Archive for the ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ Category

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika
Οίς γάρ το μνημόσυνον και η κοινωνία απωλείας πρόξενα, τούτοις η παύσις και η διάστασις σωτηρίας υπόθεσις γίνεται (ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ)

Μνημόσυνον, είναι Ιερά Παράδοσις και έθος πανάρχαιον είς την Εκκλησίαν του Χριστού. Είναι επιτακτική υποχρέωσις των λειτουργών της Πίστεως ημών, όπως, κατά τον παραδεδομένον τύπον, ο λειτουργός να αναφέρη το όνομα του οικείου προέδρου – του ορθοτομούντος τον λόγον της αληθείας – (του μή όντος ασεβούς ή αδίκου, κατά τον λα΄ Αποστολικόν Κανόνα) έν ταίς ιεραίς των ακολουθιών και λειτουργιών ευχαίς.
Η υποχρέωσις αύτη, έθος και Παράδοσις ούσα, το πρώτον ρητώς και κατηγορηματικώς εθεσπίσθη υπό των ΙΓ΄ και ΙΔ΄ Κανόνων της Α΄ και Β΄ Συνόδου.
Η Αγία ειρημἐνη Σύνοδος, συνελθούσα, έν Κων/πόλει έν έτει 861 ή κατ΄ άλλους τώ 863, και επιθυμούσα (κατά τον άριστον και σοφόν ερμηνευτήν Βαλσαμώνα) και τούτο να ρυθμίση (ήτοι την σατανικήν μανίαν των υποκλεπτομένων ιερωμένων να χωρίζωνται απο τους Επισκόπους των), ρητώς την μνημόνευσιν του ονόματος του προέδρου εθέσπισεν. Ιδού αυτούσιοι οι λόγοι του σοφού ερμηνευτού: <<Παυθήσεις τή χάριτι του Θεού της απο των αιρέσεων διαστάσεως, εώρων οι Πατέρες τινάς ιερωμένους υποκλεπτομένους κατά μεθοδείαν σατανικήν είς την των σχισματικών μανίαν, ώς αφισταμένους απο της των Επισκόπων αυτών κοινωνίας, μή όντων ασεβών, ή αδίκων, κατά τον λα΄ Αποστολικόν Κανόνα· διά μόνον δέ το λαληθήναι τινα ίσως εγκληματικά κατ΄ αυτών. Τούτο γούν, ώς καταμερίζον το σώμα του Χριστού, ήτοι την Εκκλησίαν, διορθούμενοι, ώρισαν καθαιρείσθαι τους τολμήσαντας ιερείς, ή διακόνους, ανευλόγως ούτως αποστήναι της μετα του Επισκόπου αυτών κοινωνίας, πρό εντελούς συνοδικής καταδίκης τούτου, και μή αναφέρειν έν ταίς θειαίς ιεροτελεστίαις το όνομα αυτού, κατά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν…Και ού μόνον τούτους, αλλά και τους συνακολουθήσαντας αυτοίς, ιερωμένους μέν όντας, διορίζοντας καθαιρείσθαι· λαικούς δέ αφορίζεσθαι, και είναι επιτετιμημένους, μέχρι αν έν επιγνώσει του κακού γένωνται και τώ οικείω Επισκόπω προσέλθωσιν>> (όρα πλείονα έν Ράλλη-Ποτλή τόμ. Β΄ σελ. 690-691 και Ιερόν Πηδάλιον εκδ. 1970, σελ. 357).
Τόσον έκ του γράμματος του κειμένου του ειρημένου Ι. Κανόνος, όσο και έκ του πνεύματος, και μάλιστα έκ των ανεπτυγμένων σοφών ερμηνειών τών Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστήνου, σαφέστατα προκύπτει ότι η υποχρέωσις των κληρικών να μνημονεύωσιν του ονόματος του προέδρου αυτών έν ταίς ιεραίς ακολουθίαις και λοιπαίς προσευχαίς, εθιμικώς και παραδοσιακώς ετηρείτο μέν άχρι της Α΄ και Β΄ λεγομένης, Συνόδου, ρητώς δέ και κατηγορηματικώς, το πρώτον (διά πρώτην φοράν) υπ΄ αυτής εθεσπίσθη, αθετουμένη δέ, επιτίμοις καθυποβάλλει τους παραβάτας.
Ωσαύτως, σαφώς, προκύπτει, ότι ουδείς κληρικός, προφάσει δήθεν ή και αληθεία εγκλήματος (οίον πορνείας, ιεροσυλίας, σιμωνίας κλπ.) του προέδρου, ουδείς δικαιολογείται να διακόψη το μνημόσυνόν του, ούτε να αποστή της κοινωνίας εκείνου πρό της τελικής κατ΄ αυτού Συνοδικής κρίσεως.
Το θέμα του μνημοσύνου, όμως, έχει άλλως, όταν ο οικείος πρόεδρος δεν κατηγορείται επί εγκλήματι
(πορνείας, ιεροσυλίας, σιμωνίας κλπ.), ΑΛΛ΄ ΕΠΙ <<ΑΣΕΒΕΙΑ>>, ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΕΠΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ, οπότε ομόφωνος η κρίσις Γραφών τε και διδασκάλων, βοά ότι ΠΑΣ ΤΙΣ, ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΣ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΩΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΣ ΑΦΙΣΤΑΤΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ <<ΑΣΕΒΗΣΑΝΤΟΣ>> ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΤΕΙ ΤΗΝ ΜΝΕΙΑΝ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ, ΑΚΟΜΗ, ΚΑΙ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥ, ώς θέλει αποδειχθεί κατωτέρω. <<Κοινωνία>>, κατά την επικρατεστέραν άποψιν, <<νοείται το σύνολον των δικαιωμάτων, των οποίων ο άνθρωπος εισερχόμενος εν τή Εκκλησία γίνεται μέτοχος, ιδία, κοινωνός γινόμενος των καθαγιαστικών και σωτηριωδών μέσων της Εκκλησίας, εν οίς θετέον εν τοίς πρώτοις, την μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων>>. Τα δικαιώματα ταύτα κέκτηνται πάν βεβαπτισμένον μέλος της Εκκλησίας, οιανδήποτε κατέχον θέσιν εν αυτή, εφ΄ όσον τηρεί τους Εκκλησιαστικούς νόμους. Οι κληρικοί, διά την εξέχουσαν διακονίαν αυτών εν τή Εκκλησία, εκτός των γενικών αυτών δικαιωμάτων, ώς βεβαπτισμένων μελών της Εκκλησίας, απολαύουσι, σύν τοίς γενικοίς αυτοίς δικαιώμασι, και τινων ιδίων δικαιωμάτων. Το σύνολον των δικαιωμάτων των κληρικών εν τή Εκκλησιαστική γλώσση καλείται κοινωνία Εκκλησιαστική. Τα δικαιώματα αυτά, της τε κοινωνίας των λαικών και της τοιαύτης των κληρικών, υπό την έννοιαν της εκκλησιαστικής κοινωνίας, προσβαλλόμενα εκδικούνται υπό των δικαιούχων, εάν ούτοι τηρούν απαραβάτως τους Εκκλησιαστικούς νόμους. Εάν παραβαίνη ή αθετή ή καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον έρχεται τις ενάντιος πρός το καθεστώς της εννόμου τάξεως της Εκκλησίας, τότε, καθ΄ ωρισμένην βαθμολογικήν ακολουθίαν, ακολουθεί και ανάλογος απώλεια τινων ή και όλων των δικαιωμάτων, είτε λαικός είτε κληρικός είναι ο εναντιούμενος. Εάν αποτύχη ο κύριος σκοπός εκάστης Εκκλησιαστικής ποινής, όστις, ως είναι φυσικόν, αποβλέπει ίνα επαναφέρη εις την ευθείαν και ορθήν οδόν το αποπλανηθέν μέλος, τότε, Δεσποτική εντολή χρωμένη η Εκκλησία (<<Έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης>> (Ματθ. ΙΗ΄ 17), ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΑΥΤΗΣ τα επιβλαβή στοιχεία, αναχαιτίζουσα ούτω και αποσοβούσα την ολέθριαν επιρροήν, απο των αγαθών και ευπειθών αυτής μελών.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Αποσπάσματα εγκυκλίου του Οικ. Πατριαρχείου του έτους 1895

