηρά καί δυσσεβή επινοήματα.
«Αλλο: Ό Αυτοκράτωρ Ηράκλειος, Όρθόδοξος ων, κρίμασιν οίς ό Θεός οίδεν, παρεσύρθη ύπό του Αθανασίου, πατριάρχου τών Ιακωβιτών, εις τήν αίρεσιν του μονοθελητισμού. Ούτος, συνεννοηθείς μετά του πατριάρχου Σεργίου, έξέδωκεν τήν αίρετικήν «έκθεσιν», τήν οποίαν υπέγραψαν καί τά πέντε αρχαία τής Όρθοδοξίας Πατριαρχεία: Ρώμης, Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων! Καί ούτω, άπασα ή Οίκουμένη, ανατολή καί δύσις, κατεπόθη ύπό τής αίρέσεως του μονοθελητισμού! Μοναδικός στύλος καί εκδικητής τής Όρθοδόξου Πίστεως, κατελείφθη ό Άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής καί οί δύο μαθηταί αύτού! Άνατολήν καί δύσιν περιήρχετο, ώς ύπόπτερος αετός, ίνα άφυπνήση τάς καλοπροαίρετους ψυχάς προς διάσπασιν τής άνομου συμφωνίας. Ό άγιος βίος του εξιστορεί τους κόπους, τάς διώξεις, τά μαρτύρια, τάς συκοφαντίας, τους χλευασμούς καί τάς άλλας κατηγορίας, τάς οποίας υπέστη μόνος, μονώτατος, κεχωρισμένος άπό όλας τάς Εκκλησίας καί τών πέντε πατριαρχείων, πρό «συνοδικής διαγνώσεως» καί κατακρίσεως τής αίρέσεως τοϋ μονοθελητισμού. Σοφός καί τών σοφών σοφότερος! Άλλα δέν έπενόησεν «δυνητικήν» έρμηνείαν. Διότι, τότε, δέν θά υπήρχε Όρθοδοξία σήμερον!… Αυτός καί ή Αλήθεια! Άλλ’ όμως, ένίκησεν! Έγραφεν ό άοίδιμος προς τόν μονάζοντα Άναστάσιον, ότι ό πατριάρχης Κων/πόλεως Πέτρος τόν έκάλεσε έν τοις Πατριαρχείοις καί του είπεν: «Ποίας Εκκλησίας εί; Βυζαντίου; Ρώμης; Αντιοχείας; Αλεξανδρείας; Ιεροσολύμων; Ιδού, πάσαι μετά τών ύπ’ αύταίς επαρχιών ηνώθησαν ει τοίνυν ει τής καθολικής Εκκλησίας, ένώθητι, μήπως ξένην όδόν τώ βίω καινοτόμων, πάθης όπερ ού προσδοκάς». Προς όν άπεκρίθην «Καθολικήν Έκκλησίαν τήν όρθήν καί σωτήριον τής εις αυτόν πίστεως, όμολογίαν Πέτρου μακαρίσας, έφ’ οίς αυτόν καλώς ώμολόγησεν, ό τών όλων είναι Θεός άπεφήνατο. Πλην μάθω τήν όμολογίαν έφ’ ήν πασών τών Εκκλησιών γέγονεν ένωσις· καί τών γενομένων καλώς, ούκ άλλοτριούμαι». Τί μετά ταύτα; Ή ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος, συνελθούσα έν έτει 680 μ.Χ., τόν μέν «Αγιον Μάξιμον έμακάρισεν, τους δέ λυμεώνας τής παρανόμου συμφωνίας, τώ αίωνίω άναθέματι ούτω καθυπέβαλεν: «Σεργίω και Όνωρίω ανάθεμα, Πύρρω καί Παύλω ανάθεμα: Κύρω καί Πέτρω (σ.σ. τώ μετά του Αγίου τ’ ανωτέρω λαλήσαντι) άνάθεμα, Μακαρίω Στεφάνω καί Πολυχρονίω ανάθεμα. «Ολοις τοις αίρετικοίς ανάθεμα. Τοις κηρύξασι καί κηρύττουσι καί μέλλουσι διδάσκειν έν θέλημα, μίαν ένέργειαν έπί τής ένσάρκου οικονομίας Χριστού του Θεού ημών, ανάθεμα»(«Πρακτ. Οικουμέν. Συνόδου» έκδ. Άγ. «Ορους, Τόμος Γ’, σελίς 656).
Ωσαύτως: Έν έτει 754, συνήλθον εις τόν Ιερόν Ναόν τών Βλαχερνών, ούτε είς, ούτε δύο, άλλα 338 «επίσκοποι»! Ούτοι άνεβίβασαν είς τόν άμβωνα… τόν Κοπρώνυμον, όστις, κρατών τής χειρός του Κων/νου πατριάρχου Κων/πόλεως καί τά Τίμια Ξύλα, άνεθεμάτισεν όλους τους προσκυνοϋντας τάς Αγίας Εικόνας! Επωνύμως άνεθεμάτισεν τους Αγίους Γερμανόν, Δαμασκηνόν Ίωάννην, Γεώργιον Κύπριον καί, γενικώς όλους τους υπερμάχους τών Αγίων Εικόνων, άποκαλών αυτούς ξυλοπίστους καί δαιμονολάτρας.
Ή δυσσεβής καί άνομος αυτή συμφωνία τών λυκοποιμένων, κατετάραξεν τήν Έκκλησίαν του Χριστού εκατόν είκοσι περίπου έτη. Οί Όρθόδοξοι άπερράγησαν (έχωρίσθησαν) τής κοινωνίας καί του μνημόσυνου τών εικονομάχων, προ τής «συνοδικής διαγνώσεως» καί κατακρίσεως τής αίρέσεως. Δέν έπενόησαν όδόν συμβιβασμού «δυνητικής» ερμηνείας! Άλλ’ ύπομείναντες πάνδεινα μαρτύρια καί τάς λοιπάς τών αιρετικών διώξεις, κεχωρισμένοι, ήξιώθησαν τής Ουρανίου Βασιλείας καί διέσωσαν καί τήν Όρθοδοξίαν έως ημών, ή οποία, διά «δυνητικής» μεθόδου … δέν διασώζεται! Ύφ’ ημών δέ, ύμνοις καί έγκωμίοις γεραίρονται! Ένώ οί έργάται τής παρανόμου συμφωνίας, ύπό τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου τώ αίωνίω άναθέματι καθυπεβλήθησαν.
Οι Συνοδικοί Πατέρες τής Α’ καί Β’ λεγομένης, Συνόδου, τήν δουλείαν αυτήν τών παναρχαίων έθών περί κοινωνίας καί μνημόσυνου, άπαραχαράκτως, εις τους ύπ’ αριθ. 13-14-15 Κανόνας, έθέσπισαν. Έν άλλοις, ώς συνήθως συμβαίνει έν ταίς Συνόδοις, ό,τι έθιμικώς καί παραδοσιακώς ίσχυεν και έφηρμόζετο, αί «Αγ. Σύνοδοι άκαινοτομήτως έβεβαίωνον και ώριζον, προς άσφαλεστέραν, είρηνικωτέραν καί καθαρωτέραν πορείαν τών έπιγενωμένων, επομένως, πάν άνεπικύρωτον ύπό τής Ιστορίας, πρωτόγνωρον καί νέον επινόημα, είναι πονηρόν καί δυσσεβές!

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝ ΤΑ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ!!!

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Δυστυχώς, οι »συντηρητικοί» εξ΄ Ορθοδόξων και παλαιότερα αλλά και τώρα προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις των Οικουμενιστών Επισκόπων με αποτέλεσμα η Παναίρεση του Οικουμενισμού να συνεχίζει ανενόχλητη την διάβρωση των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Αφορμή δια την ανάρτησή μας εστάθη ενα δημοσίευμα το οποίοι δικαιολογεί την στάση των Ορθοδόξων δια το Μπαλαμάντ του Λιβάνου του έτους 1993.

Λέγουν οι ίδιοι

«Η Εκκλησία ΔΕΝ δέχθηκε τη συμφωνία του Μπαλαμάντ.


Ούτε η Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε η Εκκλησία της Κύπρου δέχθηκαν την προδοτική αυτή συμφωνία. Πλείστες Ορθόδοξες Εκκλησίες ούτε καν εκπροσωπήθηκαν στο Μπαλαμάντ.

 


 

Ελάχιστες Εκκλησίες τη δέχθηκαν και ορισμένες που καταρχήν την δέχτηκαν – όπως οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας της Κύπρου – ανεκάλεσαν την υπογραφή τους εξαιτίας της άρνησης της Ιεράς Συνόδου να δεχτεί τη συμφωνία του Μπαλαμάντ ως έγκυρη. Ο ένας μάλιστα εξ αυτών – ο Μητροπολίτης Κυρηνείας κ. Παύλος – ανεκάλεσε δημόσια την υπογραφή του.

 


 

Ακριβώς επειδή οι πλείστες Ορθόδοξες Εκκλησίες ΔΕΝ έστειλαν καν αντιπροσώπους στο Μπαλαμάντ και άλλες ανεκάλεσαν την υπογραφή τους ο Παναγιότατος αναγκάστηκε – παρά τις προσωπικές του επιλογές -, να αναδιπλωθεί και να δηλώσει ότι η συμφωνία στάληκε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες για προβληματισμό.!!!

 


 

Επομένως πώς η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχτηκε τη συμφωνία;»

Τούτη η απάντηση βεβαίως τρόπον τίνα είναι τέχνασμα το οποίο αποκρύπτει την αλήθεια.
Λησμονείτε ότι την προδοτική συμφωνία εις το Μπαλαμάντ την υπέγραψαν εκπρόσωποι εννέα Ορθοδόξων Εκκλησιών; Μήπως δεν έχουν κανονική επικοινωνία (εκκλησιαστικό μνημόσυνο) μαζί τους οι υπόλοιπες Εκκλησίες οι οποίες είτε δεν συμμετείχαν είτε δεν υπέγραψαν τούτη την συμφωνία;;
Λησμονείτε την Συνοδική αναγνώριση των Μονοφυσιτών εις το Σαμπεζύ της Ελβετίας;; τις ενωτικές αποφάσεις των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας με τους Μονοφυσίτες;
Λησμονείτε ότι εις το Freising της Γερμανίας υπογράφτηκε ένωση με τους Προτεστάντες, (EKD), απο τον Γερμανίας Αυγουστίνο σχετικά με το βάπτισμα και την αποστολική διαδοχή, αναγνωρίζοντάς τους και βάπτισμα και αποστολική διαδοχή; και άλλα πολλά τα οποία κατά καιρούς δημοσιεύθηκαν εις τον Τύπο;
Εσείς αναμένετε μια υπογραφή ή ακόμη το λεγόμενο »Κοινό Ποτήριο» όταν ήδη εδω και αρκετά χρόνια υπάρχει θεσμική θεολογική και εκκλησιαστική εκτροπή ολόκληρων Πατριαρχείων και Τοπικών Εκκλησιών;;
Ποιά διακήρυξη χρειάζεται, εκτός απο τις επίσημες συμφωνίες αναγνώρισης των αιρετικών, που είναι γεγονός, αφού έχουμε γυμνή τη κεφαλή επαναλαμβανόμενες, δημόσιες πασίδηλες και προφανείς διακηρύξεις, που μετουσιώνονται σε αδιαμφισβήτητη πράξη με την κοινή λατρεία και την συμπροσευχή;
Τι είναι προτιμότερο; η θεωρητική αναγνώριση με κάποια υπογραφή, ή Η ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ ΣΕ ΠΡΑΞΗ όπως σε δοξολογίες, εσπερινούς, όρθρους, αρτοκλασίες, κοινά μυστήρια, ουνιτικών συλλειτούργων και διακοινωνίας με τους Λατίνους, τους Προτεστάντες και τους Μονοφυσίτες, συμπροσευχές κ.λπ;

Δια το θέμα του Μπαλαμάντ του Λιβάνου θα δημοσίευσουμε μια υπέροχη πραγματεία του Ιωάννη Ρωμανίδη η οποία αναλύει το ζήτημα της προδοτικής συμφωνίας του Λιβάνου.
Θα επανέλθουμε με την ανάλυση της ενώσεως των Ορθοδόξων μετά των Μονοφυσιτών εις το Σαμπεζύ της Ελβετίας.

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΒΑΤΙΚΑΝΙΟΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΕΡΙ ΟΥΝΙΑΣ

Μπαλαμάντ, Λίβανος, Ιούλιος 1993

Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

1) Εκπρόσωποι εννέα Ορθοδόξων Εκκλησιών και του Βατικανού συνέταξαν και υπέγραψαν μέσω του προεδρείου αμφοτέρων των πλευρών [ 2 ] συμφωνίαν η οποία εμπεριέχεται σέ έγγραφον με τίτλον «ΟΥΝΙΤΙΣΜΟΣ, ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ, Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΔΙΑ ΠΛΗΡΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.» Φαίνεται το εν λόγω κείμενον συνετάγη από μίαν υποεπιτροπήν.

2) Η Εκκλησία της Ελλάδος και άλλες τρείς Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έστειλαν εκπροσώπους. Μποϋκοτάρανε την συνάντησιν αυτήν εις διαμαρτυρίαν κατά του Βατικανού δια την ευθύνην του δια την διάλυσιν της Γιουγκοσλαυίας και τον πόλεμον στην Βοσνίαν μεταξύ Σέρβων, Κροατών και Μουσουλμάνων και άλλων αντιορθοδόξων ενεργειών του εις άλλα μέρη της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Μερικές Ορθόδοξες Εκκλησίες έφθασαν να καταλάβουν το σχέδιον ή την τακτικήν αιώνων του Βατικανού της σχεδιασμένης εναλλαγής μεταξύ συγχρόνου επιθετικού πολέμου και διπλωματικού διαλόγου. Την τακτικήν αυτήν μεταμόρφωσαν φαινομενικά κατά την δεκαετίαν του 1960 εις επιθέσεις αγάπης και διαλόγου και στην πραγματικότητα σέ «επιθέσεις από τα νώτα.»