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

1…
Έν εσχάτοις δέ χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν απο της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και έθνη ολόκληρα της Δύσεως, εμφυσήσας τοίς επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντευαγγελικάς. Και ού μόνον τούτο, αλλά δή και παντί τρόπω αγωνίζονται οι κατά καιρόν πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν είς τάς εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τή πατροπαραδότω της πίστεως Ορθοδοξία στοιχούσαν καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν αυτών φαντασία επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως.

25. Ημείς δέ, οι χάριτι και ευδοκία του παναγάθου Θεού, μέλη τίμια τυγχάνοντες του σώματος του Χριστού, ήτοι της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής αυτού Εκκλησίας, αντεχώμεθα της πατρώας και αποστολοπαραδότου ευσεβείας. Προσέχωμεν πάντες απο των ψευδαποστόλων, οίτινες ερχόμενοι έν σχήματι προβάτων, πειρώνται δελεάζειν τους απλοικοτέρους έν ημίν διά ποικίλων και υπούλων υποσχέσεων, τα πάντα θεμιτά ηγούμενοι και επιτρέποντες πρός ένωσιν, εάν μόνον αναγνωρισθή ο της Ρώμης Πάπας, ώς υπέρτατος και αλάθητος άρχων και απόλυτος κυρίαρχος της Εκκλησίας και μόνος επί της γής αντιπρόσωπος του Χριστού και πηγή πάσης χάριτος!….. <<Ο δέ Θεός πάσης χάριτος, ο…., δώη φωτισθήναι τώ φωτί της χάριτος αυτού και της γνώσεως της αληθείας πάντας τους έξω και μακράν της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Ορθοδόξου μάνδρας των λογικών αυτού προβάτων. Αυτώ η δόξα και το κράτος είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Έν τοίς Πατριαρχείοις Κωνσταντινουπόλεως, έν μηνί Αυγούστω, έτους σωτηρίου, αωπε΄

† Ο Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος

 

† Ο Κυζίκου Νικόδημος

 

† Ο Νικομηδείας Φιλόθεος

 

† Ο Νικαίας Ιερώνυμος

 

† Ο Προύσης Ναθαναήλ

 

† Ο Σμύρνης Βασίλειος

 

† Ο Φιλαδελφείας Στέφανος

 

† Ο Λήμνου Αθανάσιος

 

† Ο Δυρραχίου Βησσαρίων

 

† Ο Βελεγράδων Δωρόθεος

 

† Ο Ελασσώνος Νικόδημος

 

† Ο Καρπάθου και Κάσσου Σωφρόνιος

† Ο Ελευθερουπόλεως Διονύσιος

ΑΒΑΠΤΙΣΤΟΙ ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Ερμηνεία ΜΖ΄ Αποστολικού Κανόνος,

Πηδάλιον, 1970, σελ. 55-56.


Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

=================


“Λοιπόν ακολουθούντες εις τα ειρημένα, επειδή ο τύπος του Αποστολικοῦ Κανόνος το απαιτεί, λέγομεν, ότι το των Λατίνων βάπτισμα είναι ψευδώνυμον βάπτισμα, και δια τούτο, ούτε κατά τον λόγον της ακριβείας είναι δεκτόν, ούτε κατά τον λόγον της οικονομίας. Δεν είναι δεκτόν κατά τον λόγον της ακριβείας,…. διατί είναι αιρετικοί. Οτι δε οι Λατίνοι είναι αιρετικοί, δεν είναι καμμία χρεία επί του παρόντος να κάμωμεν καμμίαν απόδειξιν. Αυτό γαρ τούτο, οπού τόσον μίσος και τόσην αποστροφήν έχομεν ήδη τόσους αιώνας προς αυτούς, είναι μία φανερά απόδειξις, ότι ως αιρετικούς τούς βδελυττόμεθα, ότι λογής δηλαδή και τούς Αρειανούς, η Σαβελλιανούς, η πνευματομάχους Μακεδονιανούς.


Μα ανίσως τινάς αγαπά να καταλάβη και από βιβλία τας αιρέσεις των, αυτάς θέλει τας εύρει όλας μεν, εις τα βιβλία του αγιωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κυρίου Δοσιθέου του παπομάστιγος, με τας σοφωτάτας αναιρέσεις των. Πλην ικανήν είδησιν ημπορεί να λάβη και από το βιβλιάριον του σοφού Μηνιάτου, το επιγραφόμενον Πέτρα σκανδάλου· αρκούσι δε όσα περί αυτών ο άγιος Μαρκος ο Εφέσου εν τη Φλωρεντία (συνελεύσει κε) παρρησία είπεν ούτως· «ημείς δι’ οὐδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλ ἤ ότι εισίν, ου μόνον σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί». Δι ὅ ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς. Και ο μέγας δε Εκκλησιάρχης Σίλβεστρος (τμήμ. θ’. κεφ. ε’) έλεγεν· «Η των Λατίνων διαφορά, αίρεσίς εστι, και ούτως είχον αυτήν οι προ ημών. «Λοιπόν όντας ομολογούμενον, πως οι Λατίνοι είναι παμπάλαιοι αιρετικοί, εν πρώτοις ευθύς από τούτο είναι αβάπτιστοι, κατά τον μέγαν Βασίλειον ανωτέρω, και τούς προ αυτού αγίους Κυπριανόν και Φιρμιλιανόν. Διατί λαϊκοί γενόμενοι, με το να

εξεκόπησαν από την ορθόδοξον Εκκλησίαν, δεν έχουσι πλέον με λόγου τους την χάριν του αγίου Πνεύματος, δια της οποίας οι ορθόδοξοι Ιερεῖς τελειόνουσι τα μυστήρια. Εν τούτο επιχείρημα, το οποίον τόσον είναι ισχυρόν και αναντίρρητον, όσον είναι ισχυροί και αντίρρητοι οι Κανόνες του μεγάλου Βασιλείου, και του ιερομάρτυρος Κυπριανού, ωσάν οπού έλαβον, και έχουν μάλιστα το κύρος από την αγίαν και Οικουμενική στ’ σύνοδον. β’ οι Λατίνοι είναι αβάπτιστοι, διατί δεν φυλάττουσι τας τρεις καταδύσεις εις τον βαπτιζόμενον, καθώς άνωθεν η ορθόδοξος Εκκλησία παρά των αγίων Αποστόλων παρέλαβεν.


Λοιπόν αβάπτιστοι οι Λατίνοι, διατί δεν κάνουσι τας τρεις καταδύσεις και αναδύσεις, κατά την Αποστολικήν παράδοσιν. Περί τούτων των τριών καταδύσεων πόσον είναι αναγκαίαι και απαραίτητοι εις τελείωσιν του βαπτίσματος, δεν λέγομεν. Οποιος αγαπά, ας αναγνώση, αλλά κατά πάσαν ανάγκην ας αναγνώση, το εγχειρίδιον του πολυμαθεστάτου και σοφωτάτου Ευστρατίου του Αργέντου. Αλλά και ημείς εις τον ν’ Αποστολικόν Κανόνα θέλομεν ειπή, όσα η νυν χρεία απαιτεί. Ει δε και τις εξ αυτών των Λατίνων, η και των Λατινοφρόνων, ήθελε προβάλη τας τρεις επικλήσεις της αγίας Τριάδος, δεν πρέπει να καμόνηται πως αλησμόνησεν εκείνα οπού ήκουσεν ανωτέρω από τον ιερόν Φιρμιλιανόν, και από τον μέγαν Αθανάσιον· ήγουν πως είναι αργά δηλαδή και ανενέργητα τα υπέρθεα εκείνα ονόματα, προφερόμενα από των αιρετικών τα στόματα. Διατί αν ούτω δεν είναι, βεβαιότατα πρέπει να πιστεύσωμεν, ότι και τα κακογραίδια κάμνουσι θαύματα, με το να επάδουσι τα θεία ονόματα».


Και παρακάτω:


«Και προς ταύτα απλά και δίκαια αποκρινόμεθα ταύτα. Οτι φθάνει, οπού ομολογείς, πως με μύρον τούς εδέχετο. Λοιπόν είναι αιρετικοί. Διατί γαρ με μύρον, αν δεν ήσαν αιρετικοί»;


Ακρίβεια πλέον και όχι οικονομία


«Οικονόμησαν λοιπόν ομοίως και οι προ ημών, και εδέχθησαν το βάπτισμα των Λατίνων, κατά τον δεύτερον μάλιστα τρόπον, δια τι ο παπισμός τότε ήκμαζε, και όλας τας δυνάμεις των της Ευρώπης βασιλέων είχεν εις τας χείράς του, το δε βασίλειον το ιδικόν μας έπνεε τα λοίσθια. Οθεν ήτο ανάγκη, αν η οικονομία αυτή δεν εγίνετο, να εγείρη τα Λατινικά γένη ο Πάπας κατά των Ανατολικῶν, να αιχμαλωτίζουν, να φονεύουν, και άλλα μύρια εις αυτούς να κάμνουν δεινά. Αλλά τώρα οπού κακά τοιαύτα δεν δύνανται εις ημάς να κάμνουν, με το να επέστησεν εις ημάς η θεία πρόνοια φύλακα τοιούτον, οπού και αυτών εκείνων των αγερώχων εις τέλος κατέβαλε την οφρύν, τώρα λέγω, οπού τίποτε καθ’ ἡμῶν δεν ισχύει η λύσσα του παπισμού, τι πλέον οικονομία χρειάζεται; Η οικονομία γαρ έχει μέτρα και όρια, και δεν είναι παντοντινή, και αόριστος».


Και παρακάτω:


«Βέβαια κακή οικονομία είναι αυτή, όταν δια μέσου αυτής ούτε τούς Λατίνους ημπορούμεν να επιστρέψωμεν, και ημείς παραβαίνομεν την ακρίβειαν των ιερών Κανόνων, και δεχόμεθα των αιρετικών το ψευδοβάπτισμα. «Οικονομητέον γαρ ένθα μη παρανομητέον», λέγει ο θείος Χρυσόστομος.



ΠΗΓΗ:


orthodoxia-pateriki.blogspot.co

Διάλογος περί της υποχρεώσεως διακοπης του μνημοσύνου και της κοινωνίας του αιρετικά διδάσκοντος επισκόπου