3) Κλασσικό παράδειγμα από την προηγουμένην τακτικήν ήτο ο διάλογος μεταξύ Φραγκο-Λατίνων και Ρωμαίων Ορθοδόξων εις το Μπάρι της Ιταλίας το 1098. Οι Φραγκο-Λατίνοι είχαν μόλις ολοκληρώσει την εκδίωξιν των Ρωμαίων Ορθοδόξων από το Πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης το 1009-12 όταν επέβαλαν αιρετικούς Ρωμαίους Πάπας τους οποίους τελικά και δια πάντα αντικατέστησαν με Φραγκο-Λατίνους το 1046. Ενώ οι Νορμανδοί Φράγκοι έδιωχναν τον Ρωμαϊκόν μας στρατόν από την Κάτω Ιταλίαν και βοηθούσαν τους Τοσκανο-Φράγκους και τους Λογγοβάρδους να αρπάξουν τον Φραγκο-Λατινικόν πλέον Παπικόν Θρόνον από τους Φράγκους αυτοκράτορας της Φραγκονίας, ο Δούξ τους, ο Γουίλιαμ της Νορμανδίας, εισέβαλε και κατέκτησε την Αγγλίαν με την ευλογίαν του Φράγκου πάπα Αλεξάνδρου Β’ το 1066. Εγκατέστησε τον Λογγοβάρδον φίλον του Lanfranc και διδάσκαλον του πάπα ως πρώτον μη Ρωμαίον/Σάξωνα Αρχιεπίσκοπον Κανταβουρίας το 1070 και μαζί αντικατέστησαν όλους τους Ορθοδόξους επισκόπους με Φραγκο-Λατίνους. Όλοι οι επίσκοποι και ηγούμενοι καθηρέθησαν εν σώματι [ 3 ] και κατεδικάσθησαν εις φυλάκισιν όπου απέθαναν από βασανιστήρια και πείναν. [ 4 ] Τους Φραγκο-Λατίνους επισκόπους και ηγουμένους εσκότωνε ο λαός δεδομένων ευκαιριών. [ 5 ] Οι Σάξωνες και Κέλτες εόρτασαν τον Θάνατον του Lanfranc το 1089 με την τρίτην και σοβαροτέραν επανάστασιν κατά των Φραγκο-Λατίνων. [ 6 ] Ο διάδοχος του Λάνφραγκ το 1093 ήτο ο Λογγοβάρδος Άνσελμος ο οποίος ήτο ο κύριος εκπρόσωπος των απόψεων των Φραγκο-Λατίνων εις τον προμνημονευθείσαν συνάντησιν διαλόγου εις το Μπάρι το 1098.

4) Αυτού του είδους μεταρρυθμίσεις μέσου στρατιωτικής ισχύος έγιναν σταυροφορίαι εις την Δύσιν και την Ανατολήν. Εν καιρώ επροκάλεσαν την επανάστασιν των Προτεσταντών και συνήντησαν ουδεμίαν επιτυχίαν εις τους Ανατολικούς Ρωμαίους, αλλά αρκετήν μεταξύ των Σλαύων και Αραβοφώνων Ρωμαίων μέσω της απάτης της Ουνίας.

5) Μη δυνάμενο πλέον να χρησιμοποιήση τον τύπον τούτον της Δυτικής μεσαιωνικής στρατιωτικής δυνάμεώς του, την οποίαν χρησιμοποιούσε ανοικτά ακόμη μέχρι την Γαλλικήν Επανάστασιν, και με την ουσιαστικήν αποτυχίαν της Ουνίας, έμαθε το Βατικανό κατά τα μέσα του αιώνος τούτου να επιτίθεται δημοσίως δια της «αγάπης» και του «διαλόγου,» αλλά στην πραγματικότητα «δι’ επιθέσεως από τα νώτα.» Έτσι η ειλικρίνειά του στην δημοσίαν αγάπην και στον δημόσιον διάλογόν του, τα οποία του επεβλήθηκαν από την σύγχρονον εξάπλωσιν της δημοκρατίας, χρειάζεται πολύ περισσότερες αποδείξεις δια να γίνη πιστευτή.

ΙΙ. Το λεγόμενο Σχίσμα

6) Όπισθεν της εν λόγω συμφωνίας είναι οι Λατίνοι σπεσιαλίστες εξοικειωμένοι με την σύγχρονον έρευναν επί της στρατιωτικής, πολιτικής και κοινωνικής φύσεως του Φραγκικού σχίσματος από τους Ρωμαίους Δύσεως και Ανατολής, το οποίον οι Φράγκοι και οι σύμμαχοί τους εσκεμμένως προεκάλεσαν. Το δόγμα έπαιξε το ρόλο του κυρίου Φραγκο-Λατινικού όπλου κατά των Ανατολικών Ρωμαίων, οι οποίοι είχαν προκαλέσει επαναστάσεις μεταξύ των υποδούλων Δυτικών Ρωμαίων εναντίον των Τευτόνων κατακτητών τους. Φυσικά στους Λατίνους της συναντήσεως αυτής στο Μπαλαμάντ δεν συνέφερε να θίξουν αυτού του είδους την έρευνα.

7) Αγνοώντας τα παραπάνω, οι Ορθόδοξοι στο Μπαλαμάντ διευκόλυναν τους Λατίνους με την αποδοχήν τους ως των ιστορικών πλαισίων του σχίσματος την περί αυτού Φραγκο-Λατινικήν προπαγάνδαν με ένα σχεδόν Ορθόδοξον περιεχόμενον, ένας συνδυασμός που κυριαρχεί στους Ορθοδόξους εδώ και πολλά χρόνια από τότε που έγιναν θύματα των μεταρυθμίσεων του Πέτρου του Μεγάλου και των ετεροδόξων πανεπιστημίων όπου εσπούδασαν.

8) Έτσι η εν λόγω συμφωνία παρακάμπτει τας συνεπείας του γεγονότος ότι από τον 7ον αιώνα οι Φραγκο-Λατίνοι επίσκοποι συνήθιζαν κατά τρόπον μαγικόν να λαμβάνουν την αποστολικήν τους διαδοχήν μέσω της εξοντώσεως των Ρωμαίων, Κελτών και Σαξώνων προκατόχων τους, όπως μόλις είδαμεν, και μεταβάλλοντες το κάθε κατακτημένον ποίμνιον στους δουλοπαροίκους του Φραγκο-Λατινικού Φεουδαλισμού. Αυτό δεν συνέβη μόνον στην Γαλλίαν και στην Αγγλίαν, αλλά και επίσης εις άλλας επαρχίας της Φραγκίας, όπως στην Γερμανίαν και στην Ιταλίαν. Μάλιστα το ίδιο έγινε στην Ισπανίαν και την Πορτογαλίαν όταν οι Γότθοι τας ξανακατέκτησαν από τους Άραβες και συγχρόνως ξανασκλάβωσαν τους εκεί Ρωμαίους. Από Αραβικήν πηγήν του 11ου αιώνος γνωρίζουμεν ότι κατά τα χρόνια της Αραβοκρατίας οι Ισπανοί Ρωμαίοι ανήκαν στην Ορθοδοξίαν του Αυτοκράτορος της Κων/πόλεως. Δηλαδή οι επανακτήσαντες την Ισπανίαν Γότθοι εξόντωσαν τους Ρωμαίους εκκλησιαστικούς ηγέτας ως αιρετικούς κατά την λεγομένην σήμερον Ισπανικήν, αλλά στην πραγματικότητα Γοτθικήν, Ιεράν Εξέτασιν. Το ότι οι επί αιρέσει εκτελεσθέντες δήθεν αιρετικοί Χριστιανοί ηγέτες ακήκαν στην ομολογίαν πίστεως του Βασιλέως των Ρωμαίων της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης γνωρίζομεν από τον εξισλαμισθέντα Ισπανόν Ρωμαίον ιστορικόν Abu Muhammad Ali Bin Ahmad Bin Said. [ 7 ] Σημασίαν μάλιστα έχει το γεγονός ότι ο Ibn Hazm έζησε από το 994 μέχρι το 1064. Έδρασε επομένως ακριβώς κατά τα χρόνια όταν πρώτα οι Γερμανο-Φράγκοι και εν συνεχεία οι Τοσκανο-Φράγκοι και οι Λογγοβάρδοι, με την βοήθειαν των Νορμανδών, ανέτρεψαν την Ορθοδοξίαν και την Ρωμαϊκότητα του Πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Προφανώς προέβλεψαν μαζί η Αραβική και η Ρωμαϊκή ηγεσία να ευρίσκωνται οι Ρωμαίοι Ορθόδοξοι εντός της Ισπανίας των Ουμμαδάδων και εντός της Αυτοκρατορίας των Αββασίδων από την Μαυριτανίαν μέχρι την Μέσην Ανατολήν κατ’ ευθείαν κάτω από την εθναρχικήν και την εκκλησιαστικήν προστασίαν της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης όπως μαρτυρεί ο προειρημένος ιστορικός. [ 8 ] Μάλιστα ο ιστορικός Ibn Khaldoun (1332-1406) μας πληροφορεί ότι οι Νουμίδιοι, δηλαδή Βερβερίνοι, της Βορείο-Δυτικής Αφρικής εξισλαμίσθηκαν πολλές φορές.

9) Την γέννησιν του Φραγκικού Πολιτισμού περιγράφει εις επιστολήν του ο Άγιος Βονιφάτιος προς τον Πάπα της Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus [ 9 ]) το 741. Οι Φράγκοι είχον απαλλάξει την Εκκλησίαν της Φραγκίας από όλους τους Ρωμαίους επισκόπους και είχον αυτοκατασταθή επίσκοποι και κληρικοί διοικηταί της. Ήρπασαν την περιουσίαν της Εκκλησίας και την εχώρισαν εις τιμάρια, των οποίων την επικαρπίαν διένειμαν ως Φέουδα, συμφώνως προς τον βαθμόν που κατείχε έκαστος εις την πυραμίδα της στρατιωτικής φεουδαρχικής ιεραρχίας. Αυτοί οι Φράγκοι επίσκοποι δεν είχον Αρχιεπίσκοπον και δεν είχον συνέλθει εις σύνοδον επί 80 χρόνια. Συνήρχοντο δια τα εθνικοεκκλησιαστικά θέματα μαζί με τους βασιλείς και λοιπούς συναδέλφους οπλαρχηγούς. Κατά τον Άγιον Βονιφάτιον, ήσαν «αδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί και μέθυσοι κληρικοί, οι οποίοι μάχονται εις τον στρατόν με πλήρη πολεμικήν εξάρτησιν και με τας χείρας των σφάζουν χριστιανούς και ειδωλολάτρας.» [ 10 ]

10) Μόλις πενηντατρία χρόνια αργότερα οι διάδοχοι αυτών των αγραμμάτων βαρβάρων προσέθεσαν το Filioque εις το Σύμβολον της Πίστεως και κατεδίκασαν την Ανατολικήν Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν ως αιρετικήν και «Γραικικήν,» εις τας Συνόδους των της Φραγκφούρτης το 794 περί εικόνων και της Ακυϊσγράνου το 809 περί της προσθήκης του Filioque εις το Σύμβολον της Πίστεως της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, και εις εποχήν μάλιστα που δεν εγνώριζον ούτε ένα Πατέρα Οικουμενικής Συνόδου. Επί 215 χρόνια, από το 794 μέρχι το 1012 οι Ρωμαίοι Ορθόδοξοι Πάπαι ηρνήθησαν να υποταχθούν εις τους Φράγκους κυρίους τους εις τα θέματα του Filioque και των εικόνων. Ο τελευταίος Ορθόδοξος Ρωμαίος Πάπας που μνημονεύεται στα δίπτυχα των υπολοίπων τεσσάρων Ρωμαίων Πατριαρχείων είναι ο Ιωάννης ΙΗ’ (1003-1009) και ο πρώτος αιρετικός Ρωμαίος Πάπας που εξέπεσε από τα δίπτυχα, αφού προσέθεσε το Filioque στην ομολογίαν πίστεώς του, ήτο ο Σέργιος Δ (1009-1012), δηλαδή 42 χρόνια πρίν από το λεγόμενον σχίσμα του 1054.

11) Δηλαδή έχομεν τρία στάδια αυτού του σχίσματος. 1) Πρώτα έχομεν σχίσμα μεταξύ όλων των Ρωμαίων και των Φράγκων που ουσιαστικά αρχίζει το 794 με [none1]καθυστέρησιν της καταδίκης των αιρετικών Φράγκων δια 85 χρόνια. Τούτο έγινε τελικά στην Η’ Οικουμενικήν Σύνοδον υπό την ηγεσίαν του Πάπα της Ρώμης Ιωάννου Η’ (872-882) και του Πατριάρχου της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλου Φωτίου (858-867, 877-886) το 879. Εις την Σύνοδον αυτήν οι καταδικασθέντες αιρετικοί δεν κατονομάζονται από φόβον αντιποίνων κατά των υποδούλων εις τους Φράγκους Δυτικών Ρωμαίων. 2) Μετά έχομεν σχίσμα κατά διαλλείματα μεταξύ αιρετικών Φραγκο-Λατίνων Παπών (983-984, 996-1000, 999-1003), τους οποίους επέβαλαν Φράγκοι-Λατίνοι Αυτοκράτορες, και των τεσσάρων Ρωμαίων Πατριαρχών με Ορθοδόξους στα ενδιάμεσα το 985-996, 997-998, 1003 και 1003-1009. 3) Εν συνεχεία έχομεν δια πρώτην φορά σχίσμα μεταξύ αιρετικών Ρωμαίων παπών, τους οποίους επέβαλαν Φραγκο-Λατίνοι Αυτοκράτορες, και των τεσσάρων Ορθοδόξων Πατριαρχείων από το 1009 μέχρι το 1046. 4) Εν συνεχεία έχομεν σχίσμα μεταξύ αιρετικών Φραγκο-Λατίνων Παπών και των τεσσάρων Ρωμαίων Πατριαρχών μέχρι που το 1054 έγινε μία σφορδή εκδήλωσις ενός ήδη υπάρχοντος σχίσματος 300 ετών μεταξύ αιρετικών Φράγκων και Ορθοδόξων Ρωμαίων. Τούτο διατί οι Φραγκο-Λατίνοι απλούστατα ουδέποτε στα 300 χρόνια αυτά υπαναχώρησαν από την θέσιν τους ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι είναι «Γραικοί» και «αιρετικοί.» Ναι μεν δέχθηκαν την Ζ’ Οικουμενικήν Σύνοδον τυπικά τον 12ον αιώνα, αλλά έμειναν ανένδοτοι στο Filioque και εις τας αιρέσεις του Αυγουστίνου, που προσπάθησε να εισαγάγει στην Ανατολήν ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός, και που κατεδικάσθηκαν στην Θ’ Οικουμενικήν Σύνοδον της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης το 1341.