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 24 Νοεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Έχει δίκαιο ο π. Κωνσταντίνος είπε ταραγμένος ο π. Σπυρίδων. Ο Κανόνας είναι δυνητικός και να πάψουν οι καινοφανείς ερμηνείες.
– Πουθενά δεν βλεπω την υποχρεωτικήν φύσιν του ΙΕ΄ Ιερού Κανόνος της ΑΒ΄ Συνόδου ετόνησε και ο π. Νεκτάριος. Ο Κανόνας είναι δυνητικός και όχι υποχρεωτικός.
– Δεν αξιοί ο Κανόνας, συνέχισε ο π. Σπυρίδων, απαραιτήτως παρά των κληρικών να παύσουν το μνημόσυνο του αιρετικά διδάσκοντος επισκόπου πρό της καταδίκης αυτού, αλλά απλώς παρέχει σ’ αυτούς την δυνατότητα.
– Αν κάποιος κληρικός, λέγει ο Κανόνας, αποκοπή απο Λατινόφρονα και Οικουμενιστή επίσκοπον »πρό συνοδικής διαγνώσεως» ουδόλως παρανομεί, διό και δεν υπόκειται είς επιτίμησιν, αλλά μάλλον αξιούται τιμής. Άν όμως άλλος κληρικός δεν το κάνη αυτό, αλλά χωρίς να ασπάζεται τις διδασκαλίες του επισκόπου συνεχίση το μνημόσυνον αυτού, αναμένοντας »συνοδικήν διαγνώμην» και καταδίκην, ουδαμώς κατακρίνεται απο τον κανόνα.
Αναγνώστε τον Κανόνα με προσοχή και θα δήτε ότι δεν νομοθετεί υποχρέωσιν, αλλά απλώς παρέχει δικαίωμα, συνέχισε με στόμφο ο π. Σπυρίδων. Ουδαμού λέγει ο Κανών ότι οφείλουν οι κληρικοί ν’ αποχωρίζονται απο τοιούτου επισκόπου πρό της καταδίκης αυτού, ουδέ ομιλεί περί τιμωρίας τινός ή και απλής έστω μέμψεως κατά των μή αποχωριζομένων, καίτοι είναι σύνηθες είς τους Ιερούς Κανόνες τα »καθαιρείσθω», προκειμένου περί κληρικών μή εκπληρούντων είς το ακέραιον τάς υποχρεώσεις των. Απλώς λέγει ότι οι αποκοπτόμενοι απο τοιούτου επισκόπου κληρικοί δεν είναι κατακριτέοι. Ότι αυτό είναι αληθές πείθει και το γεγονός ότι ενώ στην μακρά ιστορία της Εκκλησίας καθηρέθησαν αναρίθμητοι επίσκοποι επί αιρέσει, ουδέποτε τιμωρήθηκε κάποιος κληρικός ή κάν απλώς επιτιμήθηκε για τον λόγο ότι δεν έσπευσε να αποσχισθή πάραυτα απο τον αιρετικόν επίσκοπον, αλλά ανέμενε την καταδίκην αυτού απο Σύνοδον…
Τα καλογέρια του γέροντα θαύμασαν την ερμηνεία του, ανέπνευσαν βαθειά και κάπως ησύχασαν, γιατί είχαν αναστατωθεί με αυτά που τους είχαν δείξει οι Ζηλωτές Πατέρες
Τον πατριάρχη τους να συλλειτουργή με τον πάπα, να συμπροσεύχεται με προτεστάντριες παπαδίνες, να κάνη τρισάγιο στους Εβραίους, να συμπροσεύχεται αυτός και οι επίσκοποί του με αλλοθρήσκους.
– Απορώ μαζί σας, πάτερ Σπυρίδων, είπε με σταθερότηταν και με ηρεμίαν πατήρ Θεόδωρος! Η ερμηνεία σας αυτή είναι τόσο στρεψόδικη και σοφιστική!
Πρίν σας πώ τίποτε άλλο θα Σας αναφέρω τις γνώμες δύο μεγάλων της Εκκλησίας Πατέρων, με τις οποίες αποδεικνύεται ηλίου φαεινότερον ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας και το πιστεύω Της ήταν και θα είναι »ουδεμία κοινωνία με τους ετερόφρονας και αιρετικούς». Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει »Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αί Σύνοδοι, πάσαι αί θείαι Γραφαί, φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και τάς αυτών κοινωνίας διίστασθαι» (P.G. 160, 105 έ)
Ό δέ μεγάλος Ομολογητής Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει πρός τον ηγούμενο Θεόφιλον »Εχθρούς του Θεού ο Χρυσόστομος, ού μόνον τους αιρετικούς, αλλά και τους τοιούτοις κοινωνούντας μεγάλη τη φωνή απεφήνατο» (P.G. 99, 1049 A).
Συνεπώς, γιατί παραποιείτε την αλήθεια λέγοντας ότι στη μακρά ιστορία της Εκκλησίας… ουδέποτε τιμωρήθηκε κάποιος κληρικός ή απλώς επιτιμήθηκε για το λόγο ότι δεν έσπευσε να αποσχισθή πάραυτα απο του αιρετικού επισκόπου; Πως θα εκαλούντο οι κοινωνούντες εχθροί του Θεού, εάν δεν ήσαν άξιοι ουδέ επιτιμίων;
Τι εννοείτε με το επίρρημα πάραυτα;
Απο την στιγμή που και ένας Ορθόδοξος άρχισε να αντιδρά στην κηρυττομένην αίρεσιν του Οικουμενισμού ή ευθύνη αρχίζει και για όλους τους άλλους, αυτός που καθυστερεί να απομακρυνθεί απο τους αιρετικούς καθίσταται όλο και περισσότερο υπεύθυνος.
Πως ήταν δυνατόν να βασιλεύη δικαιοσύνη στην Εκκλησία, όταν χοροί ολόκληροι επισκόπων, πρεσβυτέρων, μοναχών και λαικών εσήποντο κυριολεκτικώς στις φυλακές, αρνούμενοι να ακολουθήσουν τον ψευδεπίσκοπον του Κανόνος, οι δέ κοινωνούντες με αυτόν να μη δέχονται ούτε απλή επιτίμησιν για το λόγο ότι ανέμεναν… Συνοδικήν απόφασιν.
Όχι, πάτερ Σπυρίδων, σφάλλεσθε οικτρώς. Η Εκκλησία, τους μέν επαινεί και στεφανώνει, τους δέ, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους θεωρεί, μαζί με τον κηρύσσοντα την αίρεσιν του Οικουμενισμού και τους λοιπούς Λατινόφρονας και Οικουμενιστές, εχθρούς Της και εκτός Αυτής, το οποίον σημαίνει ότι είναι άξιοι της εσχάτης των ποινών!
Θέλετε αποδείξεις για όλα αυτά; Τα πρακτικά των αγίων Συνόδων είναι γεμάτα απο παρόμοια παραδείγματα. Πρίν να αναγνώσω μερικά απο αυτά, σας πληροφορώ ότι οι δικαζόμενοι απο την Ζ΄ Οικουμενικήν Σύνοδο ήταν όλοι επίσκοποι, οι οποίοι κοινωνούσαν με την αίρεσιν παρά τους υφισταμένους διωγμούς των ευσεβών και ηρωικών εικονοφίλων συναδέλφων τους, παρά τις εξορίες και τις θανατώσεις αυτών!…
Κατά τη δίκη τους όμως κανένας απο αυτούς δεν δικαιολογήθηκε ότι ανέμενε… »Συνοδικήν διάγνωσιν», ουδείς ανεξαιρέτως! Και τούτο διότι απλούστατα έξ’ ευαγγελικής ακόμη διδασκαλίας είχαν διδαχθεί να μη λένε ούτε »χαίρειν» είς τους αιρετικούς, ο δέ Απόστολος των εθνών συνεχώς νουθετούσε »κρατείτε τάς παραδόσεις», »τάς βεβήλους καινοφωνίας παραιτείσθε».
Το δέ εκπληκτικόν είναι, ότι εάν θέλαμε να εφαρμόσουμε για λίγον μόνον, την μέθοδόν σας, τότε ούτε ο κηρύσσων την αίρεσιν κινδυνεύει να του επιβληθή κάποιο επιτίμιο, για τον απλούστατο λόγο, ότι ουδόλως αναφέρει κάτι γι’ αυτό ο παρών Κανών!…
Διότι ώς ασφαλώς θα ενθυμείσθε όλοι οι Ιεροί Κανόνες ορίζουν το »καθαιρείσθω» και το »αφοριζέσθω» για εκείνους που χρησιμοποίησαν την κοσμική εξουσία και τους άρχοντες, ώστε να γίνουν επίσκοποι, διά δέ τους συμπροσευχόμενους με τους αιρετικούς πάλιν οι Ιεροί Κανόνες ορίζουν το »καθαιρείσθω».
Στον ΙΕ΄ της ΑΒ΄ Συνόδου δεν αναφέρεται η καθαίρεσις και ο αφορισμός. Μας δίνει, άραγε, το γεγονός αυτό το δικαίωμα, να σκεφθούμε ότι αθωώνεται ο αιρετικός και αυτοί που τον ακολουθούν, ενώ καθαιρείται ο συμπροσευχόμενος με τον αιρετικόν;
– Ασφαλώς κάθε άλλο! Πλανάσθε οικτρώς γέροντα Σπυρίδων!
Ο Ι΄ ΙΑ΄ και ΜΕ΄ Αποστολικοί Κανόνες ώς και ΛΓ΄ της Λαοδικείας, διά το συμπροσεύχεσθαι μόνον με τους αιρετικούς καθαιρούν, ο δέ Γ΄ της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου παραγγέλλει όπως »μηδόλως υπόκεισθαι τοίς αποστατήσασιν ή αφισταμένοις επισκόποις» έκ της Ορθοδόξου Αληθείας!
Συνεπώς, π. Σπυρίδων, »πάντοθεν στενά» για εκείνον που θέλει να δικαιολογήση τους κοινωνούντας με τον κηρύσσοντα οιανδήποτε αίρεσιν αιρετικόν…
Και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ερμηνεύοντας την σύνολον Ιεράν Παράδοσιν της Εκκλησίας μας διδάσκει ότι »άπαξ και οι ιερωμένοι αλώθηκαν απο την αιρετική κοινωνία έχει γι΄ αυτούς διορισθεί να εμποδίζονται απο την ιερουργία… Γιατί πως διαφορετικά θα φανή η διαφορά ανάμεσα σε κείνους που πρόδωσαν την αλήθεια και σε κείνους που τίμησαν το ιερατικό τους αξίωμα; Πως θα φανή η διαφορά ανάμεσα σε κείνους που ήθλησαν με γενναιότητα και σε κείνους που δεν θέλησαν να πάθουν ούτε το παραμικρό για το καλό (για την πίστιν);
Καιρός όμως να δούμε μερικές »σκηνές» απο τις περίφημες συνεδρίες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Να σημειωθή ότι Πρόεδρος της παρούσης Συνόδου ήταν ο πολύς Άγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ενώ μετείχαν σ΄ αυτήν 136 ηγούμενοι Μοναστηρίων, οι οποίοι ασφαλώς οι πλείστοι πολλά τα δεινά θα είχαν υποστεί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν την αιρετική κοινωνία με τους κακοδόξους (Βλ. Θεοδώρου του Στουδίτου, P.G. 1157 C, 1641 D).
Πιθανώς να αντιλέξετε ότι σήμερα δεν έχουμε διωγμούς, όπως συνέβη με τους εικονομάχους ο διωγμός όμως των Ζηλωτών Πατέρων στο Άγιον όρος και πολλών άλλων Ορθοδόξων, (π.χ. στην Κύπρο) ο καθημερινός χλευασμός και οι ψευδοκαθαιρέσεις και τα δικαστήρια επί αντιποίησης αρχής των Ορθοδόξων κληρικών μας πείθουν για το αντίθετο.
Τολμήστε και σείς να ορθοτομήσετε και πρακτικώς και τότε θα δούμε άν υπάρχη διωγμός ή όχι
Άςδούμε όμως τα πρακτικά της Αγιωτάτης Συνόδου