12) Είναι απόλυτα ανάγκη να γίνη κατανοητόν ότι οι Φραγκο-Λατίνοι ήταν υποχρεωμένοι να αμυνθούν δογματικά κατά του μεγαλυτέρου εθνικού τους κινδύνου που διέτρεχαν από τους υποδούλους τους Ρωμαίους. Δια τούτο δεν ημπορούσαν παρά να επιμείνουν τουλάχιστον στο Filioque τους δια να διατηρήσουν τον μύθόν τους ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι είναι «Γραικοί» και «αιρετικοί.» Οι Φράγκοι κατ’ ουδένα τρόπον θα επέτρεπαν εις τους Ρωμαίους δουλοπαροίκους τους να ενθυμηθούν και να καταλάβουν ότι υπάρχουν ακόμη Ρωμαίοι Ορθόδοξοι και Ρωμανία στην Ανατολήν. Δια λόγους καθαρά αμυντικούς οι Φραγκο-Λατίνοι ήταν υποχρεωμένοι να προπαγανδίζουν στους υποδούλους Ρωμαίους τον μύθον ότι το Φραγκο-Λατινικόν Παπικόν Κράτος ήταν η μόνη υπάρχουσα Ρωμανία και ότι ο Φραγκο-Λατίνος Πάπας ήτο τάχα ο Ρωμαίος Εθνάρχης τους.

13) Αλλά το 1789 άρχισε η Γαλλική Επανάστασις. Ο τότε πληθυσμός της Φράνσιας ήταν περίπου 25 ή 26.000.000 και διαιρείτο ως εξής: 1) Οι Φράγκοι (Franηois) ευγενείς «τού σπαθιού,» δηλαδή των απογόνων των κατακτητών, και οι Φράγκοι ευγενείς «τού τυββένου,» δηλαδή των απογόνων δουλοπαροίκων Ρωμαίων που εφράγκευσαν, affranci, και είχαν αγοράσει ή έλαβαν τίτλους ευγενείας, αποτελούσαν μόνον το 2% του πληθυσμού. 2) Οι απόγονοι των Φραγκευσάντων, affranci, Ρωμαίων της αστικής τάξεως, που αρχίζουν να εμφανίζονται τον 12ον αιώνα, απέκτησαν και αυτοί το όνομα Φράγκος (Franηois), δηλαδή ελεύθερος, αλλά χωρίς τίτλους ευγενίας. Το 1789 αυτή η τάξις των αστών αποτελούσε το 13% του πληθυσμού. 3) Το 1789 οι Γάλλο-Βρετόνοι και οι Ρωμαίοι δουλοπάροικοι και βιλλάνοι αποτελούσαν το 85% του πληθυσμού. Αυτό το 85% του πληθυσμού ζούσαν εντός τεραστίων στρατοπέδων που ελέγοντο villa και τα οποία φύλαγαν 40.000 κάστρα. Βλέπει κανείς σαφώς τον κίνδυνον που διέτρεχαν οι απόγονοι των Φραγκο-Λατίνων κατακτητών από τους απογόνους των κατακτηθέντων Ρωμαίων. Δια τούτο ήταν επιτακτική η ανάγκη οι ελεύθεροι Ρωμαίοι να είναι Γραικοί και Αιρετικοί. Η Συνταγματική Εθνική Συνέλευσις εθέσπισε το όνομα Franηais ως το κοινό όνομα των πολιτών παρά την αντίδρασιν του βασιλέως που από Rex Francorum και Roy de Franηois, έγινε Roi des Franηais. Ο Ναπολέων κατήργησε την διάκρισιν μεταξύ Franηais και Franηois/Francus και δια τούτο έκτοτε εις τας μεταφράσεις των Φραγκο-Λατινικών πηγών το Λατινικόν όνομα Francus μεταφράζεται εις κάθε πηγή εναλλάξ από σελίδα σέ σελίδα, Franc και Franηais. Είχε προηγηθεί ο ενθουσιασμός εξ αιτίας της μεταφράσεως στα Γαλλικά της Ρωμαϊκής Ιστορίας του Edward Giddon όπου ο Στρατηγός του Ιουστινιανού Βελισάριος έγινε επαναστατικό τραγούδι με την έγκρισιν του Διευθυντηρίου δια να εμπνεύση τους απογόνους των Ρωμαίων εις τον αγώνά τους κατά των Τευτόνων κατακτητών της Δυτικής Ρωμαιοσύνης. Το πρόβλημα τούτο του ονόματος Βελισαρίου έλυσαν οι Φραγκο-Λατίνοι ευγενείς, που ανέτρεψαν την επανάστασιν των Γαλλο-Ρωμαίων, όταν μετονόμασαν την Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν Βυζαντινήν. Έτσι ο Βελισάριος μετεβλήθηκε από Ρωμαίος ελευθερωτής της Δυτικής Ρωμαιοσύνης εις Βυζαντινόν κατακτητήν των Τευτόνων προγόνων της σημερινής τάξεως των βασιλέων και ευγενών της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι έσβησαν τον Βελισάριον από την μνήμην των Δυτικών Ρωμαίων. Εις δε την Ανατολήν οι Χαζο-Νεο-Έλληνες θεωρούν τους Δυτικούς Ρωμαίους βδελήγματα, ως κατακτητάς τους.

14) Οι Φράγκοι καταδίκασαν τους Ανατολικούς Ρωμαίους ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» ήδη το 794 και το 809, δηλαδή 260 χρόνια ενωρίτερα από το λεγόμενο σχίσμα το 1054. Οι Φράγκοι είχαν αρχίσει από το 794 να αποκαλούν τους ελευθέρους Ρωμαίους, με τα ονόματα «Γραικοί» και «αίρετικοί» με σκοπό οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαίοι να ξεχάσουν βαθμηδόν τους συναδέλφους τους είς την Ανατολήν.

15) Οι Φράγκοι διήρεσαν συγχρόνως τους Ρωμαίους Πατέρες σέ λεγομένους Λατίνους και Γραικούς και εταύτισαν τον εαυτόν τους με τους λεγομένους Λατίνους Πατέρες. Έτσι εδημιούργησαν την ψευδαίσθησιν ότι η Φραγκο-Λατινική τους παράδοσις είναι ένα συνεχόμενον μέρος της παραδόσεως των Λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων. Γενόμενοι οι Δυτικοί Ρωμαίοι οι δουλοπάροικοι του Φραγκο-Λατινικού Φεουδαλισμού έπαυσαν να παράγουν επισκόπους και ηγουμένους και ολίγους γνωστούς αγίους.

16) Κατά την διάρκειαν των ετών 1009 με 1046 οι Φραγκο-Λατίνοι αυτοκράτορες της Φραγκίας ίδρυσαν τον σημερινό Παπισμό σέ δύο στάδια: Πρώτα εγκατέστησαν δια πρώτη φορά αιρετικούς Ρωμαίους πάπες της Ρώμης. Δηλαδή οί εν λόγω πάπες απέκτησαν τους θρόνους τους υπό τον όρον ότι αποδέχονται την προσθήκην του Filioque στο Σύμβολον της Πίστεως. Το δεύτερον στάδιον άρχισε το 1046 όταν ο Φράγκος Αυτοκράτωρ Ενρίκος Γ’ (1049-1056) αντικατέστησε τον Ρωμαίον πάπα Γρηγόριον ΣΤ’ (1045-1046) με τον Φραγκο-Λατίνον πάπα Κλήμεντα Β’ (1046-1047). Από τότε μέχρι σήμερον οι πάπες είναι σχεδόν όλοι Τεύτονες ανήκοντες στην τάξιν των Φραγκο-Λατίνων ευγενών κατακτητών της Δυτικής Ρωμαιοσύνης.

17) Επομένως το λεγόμεγο σχίσμα μεταξύ Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής δεν έγινε μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών Ρωμαίων, αλλά μεταξύ των Φράγκων κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων και των ελευθέρων Ρωμαίων της Δύσεως και της Ανατολής. Μάλιστα το 1054 οι Κέλτες και οι Σάξωνες της Αγγλίας και οι Ρωμαίοι της Αραβοκρατουμένης Ισπανίας και Πορτογαλίας ήταν Ορθόδοξοι.

18) Ήδη από τον 8ον αιώνα άρχισαν οι Φράγκοι να κατηγορούν τους ελευθέρους Ρωμαίους της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» στα θέματα των εικόνων και του Filioque. Οι Φράγκοι ήταν τότε τελείως βάρβαροι και αγράμματοι, όπως είδαμεν. Οι τότε Ρωμαίοι πάπες, απλώς διαμαρτυρήθησαν, αλλά ακόμη δεν κατεδίκασαν τους Φράγκους από φόβον αντιποίνων με σφαγές μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Βονιφάτιος το 741. Ίσως ήλπιζαν οι Ρωμαίοι ότι θα ημπορούσαν εν καιρώ να επιβληθούν στους Φράγκους όπως κάμνει κανείς επάνω σέ πείσμονα παιδιά. Αλλά οι Ρωμαίοι της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αλλά ούτε και οι Ρωμαίοι της Νέας Ρώμης, ούτε κάν υποπτεύθηκαν ότι οι Φράγκοι από σκοπού προκαλούσαν μόνιμον σχίσμα ως μέρος της αμυντικής τους στρατηγικής κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των σχεδίων τους δια παγκόσμιον κυριαρχίαν.

19) Οι Ρωμαίοι πάπες δεν είχαν άλλην εκλογήν από το να ανεχθούν την Φραγκικήν κυριαρχίαν με σκοπόν να βοηθήσουν με την σύνεσίν τους τους υποδούλους αδελφούς τους και να εξασφαλίσουν την σχετικήν ελευθερίαν του Πατριαρχείου τους και αυτήν των Ρωμαίων πολιτών της Παπικής Ρωμανίας, δηλαδή του Παπικού Κράτους.

20) Με την εμφάνισιν των Ψευδο-Ισιδωρείων Διατάξεων περί το 850 οι Ρωμαίοι Πάπες άρχισαν να αισθάνωνται αρκετά ισχυροί. Απαίτησαν δυναμικά πλέον από την Φραγκικήν ηγεσίαν να δεχθούν 1) πιό πολιτισμένους κανόνες καλής συμπεριφοράς έναντι της υποδούλου Ρωμαιοσύνης και 2) την απαλλαγήν της Φραγκικής ιεραρχίας από τους Φράγκους ηγεμόνες και την υποταγήν της είς τον Ρωμαίον Πάπα της Ρώμης.

21) Μέσα στα πλαίσια αυτά ο Ρωμαίος Πάπας Ιωάννης Η’ έλαβε μέρος στην Η’ Οικουμενικήν Σύνοδον του Μεγάλου Φωτίου το 879 στην Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην, η οποία κατεδίκασε τας Φραγκικάς αιρέσεις περί εικόνων και του Filioque, χωρίς να κατονομάση τους εν λόγω αιρετικούς από φόβον να μη κινδυνεύη το έργον που άρχισε το 850.

22) Αλλά αι προσπάθειαι βάσει των εν λόγω Διατάξεων έφεραν τελικά το αντίθετον αποτέλεσμα. Οι Φραγκο-Λατίνοι αντέδρασαν δυναμικά στην δημοφιλίαν των Διατάξεων αυτών. Άρχισαν να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους δια την εκδίωξιν των Ρωμαίων από την εκκλησιαστικήν και την πολιτικήν εξουσίαν της Παπικής Ρωμανίας και την αντικατάστασιν των Ρωμαίων Παπών από Φραγκο-Λατίνους Πάπες.

23) Οι Φραγκο-Λατίνοι άρχισαν την τελικήν τους επίθεσιν κατά της ελευθερίας, της Ορθοδοξίας και της Ρωμαϊκότητος του Πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης κατά το 973 μέχρι το 1003. Ολοκλήρωσαν την εκδίωξιν του Ορθοδόξου δόγματος το 1009-1012 μέχρι το 1046. Τελικά αφάνισαν πλήρως την Ρωμαϊκότητα του Πατριαρχείου της Ρώμης το 1046 αφού την κατέλαβαν οι Φραγκο-Λατίνοι πάπες.

24) Δια τούτο από την εποχήν αυτήν οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι ονομάζουν τον πάπα αιρετικόν, Φράγκον και Λατίνον και την εκκλησίαν του Φραγκικήν και Λατινικήν. Παραταύτα οι καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών της Χάλκης, Αθηνών και της Θεσσαλονίκης βάπτισαν τον Φραγκο-Λατίνον πάπα με το όνομα «Ρωμαίον» και την εκκλησίαν του «Ρωμαΐκήν». Τούτο διότι οι Φραγκο-Λατίνοι Πάπες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα Ρωμαϊκά ονόματα των Ρωμαίων παπών γενόμενοι πάπες, ως και ονόματα Ρωμαίος πάπας και Ρωμαϊκή Εκκλησία, δια να συνεχίζουν οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαίοι να νομίζουν ότι έχουν ακόμη τον εθνάρχήν τους στην Ρώμην. Γενόμενοι οι Νεο-Έλληνες και αυτοί υπόδουλοι στην Φραγκο-Λατινικήν παράδοσιν ονομάζουν και αυτοί τον πάπα με Ρωμαϊκά ονόματα.