α) Ταράσιος ο αγιώτατος Πατριάρχης τώ επισκόπω Νεοκαισαρείας είπεν
ώς άγνωστος σοι παρήλθεν η αλήθεια έως του νύν; ή ώς εγνωσμένης κατεφρόνησας; και εάν ώς άγνωστος σοι παρήλθεν, μή αιδεσθής τον ορθόν λόγον μαθείν ώσπερ ούκ ησχύνθης τον διεστραμμένον.

Γρηγόριος επίσκοπος Νεοκαισαρείας είπε
πίστευσον, δέσποτα, ώς άγνωστος αιτώ μαθείν, και ώς κελεύει ο δεσπότης και η αγία Σύνοδος.

Ταράσιος
Λέγε τι θέλεις μαθείν

Γρηγόριος είπεν
Ηνίκα πάσα η ομήγυρις αύτη το έν λαλεί και φρονεί, έμαθον και επληροφορήθην ότι η αλήθεια εστίν, η νυνί ζητουμένη και κηρυσσομένη. Και διά τούτο καγώ αιτώ συγγνώμην των πρώην μου κακών, και θέλω μετά πάντων και φωτισθήναι και διδαχθήναι τα πλημμελήματα και αμαρτήματά μου άμετρα έστι και ώς ο Θεός κατανύξει την ιεράν σύνοδον και τον πανάγιον Δεσπότην…