25) Από όλα τα ανωτέρω σημειωθέντα φαίνεται σαφώς, ότι ο καθορισμός, του σχίσματος το 1054, εντός της πλαστογραφημένης διακρίσεως μεταξύ «Ανατολικών Γραικών» και «Δυτικών Λατίνων», δεν είναι σωστός. Το σχίσμα άρχισε το 794 ως καλά σχεδιασμένο αμυντικό και επιθετικό κατασκεύασμα των βαρβάρων και αγραμμάτων Φράγκων. Το 1054 ήτο μόνον μία από τας μετέπειτα εκδηλώσεις ενός σχίσματος, το οποίον ήδη υπήρχε από την εποχή που οι Φράγκοι απεφάσισαν το 794 να προκαλέσουν σχίσμα με τους ελευθέρους, Ρωμαίους που δια πρώτην φοράν ονόμασαν «Γραικούς» και «αιρετικούς» δια λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς. Η Εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης ηγωνίσθηκε ηρωϊκά να παραμείνη ηνωμένη με την Νέαν Ρώμην μέχρι το 1009.

26) Από το 794 μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνος οι Φράγκοι, οι Φραγκο-Λατίνοι και το Βατικανό ουδέποτε παρεξέκλιναν από την γραμμήν τους ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι είναι «Γραικοί» και «αιρετικοί». Τούτο ήτο τόσον έκδηλον στην νεανική ηλικία του γράφοντος όταν εσπούδαζε στο Γυμνάσιον της Νέας Υόρκης. Στα παπικά βιβλία Απολογητικής οι Ορθόδοξοι περιγράφοντο ως αιρετικοί και χωρίς αγίους και θαύματα. Έτσι ισχυρίζοντο ότι οι τελευταίοι Πατέρες της Εκκλησίας των Ορθοδόξων ήταν οι Άγιοι Ιωάννης Δαμασκηνός (περίπου 675-749) και Θεόδωρος Στουδίτης (759-826).

27) Επίσης οί Φραγκο-Λατίνοι και ο Παπισμός τους συνέχισαν τας κατακτήσεις τους που πάντοτε συνοδεύοντο από την εξόντωσιν η εκδίωξιν των Ορθοδόξων επισκόπων και την υποδούλωσιν των πιστών δια της μεταβολής τους στην κατάστασιν δουλοπαροίκων με την πλήρη αφαίρεσιν της γεωκτησίας τους. Αυτό δεν το έκαναν ποτέ ούτε οι Άραβες και ούτε οι Τούρκοι Μουσουλμάνοι.

28) Αλλά ακόμη μέχρι αρχάς του 20ου αιώνος το Βατικανό ενεργούσε κατά τον ίδιον τρόπον. Το 1923 η Ιταλία απέκτησε από την Τουρκία τα Δωδεκάνησα με την Συνθήκην της Λωζάνης. Το Βατικανό έδιωξε όλους τους Ορθοδόξους επισκόπους και τους αντικατέστησε με Φραγκο-Τοσκάνους και Λογγοβάρδους που από το 1870 είχαν υποδυθεί την ταυτότητα του μέχρι τότε ανυπάρκτου Ιταλικού έθνους. Ήλπιζε το Βατικανό ότι οι Ορθόδοξοι πιστοί θα αποδεχθούν τελικά κληρικούς χειροτονημένους απ’ αυτούς τους επισκόπους του δια να μη μείνουν χωρίς κληρικούς και μυστήρια. Η κατάστασις άλλαξε όταν τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1947 και επανήλθαν εις τας θέσεις τους οι επίσκοποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως.

29) Αλλά κατά τα μέσα του 20ου αιώνος τούτου το Βατικανό εγκαινίασε μίαν πρωτότυπον τακτικήν. Περιέργως ανεγνώρισε τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όταν έγινε η Βατικάνειος πράξις αυτή μέσω της Συνόδου του Βατικανού Β’ (1962-1965) ορισμένοι Ορθόδοξοι κατάλαβαν ότι πρόκειται δια παγίδα. Άλλοι εχάρηκαν. Μερικοί μάλιστα «Ορθόδοξοι» στο εξωτερικό ενόμισαν ότι η χειρονομία αυτή έδωσε κύρος όχι μόνον στα μυστήρια, αλλά και στην ταυτότητά τους ως θρησκευτική ηγεσία. Εν συνεχεία το Φανάρι και το Βατικανό προέβησαν την 7 Δεκεμβρίου 1965 σέ κοινήν άρσιν των αναθεμάτων του 1054. Δια το Βατικανό τούτο απετέλεσε πράξιν μυστηριακής κοινωνίας βάσει της υπ’ αυτού αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρίων. Εξ’ επόψεως Ορθοδόξου ήταν μία πράξις του Φαναρίου δια την οποίαν κινδυνεύει να χάση το εντός της Ορθοδοξίας προεδρείον του αν αποδειχθή ότι με την πράξιν αυτήν αναγνώρισε ή ανέχεται ή συμφωνεί με τας αιρέσεις των 13 Φραγκο-Λατινικών «Οικουμενικών Συνόδων». Αν ήτο μία απλή πράξις καλής θελήσεως δια να διευκολυνθεί ο διάλογος που επρόκειτο τότε να αρχίσει, έχει καλώς.

30) Πάντως όσον αφορά στο Βατικανό το θέμα έχει ως εξής: Η μεταβολή της τακτικής του Βατικανού από «πόλεμο» και «διάλογο» σέ τακτική «αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρίων» είναι μία πραγματικότης. Αλλά το ότι το Φανάρι αμέσως ανταπέδωσε με την από κοινού μετά του Βατικανού συχρόνου άρσιν των αναθεμάτων του 1054 την 7-12-65 σημαίνει ότι η κοινή πράξις αυτή ήτο αποτέλεσμα μυστικών συνεννοήσεων μεταξύ των δύο. Δηλαδή η πράξις ήτο μονόπλευρος μόνον με την έννοιαν ότι δεν συμμετείχε ολόκληρος η Ορθοδοξία, αλλά μόνον το Φανάρι. Το ότι σχεδόν σύσσωμα χαιρέτησαν την πράξιν οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι ως πράξιν καλής θελήσεως, δεν έχει καμμίαν δογματικήν σημασίαν. Αι αιρέσεις του Βατικανού παραμένουν.

31) Τί επιδιώκει το Βατικανό θα εξαρτηθή από τί θα κάμνη με τας (13) Φραγκο-Λατινικάς Οικουμενικάς της Συνόδους που προσέθεσε στας (7) Ρωμαϊκάς Οικουμενικάς Συνόδους μαζί με την Σύνοδον του 869 που καθαίρεσε τον Μέγαν Φώτιον. Μάλιστα θεωρεί την Σύνοδον του 869 κατά του Μεγάλου Φωτίου ως την Η’ Οικουμενικήν της Σύνοδον. Δια το θέμα περί του πρωτείου και του αλαθήτου του Πάπα η Βατικάνειος Β’ εμμένει στο δόγμα της Βατικανείου Α’, δηλαδή ότι είναι δόγμα της θείας Αποκαλύψεως και όχι θέμα του Κανονικού Δικαίου.

ΙΙΙ. Εκκλησιολογία

32) Εθίξαμεν το πρώτον σκέλος της εν λόγω συμφωνίας που είναι η προπαγανδιστική ερμηνεία των Φραγκο-Λατίνων δια τα γεγονότα του σχίσματος που την διέπει και την οποίαν αφελώς δέχθηκαν οι Ορθόδοξοι. Το δεύτερον σκέλος στο οποίον βασίζεται η εν λόγω συμφωνία είναι η παρερμηνεία της προσευχής του Κυρίου στο κεφ. 17 του Ευαγγελίου του Ιωάννου. Το δε τρίτον σκέλος της είναι η άλλη όψις του ιδίου μυστηρίου της Πεντηκοστής που είναι η πλήρης απουσία των Βιβλικών και Πατερικών θεμελίων των μυστηρίων του Σώματος του Χριστού.

33) Ούτε από τον 7ον αιώνα, όταν έδιωξαν τους Ρωμαίους προκατόχους τους, μέχρι το 1054, και ούτε μετά, δεν είχαν ποτέ οι Φραγκο-Λατίνοι επίσκοποι και πάπες την παραμικράν γνώσιν ή το ενδιαφέρον, δια την θεραπείαν της ανθρωπίνης προσωπικότητος μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού (θεώσεως). Η θεραπεία αυτή είναι το θεμέλιον της Εκκλησίας ως του Σώματος του Χριστού. Αντιθέτως το Βατικανό διατηρεί ακόμη την γνωστήν του μαγικήν αντίληψιν περί της αποστολικής διαδοχής και παραδόσεως την οποίαν πολλοί Ορθόδοξοι επίσης αποδέχονται από την εποχήν των λεγομένων μεταρυθμίσεων του Πέτρου του Μεγάλου. Δια τον λόγον αυτόν δεν βλέπουν πλέον μεγάλην διαφοράν μεταξύ του Βατικανού και της ιδικής τους μορφής Ορθοδοξίας, κυρίως όσον αφορά εις τα μυστήρια.

34) Η εν λόγω συμφωνία βασίζεται κυρίως εις παρερμηνείαν της προσευχής του Κυρίου στο Ιωάννου 17. Το Βατικανό και οι Διαμαρτυρόμενοι, μαζί με ορισμένους Ορθοδόξους, φαντάζονται ότι ο Χριστός προσεύχεται εδώ δια κάποιαν ένωσιν διηρημένων Εκκλησιών. Αντιθέτως ο ενσαρκωθείς Κύριος της Δόξης προσεύχεται εδώ ίνα οι μαθηταί Του και οι μαθηταί αυτών «ώσιν έν» εν τη θεωρία της Δόξης Του (τήν οποίαν έχει κατά φύσιν από τον Πατέρα Του) αφού θα γίνουν από την ημέραν της Πεντηκοστής μέλη του Σώματός Του. Η Εκκλησία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης συναναστήθηκε ψυχικώς μετά του Χριστού κατά την μετά της ψυχής Του Κάθοδον στον Άδη και ταυτίσθηκε με το Σώμα του Χριστού την ημέραν της Πεντηκοστής όταν έγιναν μέλη Του και οι απόστολοι, προφήτες και πιστοί. Οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης δοξασθέντες είδαν την άκτιστον δόξαν του Λόγου. Κατά τον ίδιον τρόπον ο βαπτιστής Ιωάννης και οι απόστολοι είδαν και αυτοί την δόξαν του ενσαρκωθέντος Λόγου, αλλά εν σαρκί, από καιρού εις καιρόν μέχρι την Ανάληψιν, αλλά όχι ακόμη ως μέλη του Σώματος του Χριστού. Έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού την ημέραν της Πεντηκοστής.

35) Έτσι η Πεντηκοστή είναι η τελική μορφή του δοξασμού των πιστών και συνιστά τον πυρήνα της ιστορίας του Σώματος του Χριστού, της οποίας τα μέλη είναι οι βαδίζοντες την στενήν οδόν μέσω της τεθλιμένης πύλης της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας ίνα φθάσουν εις τον δοξασμόν. Τα υποψήφια μέλη είναι οι εισέτι μη βαπτισθέντες ή οι βαπτισθέντες αλλά ασθενείς, άρρωστοι και πνευματικώς νεκροί (1 Κορ. 11;28-30). Η προσευχή του Ενσάρκου Μεγάλης Βουλής Αγγέλου εις το Ιωάννου 17 είναι δια την εκπλήρωσιν των προφητειών, διδασκαλιών και επαγγελιών Του στην Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην, ειδικά αυτών που αναφέρονται στο Ιωάννου 16;13 δια την υπό του Αγίου Πνεύματος καθοδήγησιν «εις πάσαν την Αλήθειαν,» δηλαδή εις τον Χριστόν σύν τη Εκκλησία Του μεταβαλλομένη στο Σώμα Του από την ημέραν της Πεντηκοστής. Μέχρι την γενικήν ανάστασιν αυτός ο δοξασμός είναι εκείνος που επαναλαμβάνεται ιστορικώς εις την ζωήν καθενός των αγίων και στον οποίον δεν ημπορεί να προστεθή τίποτε και ούτε να γίνη βαθύτερα κατανοητός. Η εμπειρία αυτή της θεώσεως υπερβαίνει πάντα τα ρήματα και τα νοήματα ανθρώπων και αγγέλων και ακόμη και αυτών που είναι μέσα στην Αγίαν Γραφήν.

36) Δια τούτο ακριβώς είναι αιρετικόν το Βατικανό που ισχυρίζεται ότι με την πάροδον του χρόνου αυξάνει την κατανόησίν του της Αγίας Γραφής και των δογμάτων του. Δια τον ίδιον λόγον είναι αφελείς οι Νεο-Ορθόδοξοι που ακολουθούν τους τοιούτους του Βατικανού.

37) Η εν λόγω Κυριακή προσευχή στο Ιωάννου 17 δεν είναι δια την ένωσιν των μελών του Σώματος του Χριστού με Παπικούς και Διαματυρομένους που δεν έχουν την παραμικράν ιδέαν δια την προειρημένην θεραπείαν που οδηγεί στην θέωσιν. Φυσικά η προσευχή αυτή προϋποθέτει την είσοδον εις την οδόν προς την θέωσιν, αλλά δεν είναι δια την ένωσιν της Εκκλησίας πραγματικών ιατρών με εκκλησίας κομπογιαννιτών. Το ότι το Ιωάννου 17 ημπορεί να εφαρμοσθή σέ εκκλησίες χωρίς την θεραπείαν της θεώσεως είναι «πολύ ενδιαφέρον,» ίνα μη είπωμεν περισσότερα.

38) Εις την εν λόγω συμφωνίαν το Βατικανόν εκμεταλλεύεται τους αφελείς «Ορθοδόξους,» που από καιρό επιμένουν ότι είναι μία «αδελφή Εκκλησία» της Βατικανίου «αδελφής εκκλησίας,» ωσάν να ήτο δυνατόν η θέωσις να έχη αδελφήν διαφορετικήν από τον εαυτόν της. Τούτο είναι πράγματι παράδοξον αφού οι ακολουθούντες τον Αυγουστίνον Φραγκο-Λατίνοι, και οι εξ αυτών γεννηθέντες Διαμαρτυρόμενοι, ουδέποτε επίστεψαν ότι ο δοξασμός, δηλαδή η θέωσις, εις την ζωήν αυτήν αποτελεί το θεμέλιον των εντός του Σώματος του Χριστού μυστηρίων και επομένως το ουκ άνευ της αποστολικής διαδοχής και παραδόσεως. Ακόμη και σήμερον το Βατικανό και οι Διαμαρτυρόμενοι μεταφράζουν το «είτε δοξάζεται μέλος…» του Αποστόλου Παύλου (Α Κορ. 12;26) με το «είτε τιμάται μέλος…,» παρ’ ότι η Vulgata των Λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων το αποδίδει με το «sive gloriatur unum membrum…»

39) Πολύ σπουδαιότερον από το θέμα περί εγκυρότητος των μυστηρίων, είναι το ποίοι και πώς μετέχουν σ’ αυτά. Ο Θεός προώρισε όλους τους ανθρώπους δια την δόξαν Του. Αλλά πάντες ήμαρτον και υστερούνται της Δόξης Του. Πάντως η θέα της δόξης του Θεού είναι ζωή αιώνιος δι’ αυτούς που είναι καταλλήλως θεραπευμένοι, δηλαδή φωτισμένοι και δοξασμένοι. Αλλά αυτή η ίδια άκτιστος και φυσική δόξα του Θεού είναι επίσης το αιώνιον πύρ και το σκότος το εξώτερον της κολάσεως δια εκείνους που αρνούνται την θεραπείαν του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως. Ο Θεός είναι αγάπη και αγαπά εξίσου τον δοξασμένον και τον κολασμένον. Ο Θεός σώζει τους πάντες, α) τους μεν μέσω της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως, η πρόοδος της οποίας αυξάνει από δόξαν εις δόξαν χωρίς τέλος, β) τους δε μέσω της κολάσεως όπου παραμένουν αιωνίως κεκλεισμένοι μέσα στην ιδιοτέλιάν τους ευδαιμονούντες ωσάν τον καθαράς ενεργείας (actus purus) Θεόν των Φραγκο-Λατίνων. Με άλλα λόγια ο παράδεισος της Νεο-Πλατωνικής ευδαιμονίας του Αυγουστίνου και των Φραγκο-Λατίνων είναι αυτή αύτη η κόλασις δια τους Ορθοδόξους. Τουναντίον τα πνευματικά τέκνα του Αυγουστίνου, δηλαδή το Βατικανόν, οι περισσότεροι Διαμαρτυρόμενοι, αλλά και αρκετοί Ορθόδοξοι, οι οποίοι πάντες ούτε γνωρίζουν τον παράδεισον των Ορθοδόξων και ούτε τον επιδιώκουν. Όσον σπουδαίον είναι το έγκυρον των μυστηρίων είναι και η θεραπεία του κοινωνούντος μέσω του φωτισμού και της θεώσεως εις την ζωήν αυτήν. Εγκυρότης των μυστηρίων και η εν λόγω θεραπεία είναι η κεντρική πραγματικότης του Σώματος του Χριστού και της μεθέξεως εις Αυτό. Αυτό ισχύει δια τους μη Ορθοδόξους και τους Ορθοδόξους εξ ίσου. Ο Θεός «εστίν σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών (1 Τιμ. 4;10).»

40) Θα ημπορούσαν οι Ορθόδοξοι κανονικά και καθηκόντως να ήθελαν και να ήλπιζαν από αγάπη τα μυστήρια των ετεροδόξων να ήταν πράγματι έγκυρα και αποτελεσματικά και να αφήσουν το θέμα στα χέρια του Θεού. Αλλά το να αποφανθούν ότι τα μυστήρια των Λατίνων είναι έγκυρα όταν δεν δέχονται τον δοξασμόν εις την ζωήν αυτήν ως τον κεντρικόν πυρήνα της αποστολικής παραδόσεως και διαδοχής και όταν πιστεύουν τουναντίον ότι η ευδαιμονία είναι ο τελικός προορισμός του καθενός, είναι πράγματι παράδοξον. Δεν χρειάζεται κανείς έγκυρα μυστήρια δια να γίνη αιωνίως ευδαίμων εις την κόλασιν.

ΙV. Τα Μυστήρια των Φραγκο-Λατίνων

41) Τα περί Μυστηρίων και θείας χάριτος των Φραγκο-Λατίνων βασίζονται στην Χριστολογίαν και στην περί αποκαλύψεως διδασκαλίαν του Αυγουστίνου και στην Νεο-Πλατωνικήν αντίληψίν του περί ευδαιμονίας.

42) α) Ο Αυγουστίνος διετύπωσε μίαν πρωτότυπον και περίεργον θεωρίαν περί αποκαλύψεως, κατά την οποίαν ο Θεός φέρνει προσωρινά εις την ύπαρξιν κτίσματα δια να οραθούν και να ακουσθούν από τους προφήτας και από τους αποστόλους και τα οποία επαναφέρει εις την ανυπαρξίαν μετά από κάθε αποκάλυψιν. Έτσι ο Θεός δήθεν έφερε από την ανυπαρξίαν δια να οραθούν και να ακουσθούν κτίσματα ως π.χ. τον Άγγελόν Του και το άφλεκτον πύρ της ου φλεγομένης βάτου, την περιστερά κατά το βάπτισμα του ενσαρκωθέντος Κυρίου της Δόξης και την φωνήν του Θεού Πατρός, την στήλην πυρός και νεφέλης, το φωτινόν νέφος εν τω οποίω κρύπτεται και φανερούται ο Θεός, η δόξα και βασιλεία του Θεού και του Χριστού και των δύο Διαθηκών, και ακόμη και αι πύριναι γλώσσαι της Πεντηκοστής, και τα οποία κτίσματα επέστρεψε εις την ανυπαρξίαν μετά από την κάθε συγκεκριμένην αποκάλυψιν.

43) β) Το 1341 η Θ’ Οικουμενική Σύνοδος της Κων/πόλεως κατεδίκασε την αίρεσιν αυτήν εν τω προσώπω του Βαρλαάμ του Καλαβρού μη γνωρίζουσα ότι εκπηγάζει από τον Αυγουστίνον. Φαίνεται ότι ο Αυγουστίνος εξέπεσε από τον κατάλογον των πατέρων όταν η προέλευσις των εν λόγω αιρέσεων έγινε γνωστή. Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι Α’ και Β’ κατεδίκασαν τον Άριον και τον Ευνόμιον διότι ισχυρίζοντο ότι ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος και Κύριος της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης είναι το πρώτον κτίσμα της βουλής του Θεού γεννηθέν πρό των αιώνων εκ του Θεού και εκ της Παρθένου εν σαρκί. Αλλά και δια τον Αυγουστίνον ο Άγγελος Αυτός της Παλαιάς Διαθήκης είναι επίσης κτίσμα. Μάλιστα όχι μόνον είναι κτίσμα γενόμενον εκ του μηδενός, αλλά και απογενόμενον και επιστρέφον εις το μηδέν. Και παραδόξως ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος είναι άλλο κτίσμα κάθε φορά που εμφανίζεται. Μάλιστα οι Φραγκο-Λατίνοι σχολαστικοί ισχυρίζονται ότι αι γενόμεναι θείαι αποκαλύψεις μέσω τοιούτων κτισμάτων είναι κατώτεραι αυτών που γίνονται κατευθείαν εις την λογικήν των προφητών και αποστόλων, όπως υπεστήριζε και ο Βαρλαάμ. Το αποτέλεσμα των τοιούτων αιρέσεων είναι ότι δια τον Αυγουστίνον και τους Φραγκο-Λατίνους η σώζουσα μεθεκτή θεία χάρις, βασιλεία και δόξα των εν Χριστώ μυστηρίων είναι και αυτή κτιστή. Μάλιστα η φυσική και άκτιστος δόξα και βασιλεία της ανθρωπίνης φύσεως του Λόγου της Μεταμορφώσεως είναι δήθεν κτίσμα γινόμενον και απογινόμενον.

44) γ) Ακολουθώντες τον Αυγουστίνον απεδέχθηκαν οι Φραγκο-Λατίνοι την αναζήτησιν της ευδαιμονίας ως τον φυσικόν προορισμόν του ανθρώπου. Επίστευσαν έτσι ότι μόνον ο Θεός είναι εκείνο το Ύψιστον Αγαθόν που ημπορεί να ικανοποιήση την ιδιοτέλειαν του ανθρώπου. Μέσα στα πλαίσια αυτά ο Θεός είναι η τελική αιτία της ευδαιμονίας των προορισμένων ανθρώπων, ενώ η Θεία χάρις είναι η αιτιατή δύναμις που προστίθεται στην ψυχή δια να την κινεί ιδιοτελώς και ακαταγωνίστως προς το Ύψιστον Αγαθόν. Μέσα στα πλαίσια αυτά η θεραπεία της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού μετεβλήθηκαν εις Νεο-Πλατωνικά δαιμονικά πνευματικά γυμνάσια. Η κάθαρσις της καρδίας έγινε η απαλλαγή των δήθεν θείων αρχαιτύπων της θείας ουσίας μέσα στην ψυχήν από τα υλικά τους συμβεβηκότα. Ο φωτισμός της καρδίας κατήντησε να είναι η δαιμονική φαντασία του μυστικού, ότι ενοράται τα δήθεν θεία αρχαίτυπα. Ο μεν δοξασμός ή η θέωσις κατήντησε να είναι η Νεο-Πλατωνική έκστασις κατά την οποίαν εξίσταται ο νούς από το σώμα και τάχα ενώνεται κατ’ ευθείαν με τα ανύπαρκτα αρχαίτυπα που ανοήτως πιστεύουν ότι υπάρχουν εντός της θείας ουσίας.

V. Ο λόγος υπάρξεως του Ουνιτισμού δεν υφίσταται πλέον

45) Οι εκπρόσωποι του Βατικανού και των εν λόγω εννέα Ορθοδόξων Εκκλησιών απεφάσισαν ή πρότειναν ότι ο λόγος υπάρξεως της Ουνίας έπαυσε να υφίσταται. Η πρότασις αυτή βασίζεται στην ιδέαν ότι το θεμέλιον της Εκκλησίας είναι η εν Χριστώ μυστηριακή «κοινωνία,» δηλαδή εις την από κοινού αναγνώρισιν της εγκυρότητος των μυστηρίων. Υποτίθεται ότι οι εν λόγω Ορθόδοξοι γνωρίζουν ότι η απόφασις ή πρότασις αυτή έγινε μέσα στα πλαίσια των δογμάτων των 13 Φραγκο-Λατινικών Οικουμενικών Συνόδων του Βατικανού όπου ουδαμού υπάρχει το θεμελειώδες Βιβλικό δόγμα όλων των Ορθοδόξων Οικουμενικών Συνόδων ότι η μέθεξις στα μυστήρια της ακτίστου βασιλείας του Κυρίου της Δόξης είναι η κάθαρσις και ο φωτισμός της καρδίας και του δοξασμού/θεώσεως. Τουναντίον παντού συναντάται εις τας εν λόγω Φραγκο-Λατινικάς Οικουμενικάς Συνόδους το αιρετικόν θεμέλιον του Αυγουστίνου ότι το κάθε είδος μεθεκτής σωστικής χάριτος είναι το κτιστόν αιτιατόν αποτέλεσμα του ακτίστου αιτίου της αμεθέκτου θείας ουσίας. Ταυτίζοντες οι Φραγκο-Λατίνοι την άκτιστον ενέργειαν του Θεού με την θείαν ουσίαν υποχρεούνται να πάρουν την θέσιν ότι αι μεθεκταί θείαι χάριτες είναι κτισταί.

46) Και το να θεωρούν εν προκειμένω οι Λατίνοι και τινές Ορθόδοξοι έγκυρα τα μυστήρια αλλήλων μέσα εις τα πλαίσια αυτά δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Απλώς σημαίνει ότι οι εν λόγω Ορθόδοξοι ή αγνοούν το Φραγκο-Λατινικόν δόγμα περί θείων χαρίτων ή το Ορθόδοξον δόγμα περί ακτίστου μεθεκτής θείας χάριτος. Οι εν λόγω Λατίνοι γνωρίζουν και την ιδικήν τους θέσιν περί θείας χάριτος και την σύγχρονον Ορθόδοξον σύγχυσιν στο θέμα. Παραμένει το γεγονός ότι τα μυστήρια του Σώματος του Χριστού είναι αμέθεκτα όταν δεν συνοδεύονται από την κάθαρσιν της καρδίας ως την προέναρξιν του φωτισμού της καρδίας που οδηγεί εις την τελικήν μέθεξιν του δοξασμού της Πεντηκοστής. Με άλλα λόγια η εν λόγω συμφωνία δεν θα μας οδηγήση στην εκπλήρωσιν της Κυριακής Προσευχής του Ιωάννου 17 όπως υπόσχεται η εν λόγω συμφωνία.

47) Πάντως η Ορθόδοξος θέσις περί των Μυστηρίων του Σώματος του Χριστού δεν φαίνεται εις αυτήν την συμφωνίαν. Δημιουργείται επομένως η εντύπωσις ότι οι Ορθόδοξοι, τουλάχιστον σιωπηλώς, δέχονται ή ανέχονται το Λατινικόν δόγμα περί «κτιστών μεθεκτών θείων χαρίτων,» όπως λέγονται από την Φραγκο-Λατινικήν παράδοσιν.

48) Οι New York Times μετέδωσαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (τής ακοινωνησίας του Λατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054 και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας που είχε τότε δήθεν διακοπεί. Φαίνεται πλέον σαφώς ότι το Ελληνικόν κείμενον που αναγγέλει την «άρσιν των αναθεμάτων» ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται είχε σκοπόν να αμβλύνη ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

49) Δια τους Λατίνους η άρσις της ακοινωνησίας έγινε συμφώνως προς την απόφασιν της 21ης Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού Β’ περί της εγκυρότητος των Ορθοδόξων μυστηρίων. Αμέσως μετά την άρσιν της ακοινωνησίας το Βατικανόν επέτρεψε και ενεθάρρυνε τους πιστούς του να προσέλθουν εις τας Ορθοδόξους Εκκλησίας δια να κοινωνήσουν. Ήλπιζε να κάμνουν το ίδιο και οι Ορθόδοξοι. Οι Ορθόδοξοι κληρικοί γενικά απέφυγαν τότε να κοινωνήσουν τους Λατίνους. Έτσι το Βατικανόν αναγκάσθηκε να αναστείλη προσωρινώς την εφαρμογήν του τεχνάσματος.