Ταράσιος
Ώφειλες έκ των ανέκαθων χρόνων ανοίξαι σου τα ώτα, και Παύλου του θείου Αποστόλου ακούσαι λέγοντος »κρατείτε τάς παραδόσεις, άς παρελάβετε είτε διά λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών» και πάλιν Τιμοθέων και Τίτω γράφοντος »τάς βεβήλους κενοφωνίας παραιτείσθαι» τί βεβηλότερον του λέγειν Χριστιανούς ειδωλολατρήσαι;»

Γρηγόριος
Κακόν ήν και ομολογούμεν, κακόν ήν, άλλ’ ούτως επράχθη και ούτως επράξαμεν και διά τούτο αιτούμεν συγγνώμη των πλημμελημάτων ημών. Ομολογώ, Δέσποτα, έμπροσθεν της τιμιωτάτης αγιωσύνης υμών, και πάντων των αδελφών της αγίας Συνόδου, ότι ημάρτομεν και ηνομήσαμεν, και κακώς επράξαμεν και συγγνώμην αιτούμεν περί τούτου…» (Πρακτικά Συνόδων, Τόμ. Β΄ σελ. 742).

β)»Βασίλειος επίσκοπος Αγκύρας είπεν όθεν και εγώ Βασίλειος επίσκοπος Αγκύρας της πόλεως, προαιρούμενος ενωθήναι τή Καθολική Εκκλησία… ταύτην την παρούσαν εγγραφόν μου ομολογίαν ποιούμα, και προσάγω υμίν τοίς έξ αποστολικής αυθεντίας λαβούσι την εξουσίαν. Εν ταύτω και συγγνώμην αιτούμαι παρά της θεοσυλλέκτου υμών μακαριότητος υπέρ ταύτης μου της βραδύτητος.
Δέον γάρ ήν μή υστερηκέναι με πρός τήν της Ορθοδοξίας ομολογίαν αλλά της άκρας μου αμαθείας και νωθρείας και ημελημένης διανοίας εστί τούτο… πιστεύω τοίνυν και ομολογώ…»
(ό.π. σελ. 729).

γ) »Τή αγία και Οικουμενική Συνόδω Θεοδόσιος, (επίσκοπος Αμορίου) ο ελάχιστος Χριστιανός ομολογώ και συντίθεμαι και δέχομαι και ασπάζομαι… και διά τούτο παρακαλώ υμάς άγιοι του Θεού και βοώ ήμαρτον είς τον ουρανόν και ενώπιον υμών δέξασθέ με ώς εδέξατο ο Θεός τον άσωτον και την πόρνην και τον ληστήν ζητήσατε με καθώς εζήτησεν ο Χριστός το απολωλός πρόβατον, ό ανέλαβεν επί των ώμων…

Σάββας ο ευλαβέστατος ηγούμενος Μονής των Στουδίων είπε κατά τας αποστολικάς διατάξεις και Οικουμενικάς Συνόδους, άξιος έστιν αποδοχής…

Ταράσιος ο αγιώτατος Πατριάρχης είπεν οι πότε κατήγοροι της Ορθοδοξίας, νυνί συνήγοροι της αληθείας εγένοντο… (ό.π.σελ. 731).

δ) »…Οι μοναχοί αναλαβόντες είπον αλλά τους παρασυρθέντας και βίαν παθόντας ο πατήρ (Αθανάσιος) προσίεται. Ειπάτωσαν ούν ή παρεσύρησαν ή βίαν υπέμειναν, ότι απέστησαν της αληθείας.

Υπάτιος και οι σύν αυτώ επίσκοποι είπον ημείς ούτε βίαν υπομείναμεν, ουδέ παρεσύρημεν, άλλ’ έν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν… Και αύθις Θαλάσσιος και Ευσέβιος είπον Πάντεςημάρτομεν, πάντες συγγνώμην αιτούμεν…

Σάββας ο ευλαβέστατος μοναχός και ηγούμενος Μονής των Στουδίων είπεν εί δοκεί τή αγία Συνόδω, ίδωμεν τάς χειροτονίας των δεχθέντων, εί απο αιρετικών ή ού… (ό.π. σελ. 736).

Ο π. Σπυρίδων μετά το τέλος της αναγνώσεως είχε αλλάξει γνώμη, ποτέ δεν είχε φαντασθεί ότι η Εκκλησία είχε αντιμετωπίσει με τέτοιο τρόπο αυτούς που έζησαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς.
Αναρίθμητα έξ’ άλλου είναι τα παραγγέλματα των αγίων Πατέρων, συνέχισε ο π. Νικόδημος τα οποία μας προτρέπουν και πρό »Συνοδικής διαγνώμης» να απομακρυνώμεθα απο την κοινωνία των αιρετικών.

Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει P.G. 35, 33 »Βαδίζοντες την απλανή και ζωηφόρον οδόν, οφθαλμόν εκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μή τον αισθητόν αλλά τον νοητόν. Οίιον εάν ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας κακώς ανστρέφονται και σκανδαλίζουσι τον λαόν, χρή αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ έστιν άνευ αυτών συναθροίζεσθαι είς ευκτήριον οίκον, ή μετ΄ αυτούς εμβληθήναι ώς μετά Άννα και Καιάφα είς την γέεναν του πυρός».