50) Η εν λόγω συμφωνία ότι ο λόγος υπάρξεως της Ουνίας δεν υφίστατο πλέον, συνεπάγεται οριμένα φυσιολογικά σενάρια. Από το 1965 μέχρι σήμερα έχουν περάσει 29 χρόνια και έχουν μεγαλώσει πλέον οι τότε γεννηθέντες Ορθόδοξοι της Δυτικής Ευρώπης, της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, Αφρικής και Ασίας, όπου ζούν ως μικραί μειονότητες. Από τα νεανικά τους χρόνια οι εν λόγω Ορθόδοξοι έχουν ποτισθεί από τους Λατίνους φίλους τους ότι το Βατικανό και το Φανάρι έχουν κοινά μυστήρια. Κατά τρόπον συστηματικόν η Ορθόδοξος νεολαία του εξωτερικού ζεί κάτω από την σκιά της ιδέας ότι μόνον η μισαλλοδοξία ημπορεί να είναι η αιτία της εκ μέρους των Ορθοδόξων αρνήσεως της μυστηριακής συγκοινωνίας και της ιερατικής συλλειτουργίας με τους Λατίνους.

51) Από τουλάχιστον το 1975 το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών καλλιεργεί με μεγάλη επιτυχία την εικόνα των Ορθοδόξων από τους οποίους λείπει η Χριστιανική αγάπη επειδή αρνούνται την μυστηριακήν κοινωνίαν με τους άλλους Χριστιανούς. Τούτο μάλιστα αρνούνται οι Ορθόδοξοι όχι μόνον εις τους Προτεστάντας, αλλά και εις τους Λατίνους οι οποίοι, υποτίθεται από την εν λόγω συμφωνίαν, ότι έχουν τα ίδια έγκυρα μυστήρια με τους Ορθοδόξους.

52) Οι υπογράψαντες την εν λόγω συμφωνίαν εταύτισαν την από κοινού αναγνώρισιν των μυστηρίων με αυτήν ταύτην την μυστηριακήν κοινωνίαν. Τούτο σημαίνει κατά συνέπειαν ότι ο λόγος υπάρξεως της Ουνίας δεν υφίσταται πλέον. Το πρακτικό αποτέλεσμα θα είναι ότι όπου υπάρχουν Ουνίτες θα καταργηθούν γενόμενοι μέρος του ποιμνίου του τοπικού Ορθοδόξου Πατριάρχου ή Αρχιεπισκόπου.

53) Έτσι, ενώ οι Ουνίτες θα αφομοιωθούν στα παραδοσιακά μέρη της Ορθοδοξίας, παρομοίαν αφομοίωσιν θα υποστούν οι Ορθόδοξοι εις την Δύσιν. Από το 1965 μέχρι σήμερα αυξάνεται ο αριθμός των Ορθοδόξων του εξωτερικού που προτιμούν να εκκλησιάζωνται και να κοινωνούν στην γειτονικήν Λατινικήν Εκκλησίαν όπου συνήθισαν να συνοδεύουν τους Λατίνους φίλους τους. Πηγαίνουν στην μακρυνήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν το Πάσχα με τα παιδιά τους, που έχουν βαπτισθεί ή στην Λατινικήν ή στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Παίρνουν μαζί τους και Λατίνους φίλους τους δια να θαυμάσουν και αυτοί την λαμπρότητα των Ορθοδόξων ακολουθειών κυρίως του Πάσχα. Το κλειδί της τακτικής αυτής είναι ότι οι Λατίνοι κληρικοί έχουν εντολήν να μη κάμνουν προσυλητισμόν των Ορθοδόξων, και κυρίως αυτών που εκκλησιάζονται σ’ αυτούς. Τουναντίον τους κάμνουν να αισθάνωνται υπερήφανοι δια την Ορθοδοξίαν τους. Παραλλήλως ποτίζουν τους Λατίνους πιστούς τους με χαράν όταν Ορθόδοξοι έρχονται και κοινωνούν στην εκκλησίαν τους.

54) Το 1976-1977 άρχισε η εργασία της λεγομένης Τεχνικής Επιτροπής δια την προετοιμασίαν του διαλόγου μεταξύ του Βατικανού και των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι εκπρόσωποι του Φαναρίου και της Αλεξανδρείας παρέσυραν την πλειοψηφίαν κατά της προτάσεως των εκπροσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος ότι ο σκοπός και το θεμέλιον του διαλόγου δεν ημπορεί παρά να είναι η παράδοσις της αδιαιρέτου Εκκλησίας των 7 Οικουμενικών Συνόδων. Με άλλα λόγια από τότε έθεσαν τα θεμέλια της εν λόγω συμφωνίας του Μπαλαμάντ ότι τα μυστήρια θα θεωρούνται έγκυρα άσχετα αν κανείς δέχεται 7 ή 21 Οικουμενικάς Συνόδους, άσχετα αν δέχεται την μεθεκτήν σωστικήν χάριν κτιστήν ή άκτιστον, άσχετα αν δέχεται τον Άγγελον της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης κτιστόν ή άκτιστον, άσχετα αν δέχεται ότι ο Σεσαρκωμένος Λόγος είναι Αυτός Ούτος ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος της Παλαιάς Διαθήκης και αν είναι άκτιστος και ομοούσιος τω Πατρί, ή το εκ του μηδενός γινόμενον και στο μηδέν απογινόμενον του Αυγουστίνου και των Φραγκο-Λατίνων, του σημερινού Βατικανού και των πλείστων των Προτεσταντών.

VI. Η Ευχαριστιακή και Εκκλησιολογική ειδωλολατρία

55) Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος καταδικάζει την ευχαριστιακήν ειδωδολατρίαν και εκκλησιολογίαν της εποχής του. Ορισμένοι Ορθόδοξοι ισχυρίζοντο ότι η μυστηριακή ένωσις με τον Χριστόν γίνεται μόνον μέσω της Θείας ευχαριστίας χωρίς να είναι ανάγκη ο κοινωνών να ευρίσκεται στην κατάστασιν του φωτισμού ή τουλάχιστον της καθάρσεως. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος συνοψίζει την πατερικήν ερμηνευτικήν περί της πραγματικότητος της Εκκλησίας και των μελών αυτής βάσει των επιστολών του Αποστόλου Παύλου. «Ίνα δε και τας διαφοράς των μελών και τίνα ταύτα και τίνες εισίν αποδείξη, έφη Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους. Και ούς μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, έπειτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών (1 Κορ. 12;27-28) Είδες τας διαφοράς των μελών του Χριστού; Έμαθες τίνες εισί μέλη αυτού;» [ 11 ] Ο Απόστολος Παύλος περιγράφει με πάσαν ακρίβειαν ποίοι είναι αυτοί που είναι ηνωμένοι με τον Χριστόν και αποτελούν το Σώμα Του, την Εκκλησίαν. Δηλαδή το πρώτο σκαλοπάτι με το οποίον γίνεται κανείς μέλος της εκκλησίας είναι τα γένη γλωσσών που μετά απλοποιήθηκαν γενόμενα η λεγομένη «νοερά ευχή.» Οι υπόλοιποι των κοινωνούντων, αλλά αναξίως, είναι «ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί (1 Κορ. 11;30).» Παρ’ ότι είναι βαπτισμένοι παραμένουν ιδιωτεύοντες (λαϊκοί) και λέγουν μόνον το «αμήν» στην εκκλησίαν. Τούτο διότι δεν ανήκουν ακόμη στο «βασίλειον ιεράτευμα» αφού δεν απέκτησαν ακόμη ή και έχασαν την νοεράν ευχήν. Δια τούτο ο Χρυσόστομος προειδοποιεί, «Μη τοίνυν θαρρώμεν, ότι γεγόναμεν άπαξ του σώματος.» [ 12 ]

56) Εις την εποχήν του Αποστόλου Παύλου εξελέγετο κανείς επίσκοπος ή πρεσβύτερος από την ομάδα των προφητών, δηλαδή των δοξασμένων/θεουμένων. Δια τούτο ο Παύλος γράφει στον Τιμόθεον «μή αμέλει του εν σοί χαρίσματος, ό εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου (1 Τιμ. 3;14).» Δια τούτο ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας πληροφορεί ότι στα χρόνια του υπήχαν επίσκοποι που στην εποχήν του αποστόλου Παύλου θα έλεγαν μόνον το «αμήν» στην εκκλησίαν. Στην καρδιάν της Περί Πίστεως Εκθέσεως του Δαμασκηνού είναι μεταξύ των άλλων και μαζί με τον Απόστολον Παύλον και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρειοπαγίτης ο οποίος τονίζει ότι ο επίσκοπος εκλέγεται από μεταξύ των θεουμένων. Αυτή η παράδοσις διατηρήθηκε όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ακριβώς δια να καταργηθή η παράδοσις αυτή ιδρύθηκαν αι Θεολογικαί Σχολαί της Χάλκης και των Αθηνών και εν συνεχεία της Θεσσαλονίκης. Έτσι δεν ήτο ανάγκη πλέον οι υποψήφιοι επίσκοποι να είναι θεολόγοι από την θέωσίν τους ή τουλάχιστον από τον φωτισμόν της καρδίας τους από την νοεράν ευχήν, αλλά από το πτυχείο του Πανεπιστημίου επάνω στο οποίο γράφει θεολόγος μάλιστα.

57) Ο λόγος που ο Χρυσόστομος μας λέγει ότι δεν πρέπει να νομίζομε ότι γίναμε άπαξ και δια πάντα μέλη του Σώματος του Χριστού είναι το γεγονός ότι τα στάδια με τα οποία γινόμεθα μέλη είναι στάδια θεραπείας της βιολογικής και πνευματικής αρρώστιας που συνκεντρούται στην καρδίαν του κάθε ανθρώπου. Η θεραπεία αρχίζει με την κάθαρσιν της καρδίας και καταλήγει στην Θεοπτίαν στην ζωήν αυτήν. Όταν ο Κύριος της Δόξης λέγει «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι Θεόν όψονται,» εννοεί τον δοξασμόν, δηλαδή την θέωσιν, εις αυτήν την ζωήν της οποίας προηγείται η κάθαρσις και ο φωτισμός της καρδίας.

58) Η αρρώστια της ανθρωπίνης προσωπικότητος συνίσταται εις την εξασθένησιν της κοινωνίας της καρδίας με την δόξαν του Θεού (Ρωμ. 3:23) και την υποδούλωσίν της εις τον κόσμον, δια του κατακλυσμού της από τους εξηρτημένους από το περιβάλλον λογισμούς (Ρωμ. 1:21-24, 2:5). Εις αυτήν την κατάστασιν ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεόν κατά την εικόνα του νοσούντος εαυτού του ή ακόμη και των ζώων (Ρωμ. 1:22). Ούτως ο έσω άνθρωπος υφίσταται τον πνευματικόν θάνατον, «εφ’ ω (λόγω του οποίου) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5:12). [ 13 ] Δηλαδή η αγάπη υποδουλώνεται εις το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως, το οποίον την παραμορφώνει και την μεταμορφώνει εις εγωκεντρικήν και ιδιοτελή ενέργειαν, υποβαθμισμένην εις απλήν αναζήτησιν επιβιώσεως, ασφαλείας και ευτυχίας.

59) Η πτώσις εκάστου ανθρώπου και η δουλεία του εις την κτίσιν συνίσταται εις την σύγχυσιν της ενεργείας του ανθρωπίνου πνεύματος με αυτήν της διανοίας, καθ’ ήν σύγχυσιν, οι προερχόμενοι εκ του περιβάλλοντος λογισμοί γίνονται λογισμοί του πνεύματος, με αποτέλεσμα να εξασθενή κατά ποικίλους βαθμούς η εν τη καρδία κοινωνία με την άκτιστον ενέργειαν και βασιλείαν του Θεού.

60) Η θεραπεία της νόσου ταύτης αρχίζει με την κάθαρσιν του πνεύματος του ανθρώπου, δηλαδή την κατά τους πατέρας νοεράν ενέργειαν της ψυχής, από όλους τους λογισμούς, καλούς και κακούς, και τον περιορισμόν τους εις την διάνοιαν. Συγχρόνως το πνεύμα (δηλαδή η νοερά ενέργεια) του ανθρώπου ελευθερούται από την διάνοιαν και επιστρέφει με την νοεράν ευχήν εις την καρδίαν. Εις την φυσικήν του κατάστασιν το πνεύμα του ανθρώπου ενεργεί ωσάν στρόβιλος εντός της καρδίας� ενώ εις την πεπτωκείαν του κατάστασιν ευρίσκεται διάχυτον εις τον εγκέγαλον ταυτιζόμενον με τα νοήματα και τα ρήματά του και υπόδουλον εις αυτά. Έτσι αντί να βασιλεύει ο άνθρωπος μετά του Θεού επί της φύσεως, καθίσταται δούλος αυτής. Δια να αποκατασταθή η φυσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης προσωπικότητος μέσω της περιτομής ταύτης της καρδίας από όλους τους λογισμούς (Ρωμ. 2:29), πρέπει να ελευθερωθή ο έσω άνθρωπος από την δουλείαν εις ό,τιδήποτε εν σχέσει προς το περιβάλλον του, λ.χ. αυτοϊκανοποίησιν, πλούτον, ιδιοκτησίαν, ακόμη και τους γονείς και συγγενείς του (Ματθ. 10:37; Λουκ. 14:26). Ο σκοπός δεν είναι η απόκτησις Στωϊκής απαθείας δια της καταργήσεως της συμπαθείας, αλλ’ η παροχή της δυνατότητος εις την καρδίαν να δεχθή τας προσευχάς και τους ψαλμούς, που το Άγιον Πνεύμα μεταφέρει εκεί από την διάνοιαν και ενεργοποιεί αδιαλείπτως. Έτσι ο επί κεφαλής του νευρικού συστήματος εγκέφαλος απασχολείται με τας καθημερινάς δραστηριότητάς του και τον ύπνον, ενώ συγχρόνως το πνεύμα του ανθρώπου προσεύχεται εν τη καρδία αδιαλείπτως. Δηλαδή γίνεται ωσάν επισκευασμένη δισκέτα υπολογιστού εις την οποίαν κείμενα προσευχών μεταφέρονται από τον εγκέφαλον και επανέρχονται εις αυτόν. Όμως οι ούτω πνεύματι προσευχόμενοι αδιαλείπτως, προσεύχονται και μεγαλοφώνως με την λογικήν προκειμένου να συνεισφέρουν εις την κατήχησιν και οικοδομήν των ιδιωτών και απίστων. Αυτό εννοεί ο Παύλος με το «προσεύξωμαι τω πνεύματι, προσεύξωμαι τω νοΐ� ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ» (Α’ Κορ. 14:15).

61) Εν σχέσει με την θεραπείαν αυτήν δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των Λατίνων και των Προτεσταντών αφού είναι και οι δυό τους τα πνευματικά τέκνα του Αυγουστίνου. Υπάρχει όμως μία σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Ενώ οι Λατίνοι παρέμειναν πιστοί στην δαιμονικήν πνευματικότητα του Νεο-Πλατωνικού μυστικισμού του Αυγουστίνου, το μεγάλο μέρος των Διαμαρτυρομένων την εγκατέλειψαν μαζί με τον Φραγκο-Λατινικόν μοναχισμόν που την ασκούσε.

62) Υπάρχουν σήμερον πολλοί τύποις Ορθόδοξοι που λίγο διαφέρουν ουσιαστικά από τους Λατίνους και Διαμαρτυρομένους. Μη γνωρίζοντες τα καθαρώς θεραπευτικά θεμέλια της Ορθοδοξίας, στοχάζονται περί των δογμάτων της πίστεως. Οι πιό παράξενοι από όλους είναι εκείνοι που δέχονται μίαν καθαρώς Φραγκο-Λατινικήν μαγικήν αντιλήψιν περί μυστηρίων που τους επιτρέπει να ταυτίζουν την Εκκλησίαν με την κοινωνίαν της Θείας Ευχαριστίας υπό τον Επίσκοπον χωρίς τα στάδια μεθέξεως στο Σώμα του Χριστού και χωρίς την προϋπόθεσιν ότι τα μέλη Του είναι οι φωτισμένοι και οι θεούμενοι/δοξασμένοι. Αυτή η Ευχαριστιακή Ειδωλολατρεία έγινε από την αρχήν το μυστικόν θεμέλιον του διαλόγου μεταξύ του Βατικανού και του Φαναρίου. Ήλθε εις την επιφάνειαν με την άρσιν της «ακοινωνησίας» από το Βατικανό και των «αναθεμάτων» από το Φανάρι την 7ην Δεκεμβρίου το 1965. Συγχρόνως το Φανάρι έκαμε την παράδοξον διάκρισιν μεταξύ του «διαλόγου της αγάπης,» που τότε άρχισε, και του «Θεολογικού Διαλόγου» που πρόκειτο να αρχίση. Η εργασία της Τεχνικής λεγομένης Επιτροπής δια τον «Θεολογικόν Διάλογον» λειτούργησε το 1976-1977. Ευθύς εξ αρχής άρχισε με την εμμονήν του Φαναρίου και των υποστηρικτών του να μη γίνη σκοπός του διαλόγου η ένωσις των Εκκλησιών βάσει της κοινής παραδόσεως της αδιαιρέτου Εκκλησίας των Επτά Οικουμενικών Συνόδων. Εν τω μεταξύ οι Λατίνοι μας είχαν μοιράσει το δικό τους κείμενον δια τον σκοπόν και την μέθοδον του διαλόγου. Εν συνεχεία ένας από τους εκπρόσωπους του Φαναρίου που συνεργάσθηκε με τους Λατίνους σέ μικτήν υποεπιτροπήν μας ανήγγειλε στην επομένην συνάντησιν της Ορθοδόξου Τεχνικής Επιτροπής τα «ευχάριστα» νέα ότι οι Λατίνοι τόσον πολύ ενθουσιάσθηκαν με το Ορθόδοξον κείμενον που εγκατέλειψαν το δικό τους κείμενον και υιοθέτησαν το κείμενον της Ορθοδόξου επιτροπής. Έτσι έληξε το έργον της Τεχνικής Επιτροπής.

63) Παραδόξως η αίρεσις αυτή της Ευχαριστιακής Ειδωλολατρείας έφτασε να διέπη σήμερον όλον το θεολογικόν έργον του «Πίστις και Τάξις» του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών.

VII. Το Ερώτημα

64) Το βασικό ερώτημα ενώπιόν μας είναι σαφές: Είναι το δόγμα η προστασία των πιστών από κομπογιαννίτες στοχαστές που δεν γνωρίζουν ούτε την νόσον της καρδίας και την θεραπείαν της; Ή με άλλα λόγια, είναι το δόγμα οδηγός στην θεραπείαν της καθάρσεως της καρδίας και του φωτισμού της και της θεώσεως, ή όχι;

65) «Ώστε ός αν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου. δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω� ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (1 Κορ. 11:28-30). Με άλλα λόγια πρέπει κανείς να δοκιμάση τον εαυτόν του αν είναι στην κατάστασιν φωτισμού και επομένως μέλος του σώματος του Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος, με τουλάχιστον τα «γένη γλωσσών,» δηλαδή την νοεράν προσευχήν. Άλλως εσθίει τον άρτον και πίνει το ποτήριον του Κυρίου αναξίως (Κορ. 11:27). Εν τοιαύτη περιπτώσει ευρίσκεται μεταξύ ή των «ασθενών» ή των «αρρώστων» ή των «πνευματικώς κοιμωμένων (νεκρών)» (1 Κορ. 11:30), δηλαδή μη μετέχων εις την πρώτην ανάστασιν του έσω ανθρώπου. Ο τοιούτος μετέχει εις την Θείαν Ευχαριστίαν ουχί αξίως, αλλά εις κατάκριμα. Δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί τον δείπνον της αγάπης (πού τότε συνόδευε κάθε ευχαριστιακήν σύναξιν) ως ευκαιρίαν να τρώη και να πίνη. Τούτο κάμει κανείς στο σπίτι του (1 Κορ. 11:21-22,34). «ει δε εαυτούς διεκρίνομεν (δηλαδή δια της νοεράς προσευχής), ουκ εκρινόμεθα� κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη σύν τω κόσμω κατακριθώμεν» (1 Κορ. 11:31-32). Εις τον φωτισμόν και εις τον δοξασμόν, δηλαδή στην θέωσιν, κρινόμενοι οι φωτισθέντες και οι θεωθέντες εκπαιδεύονται εντός του πνεύματός των από τον ίδιον τον Χριστόν. Την θεραπείαν αυτήν περιγράφει εν συνεχεία ο Απόστολος Παύλος στην 1 Κορινθίους κεφ. 12 με 15:11. [ 14 ]

66) Ο μόνος σκοπός της διατυπώσεως των δογμάτων από Οικουμενικάς και Τοπικάς Συνόδους ήτο και είναι η διαφύλαξις των πιστών εντός της θεραπευτικής αυτής αγωγής, της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού/θεώσεως και από κομπογιαννίτες μη ορθοδόξους και τυπικά ορθοδόξους ιατρούς. Τούτο επειδή «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού…» (Ρωμ. 3:23). Αι διατυπώσεις των δογμάτων ουδεμίαν σχέσιν έχουν με θεολογικόν ή φιλοσοφικόν στοχασμόν. Η αρώστεια του ανθρώπου συνίσταται εις τον σκοτασμόν του πνεύματος εις την καρδίαν που αρχίζει να θεραπεύεται με την αδιάλειπτον προσευχήν, και όχι με στοχασμούς θεολογικο-φιλοσοφικούς. Τούτο διότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ του ακτίστου Θεού και των κτισμάτων Του και επομένως «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον» όπως δογματίζουν οι προφήται, οι απόστολοι και οι πατέρες κατά το ρητόν του Γρηγορίου του Θεολόγου. Δια τούτο οι περί Θεού και ανθρώπου στοχασμοί του Αυγουστίνου και των Φραγκο-Λατίνων Σχολαστικών, βάσει της analogia entis και της analogia fidei, είναι παντελώς ξένοι προς την Βιβιλικήν και Πατερικήν παράδοσιν. Σήμερον θεωρούνται μάλιστα ως γνωρίσματα νοητικώς καθυστερουμένων τινων θρησκολήπτων.

VIII. Το Βατικανό στην πρόσφατη Ιστορία και αλλαγή τακτικής

67) Το 1912 οι σύμμαχοι της Ελλάδος υπέγραψαν εν αγνεία της μυστικήν συμφωνίαν στο Λονδίνον με την Ιταλίαν δια να πάρη αυτή τα Δωδεκάννησα από την Τουρκίαν ως αντάλλαγμα δια να πολεμήση μαζί τους κατά της Γερμανίας. Έτσι η Ιταλία απέκτησε τα Δωδεκάννησα με την Συνθήκην της Λωζάνης το 1923. Με την Συνθήκην αυτή οι Φραγκο-Λατίνοι ευγενείς της Ευρώπης επέτυχαν την εθνικήν κάθαρσιν της Τουρκίας από την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν και από την εντός αυτής Ρωμαιοσύνην και την αντικάστασιν των δύο με την σημερινήν Δυτικοποιημένην Τουρκίαν. Δηλαδή εχρησιμοποίησαν την Ελλάδα ως το αφελές δόλωμα δια να επιτύχουν με ένα θανατηφόρον κτύπημα τα εξής: 1) κατήργησαν την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, 2) κατήργησαν ολοσχερώς το Χαλιφάτο του Ισλάμ, 3) κατήργησαν την εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ρωμαιοσύνην, 4) κατήργησαν και την Ρωμαϊκήν και την Ελληνικήν Μεγάλην Ιδέαν, 5) αποψίλωσαν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον από το κυρίως ποίμνιόν του, 6) ίδρυσαν την Δυτικοποιημένην Τουρκίαν του Ατατούρκ και 7) χρησιμοποίησαν την Νέαν αυτήν Τουρκίαν ως σφήνα δια να αρχίσουν την Δυτικοποίησιν ολοκλήρου του Ισλάμ.

68) Η ανοησία και η αφέλεια των Νεο-Ελλήνων συνίστατο εις την πεποίθησιν ότι οι δήθεν σύμμαχοι πραγματικά ήθελαν να στηρίξουν και να αποκαταστήσουν, αν όχι την Ρωμαϊκήν Μεγάλην Ιδέαν, τουλάχιστον την Αρχαίαν Ελληνικήν Μεγάλην Ιδέαν, αφού ήταν λάτρες των Αρχαίων Ελλήνων. Οι Έλληνες του 1912 ήταν τόσον φουσκωμένοι από την δήθεν αρχαιοελληνικήν λατρείαν των δήθεν συμμάχων τους που δεν κατάλαβαν πόσον πιό σπουδαίον ήταν δια την Δύσιν η ίδρυσις μιάς μη Ισλαμικής αλλά κοσμικής Τουρκίας από κάποιαν αποκατάστασιν της Αρχαίας Ελλάδος στην Μικράν Ασίαν. Το ότι οι δήθεν σύμμαχοι έδωσαν το δικαίωμα εις τους Ρωμαίους της περιοχής της Σμύρνης να αποκτήσουν την Ελληνικήν ιθαγένειαν είχε ως μοναδικόν σκοπόν να αγριεύσουν και να αναγκάσουν τους Τούρκους να ανατρέψουν το Οθωμανικόν και το Ισλαμικόν τους καθεστώς και να στραφούν στον Ατατούρκ δια να τους σώση από την καταστροφήν. Αλλά οι Τούρκοι Ισλαμισταί έπαυσαν να τρώνε το κουτόχορτο του Δυτικού Πολιτισμού και θα επιδιώξουν να ηγηθούν και να ενώσουν τα Ισλαμιστικά κινήματα του κόσμου και ασφαλώς θα επαναφέρουν το Χαλιφάτο.

69) Το Βατικανό ήταν ιστορικά στα χέρια των Τοσκανο-Φράγκων με πρωτεύουσα την Φλωρεντία και των Λογγοβάρδων με πρωτεύουσα το Μιλάνο. Αυτό το Φραγκο-Λατινικό Βατικανό συνεσχεδίασε με τους ευγενείς της Φράντσιας, της Ιταλίας και Βρεττανίας τα ανωτέρω και την αντικατάστασιν των Ορθοδόξων επισκόπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα Δωδεκάννησα με Φραγκο-Τοσκάνους και Λογγοβάρδους επισκόπους. Αυτοί αποτελούν ακόμη την πλειοψηφίαν της ιεραρχείας της Ιταλίας και που περνάνε δια Ιταλούς από το 1870.

70) Το Βατικανό άλλαζε την πολεμικήν του τακτικήν έναντι της Ορθοδοξίας ανάλογα με τον βαθμόν Δυτικοποιήσεως της Ορθοδοξίας. Αλλά εμφανίσθηκε κατά τα μέσα του αιώνος τούτου μία στροφή των διανοουμένων του Βατικανού προς τους Ελληνοφώνους πατέρας μετά τον Δαμασκηνόν. Άρχισε μιά εντατική προσπάθεια της εναρμονίσεως των μετά το σχίσμα δύο παραδόσεων. Έτσι το Βατικανό δεν έθεσε τέρμα εις τον πόλεμόν του δια την αφομοίωσιν της Ορθοδοξίας. Απλώς η κυριάρχουσα τακτική του Βατικανού μετετράπη εις τον διάλογον της αγάπης της μυστηριακής κοινωνίας την οποίαν επινόησαν μάλιστα Ορθόδοξοι Θεολόγοι.

71) Σπουδαίο μέρος της αλλαγής αυτής της τακτικής του Βατικανού είναι η επέκτασις της πατερικής παραδόσεως πέραν των Ιωάννου Δαμασκηνού και Θεοδώρου Στουδίτη μέχρι τον Συμεών τον Νέον Θεολόγον και ακόμη και στον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμά. Το κλειδί, όμως, της επεκτάσεως αυτής της πατερικής παραδόσεως είναι το γεγονός ότι οι Φραγκο-Λατίνοι είχαν ήδη Νεο-Πλατωνοποιήσει και Αυγουστινοποιήσει τους Πατέρες μέχρι τον 8ον αιώνα καί, με την βοήθειαν ενός Ρώσσου θεολόγου, έκαμναν το ίδιο με τον Άγιον Γρηγόριον Παλαμά και τους προκατόχους και διαδόχους του. Έτσι τεχνηέντως το Βατικανό ταυτίζει την ειδικήν του πνευματικότητα της Νεο-Πλατωνικής ευδαιμονίας του Αυγουστίνου και των Φραγκο-Λατίνων με την Ορδόδοξον πνευματικότητα.

72) Παράδοξον είναι το πιθανόν ότι οι διαλεγόμενοι ημέτεροι δεν γνωρίζουν τί τους γίνεται.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[ 1 ] Διάλεξις γενομένη την 12ην ‘Απριλίου 1994 εις το τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονικής. Δημοσιεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονικής, Θεολογική Σχολή – Τμήμα Θεολογίας, σέ τόμο που επιγράφεται ΚΑΙΡΟΣ, Τόμος τιμητικός στον ομότιμο καθηγητή Δαμιανό Αθ. Δόικο, τόμος Β, Θεσσαλονίκη 1995, σελ.261-282. [ 2 ] Φαίνεται δεν συνεζητήθησαν τα περί της εγκυρότητος των μυστηρίων και το εν λόγω κείμενον υπέγραψαν οι δύο πρόεδροι και γραμματείς. [ 3 ] Ιδε August Thierry, Historie de la Conquete de l’ Angleterre par les Normands, Paris 1843, τομ. 2. σ. 147 (1071-1072), 215-219 (1075-1076), 284, 313-314, 318 (1087-1094); τομ. 3, σ. 35 (1110-1138), 214-215 (1203). [ 4 ] Αυτόθι., τομ. 2, σ..55, 66 (1068), 111, 145, 184 (1070-1072), 215 (1075-1076), 240-242 (1082), 313-316 (1088-1089); τομ. 3, σ. 35, 44, 47 (1110-1140). [ 5 ] Αυτόθι., τομ. 2, σ. 232, 236 (1080); τομ. 3, σ. 27, 36-37, 39 (1110-1138), 55 (1141-1142); τομ. 4, σ. 349 (1387). [ 6 ] Αυτόθι., τομ. 2, σ. 315 [ 7 ] Γράφει ότι, «Του Αυτοκράτορος η ομολογία πίστεως επικρατεί εις ολους τους Χριστιανούς των επαρχιών της Άφρικής, της Κυρηνείας, (Cyril), της Άνδαλουσίας (τό Άραβικό ονομα ολοκλήρου της Ισπανίας) και ολου του Sham (δηλαδή Συρία, Λίβανον, Παλαιστίνη και Ιορδανία…)» Είς το βιβλίο του al-Fasl fi al-Milal w-al-Ahwaw-al-Nihal. Το χωρίον αυτό επεσήμανε μαθητής μου ο Elie Danaoui στο Πανεπιστήμιον του Μπαλαμάντ αφού τον παρακάλεσα να ψάξη τας Αραβικάς πηγάς δια αυτού του είδους πληροφορίες. Φαίνεται οι του Βατικανού ιστορικοί τας γνωρίζουν και δια τούτο οι Ουνίτες του στην Μέσην Ανατολήν λέγονται Μελχίτες, δηλαδή άνθρωποι του Αυτοκράτορος, ενώ οι Ορθόδοξοι καυχώνται ότι δεν είναι. [ 8 ] Αυτόθι. [ 9 ] Δηλαδή γέννημα της Magna Graecia της Κάτω Ιταλίας. [ 10 ] Migne P L, 89, 744; Mansi 12, 313-314 [ 11 ] Βίβλος των Ηθικών Στ’, Πώς ενούται τω Χριστώ και Θεώ και έν γίνονται μετ’ αυτού πάντες οι άγιοι. [ 12 ] Ρ.G. 60:23. Βλ. Ι. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, έκδοσις β’, Αθήνα 1989, σελ. 173. [ 13 ] Δια την Πατερικήν ερμηνείαν του «εφ’ ώ» εις το χωρίον Ρωμ. 5:12 βλέπε J.S Romanides, «Original Sin According to St. Paul,» εν St Vladimir’s Quartely (μέ την παλαιάν αρίθμησιν της εποχής του π. Γεωργίου Φλωρόβσκυ που κατήργησαν οι διάδοχοί του) New York, 1955, τόμος IV, τεύχοι 1 και 2: Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήνα 1957, 2α έκδοσις Δόμος Αθήνα 1989, κεφ. 6 [ 14 ] Αυτόθι.

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (3ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 29 Σεπτεμβρίου, 2011 by entoytwnika

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 2
ΤΟΥ ΙΕ’ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ Α’ ΚΑΙ Β’ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ
ΣΥΝΟΔΟΥ

Τό κείμενον του υπό κρίσιν χωρίου έχει ώς ακολούθως:

«Οι γάρ δι’ αίρεσιν τίνα, παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της προς τόν πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι τήν αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, καί γυμνή τή κεφαλή έπ’ Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ού μόνον τή κανονική επιτιμήσει ούχ υπόκεινται πρό συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς τής προς τόν καλούμενον έπίσκοπον κοινωνίας άποτειχίζοντες, αλλά καί τής πρεπούσης τιμής τοις όρθοδόξοις άξιωθήσονται. Ού γάρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί ού σχίσματι τήν ένωσιν τής Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων καί μερισμών τήν Έκκλησίαν έσπούδασαν ρύσασθαι.»
(όρα Ι. Πηδάλιον, έκδ. 1886, σελ. 292).

Οί σοφοί τών Θείων καί Ιερών Κανόνων έρμηνευταί, τών οποίων τάς ερμηνείας ή Εκκλησία παρεδέχθη καί έφαρμόζει, περί του ύπό κρίσιν χωρίου, ούτως άπεφάνθησαν:

Βάλσαμων:«Ει γάρ μή δι’ έγκληματικήν αιτίασιν, αλλά δι’ αίρεσιν χωρίση τις εαυτόν από του επισκόπου αύτού, ή του μητροπολίτου, ή του πατριάρχου, ώς έπ’ εκκλησίας διδάσκοντος άνερυθριάστως διδάγματα τίνα άπηλλοτριωμένα του όρθού δόγματος, ό τοιούτος, καί πρό εντελούς διαγνώσεως, πολλώ δέ πλέον καί μετά διάγνωσιν, εάν εαυτόν άποτειχίση, ήγουν χωρίση από τής κοινωνίας του πρώτου αυτού, ού μόνον ού τιμωρηθήσεται, άλλα καί τιμηθήσεται, ώς ορθόδοξος· ού γάρ άπέσχισεν εαυτόν από Επισκόπου, αλλά από ψευδεπισκόπου καί ψευδοδιδασκάλου· καί τό παρά τούτου γεγονός, επαίνου άξιον έστιν, ώς μή κατατέμνον τήν Έκκλησίαν, άλλα μάλλον συνάπτον αυτήν, καί μερισμού άπαλλάττον».

Άριστηνός:«Ει δέ τίνες αποσταιέν τίνος, ού διά πρόφασιν εγκλήματος, άλλα δι’ αίρεσιν, ύπό συνόδου, ή αγίων πατερων κατεγνωσμένην, τιμής καί αποδοχής άξιοι, ως ορθόδοξοι». (όρα Ράλλη-Ποτλή «Σύνταγμα Τ. Κανόνων», τόμ. Β’, σελ. 694).

Ό «Αγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, ούτως ήρμήνευσεν τό ειρημένον χωρίον εν τω Ίερώ Πηδαλίω, τό όποιον είναι ύπό τής Εκκλησίας έγκεκριμένον: «Έάν οι ρηθέντες πρόεδροι είναι αιρετικοί, καί τήν αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, καί διά τούτο χωρίζονται οί εις αυτούς υποκείμενοι, καί πρό του νά γένη ακόμα συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οί χωριζόμενοι αυτοί, οχι μόνον διά τόν χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά καί τιμής τής πρεπούσης, ώς Όρθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα προεξένησαν εις τήν Έκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αυτόν, άλλα μάλλον ήλευθέρωσαν τήν Έκκλησίαν άπό τό σχίσμα καί τήν αίρεσιν τών ψευδεπισκόπων αυτών. «Ορα καί τόν λα’ Άπόστολ. Καν.» (αυτόθι σελ. 292).
Έκ τών ανωτέρω επισήμων ερμηνευτικών διατάξεων του εΐρημένου ‘Ιερού Κανόνος, σαφώς προκύπτει τό λογικόν συμπέρασμα οτι:
«Ό πρόεδρος (= προϊστάμενος) τής εκκλησίας, (ή τής ενορίας ή καί μικράς ομάδος Όρθοδόξων), είτε πατριάρχης είναι, είτε μητροπολίτης, είτε επίσκοπος, είτε καθηγούμενος Μοναστηρίου, είτε γέροντας συνοδίας, είτε γέροντας ενός Μοναχού, είτε πνευματικός ενός πιστού, ΟΤΑΝ κηρύττη δημοσία «γυμνή τή κεφαλή» κακοδοξίαν τίνα κατεγνωσμένην (= κατεδικασμένην) ύπό Συνόδου ή ύπό Αγίων Πατέρων, τότε ό ύπ’ αύτού ποιμαινόμενος κλήρος καί λαός, αλλά καί πάντες οί λαμβάνοντες γνώσιν τών κακοδοξιών αυτού Χριστιανοί, αποκτούν πάραυτα έκ του Ίερού Κανόνος τό Κανονικόν δικαίωμα καί καθήκον, νά άποκηρύξωσιν αυτόν καί νά απομακρυνθούν τής κοινωνίας αύτού, έάν θέλουν νά λέγωνται καί νά είναι Όρθόδοξοι Χριστιανοί καί όχι αιρετικοί (ώς αίρετικόν περιποιούμενοι, κατά τόν Δοσίθεον ‘Ιεροσολύμων)!

Λέγουσι τινές, έρμηνεύοντες τόν ειρημένον Κανόνα, οτι μόνον οσάκις καταδικασθή ό επίσκοπος, μητροπολίτης, ή πατριάρχης, ύπό του συνόλου τών Επισκόπων τής Εκκλησίας, τών όρθοτομούντων τόν λόγον τής άληθείας, τότε μόνον είναι επιτρεπτή ή διακοπή του μνημόσύνου καί τής κοινωνίας ην διαλαμβάνει ό ΙΕ’ Κανών, παράγρ. 2.
Ή ερμηνεία αύτη είναι προδήλως πεπλανημένη, αύθαίρετος καί εναντία καί προς αυτό τούτο τό κείμενον του Ιερού Κανόνος, τό οποίον, καί ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ κρίσεως, σαφώς καί κατηγορηματικώς διαλαμβάνει τήν άποτείχισιν κλήρου καί λαού άπό του κηρύσσοντος αίρεσιν κατεγνωσμένην. Ή άντορθόδοξος αύτη αυθαίρετος ερμηνεία, ή πάντη αντίθετος καί προς αυτό τό γράμμα του ‘Ιερού Κανόνος, υπηρετεί προδήλως τά συμφέροντα καί τους σκοπούς τών ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων, προς διάδοσιν τής παρ’ αυτών κηρυσσομένης παναιρέσεως, διά τούτο καί ύπ’ αυτών μόνον προβάλλεται καί υποστηρίζεται, τήν οποίαν, ούτε νά άκούση Όρθόδοξος ψυχή ανέχεται!
Ώς δευτέραν έρμηνείαν του οικείου Κανόνος, παρουσιάζουσι τήν έπιλεγομένην «δυνητικήν» έρμηνείαν. Κατ’ αυτήν, «ό Ιερός Κανών είναι δυνητικός καί ουχί ύποχρεωτικός. Δέν αξιοί, δηλαδή, απαραιτήτως, παρά τών κληρικών όπως παύσωσι τό μνημόσυνον του αιρετικά διδάσκοντος επισκόπου πρό τής καταδίκης αύτου, άλλα απλώς παρέχει εις αυτούς τήν δυνατότητα. «Αν τις κληρικός, λέγει ό Κανών, αποκοπή άπό τοιούτον έπίσκοπον «πρό συνοδικής διαγνώσεως», ουδαμώς παρανομεί, διό καί δέν υπόκειται εις έπιτίμησιν, άλλα μάλλον άξιος επαίνου είναι. «Αν όμως έτερος κληρικός δέν πράξη τούτο, άλλα, χωρίς νά άσπάζηται τάς διδασκαλίας του επισκόπου, συνεχίζη τό μνημόσυνον αύτού, αναμένων «συνοδικήν διάγνωσιν» καί καταδίκην, ουδαμώς κατακρίνεται ύπό του Κανόνος».
Τοιούτο σόφισμα ην διατυπώνουν οί «νέοι» «Ζωναράδες», δέν διετυπώθη ύπό ούδενός Όρθοδόξου Αγίου, ή Κανονολόγου εις τό πέρασμα τοσούτων αιώνων, ουδέ καί εις τήν πράξιν έφηρμόσθη ποτέ ύπ’ αυτών, ούτε ακόμη καί πρό του ‘Ιερού Κανόνος(!!), ούτε καί μετά τήν διατύπωσίν του! Επομένως, έν τή Όρθοδοξία ή… «δυνητική» ερμηνεία τών «νέων» κανονολόγων είναι ξένη! «Αχρι τών ημερών μας υπάρχει καί χρησιμοποιείται, δυ-στυ-χώς, διά τήν άπρόσκοπτον έξάπλωσιν τοϋ οικουμενισμού καί όλων τών άλλων κακοδόξων κηρυγμάτων τής εποχής μας!…
Άλλ’ ϊνα μή φανή ότι έκ τών ιδίων λαλούμεν, συκοφαντούντες τους νέους «Ζωναράδες», άπαθώς θά έξετάσωμεν τό πρό του ‘Ιερού Κανόνος Έκκλησιαστικόν καθεστώς, και τήν μετά τόν Κανόνα πρακτικήν έφαρμογήν.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