Ο δέ μέγας Φώτιος παραγγέλει σαφώς »Αιρετικός έστιν ο ποιμήν; λύκος εστίν φυγείν έξ αυτού και αποπήδαν δεήσει, μηδ΄ απατηθήναι προσελθείν κάν ήμερον περισαίνειν δοκεί. Φύγε την κοινωνίαν αυτού και την πρός αυτόν ομιλίαν ώς ιόν όφεως»

Για να μη μνημονεύσουν τον Λατινόφρονα »πατριάρχην» Βέκκον οι Αγιορείτες Πατέρες προτίμησαν τα βασανιστήρια και τον φρικτόν θάνατον. Οι σημερινοί μνημονευτές, και οι κοινωνούντες με τους οικουμενιστές, προτιμούν τον πρροδοτικόν συμβιβασμόν και την σιωπήν, φοβούμενοι μην διωχθούν και μην ονειδιστούν απο την γενεάν ταύτην την μοιχαλίδα και αμαρτωλόν.

Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 24 Νοεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν τη παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν «Οικουμενικές» είναι απλά γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει «Αυτοκρατορικές» επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου. Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με όχι μικρότερο κύρος από τις Οικουμενικές Συνόδους, εκτός από τη φαντασία των συγχρόνων Ορθοδόξων που έχουν εξαπατηθεί από την ρωσική Ορθοδοξία του Μέγα Πέτρου.

Έτσι υπάρχουν σήμερα Ορθόδοξοι που αυτοαποκαλούνται Εκκλησία των Επτά Οικουμενικών Συνόδων. Πολλοί Ορθόδοξοι αγνοούν την Όγδοη και την Ένατη Οικουμενική Σύνοδο. Η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος το 879 απλά καταδίκασε αυτούς που «προσθέτουν» ή «αφαιρούν» από το Σύμβολο του 381 καθώς και όσους δεν αποδέχονται τη διδασκαλία περί Εικόνων της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου. Οι Φράγκοι που καταδικάζονται προς το παρών δεν αναφέρονται καθαρά με σκοπό να τους δοθεί η ευκαιρία να αναθεωρήσουν.

Η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος το 1341 καταδίκασε το πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Ο οποίος είχε έρθει από τη Δύση ως προσήλυτος στην Ορθοδοξία. Φυσικά η απόρριψη του πλατωνικού τύπου μυστικισμού ήταν παραδοσιακή πρακτική των Πατέρων.

ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ

Οι Χριστιανοί έχουμε διαφόρων ειδών Συνόδους. Έχουμε τις Αποστολικές, τις Οικουμενικές, τις Τοπικές και τις Πανορθόδοξες. Όλες αυτές έχουν την ίδια εγκυρότητα, αρκεί να τις αναγνωρίσει το Σώμα της Εκκλησίας ως έγκυρες. Στο άρθρο αυτό, θα κάνουμε μια γνωριμία με τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία του Χριστού εκφράζεται Συνοδικά. Από την αρχή ως σήμερα. Αλλά από τη στιγμή που το Ρωμαϊκό κράτος αγκάλιασε την Εκκλησία, και οι Συνοδικοί της όροι έγιναν νόμοι του κράτους, απέκτησε νόημα η έννοια: «Οικουμενική Σύνοδος».

Οικουμενική Σύνοδος, είναι εκείνη που:

1. Συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με οικουμενική (παν-Ρωμαϊκή) εμβέλεια, αλλά φυσικά και πανχριστιανική.

2. Οι αποφάσεις της έγιναν αποδεκτές από ολόκληρη την ανά τον κόσμο Ορθόδοξη Εκκλησία, διαχρονικά.

3. Αποφάσεις της διατυπώθηκαν από Θεούμενο.

4. Οι αποφάσεις της υπεγράφησαν από τα Ρωμαϊκά Πατριαρχεία.

5. Ασχολήθηκε με σημαντικά Θεολογικά ζητήματα.

Στη συνέχεια, θα κάνουμε μια περιληπτική γνωριμία με τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας, αφήνοντας αναλυτικότερες περιγραφές για άλλα ειδικότερα άρθρα.

1η Οικουμενική Σύνοδος:325 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Ασχολήθηκε με τη βλασφημία του Αρείου ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα και όχι ομοούσιος του Πατρός. Κανόνισε και την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα. Τότε άρχισε να γράφεται το Σύμβολο της Πίστης.

2η Οικουμενική Σύνοδος: 381 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον Μέγα Θεοδόσιο. Έλαβαν μέρος 150 Ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Προήδρευσε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Καταδίκασε και πάλι τον Άρειο, και την αίρεση του Μακεδονίου, ο οποίος δίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα του Θεού, γι’ αυτό και ονομάστηκε “πνευματομάχος”.

3η Οικουμενική Συνόδος:431 μ.Χ. Έφεσος. Συνεκλήθη από τον Θεοδόσιο τον Β΄. Δογμάτισε κατά του Νεστοριανισμού, στο Ναό της βασιλικής της Παναγίας με 200 επισκόπους. Καταδίκασε τον Νεστόριο επίσκοπο Κωνστ/πολης, και δογμάτισε ότι μπορεί η Παναγία να ονομάζεται και Θεοτόκος.

4η Οικουμενική Σύνοδος:451 μ.Χ. Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας με 630 επισκόπους. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Εκεί καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός.

5η Οικουμενική Σύνοδος: 5 Μαϊου ως 21 Ιουνίου του 553 μ.Χ., με 165 πατέρες. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Καταδίκασε τον Ωριγενισμό, τον Νεστοριανισμό, κλπ αιρέσεις.

6η Οικουμενική Σύνοδος:680 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Παραβρέθηκαν από 150 – 289 επίσκοποι. Καταδίκασε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει και Θεία και ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.

Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος:691 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συνεκλήθη από τον Ιουστινιανό τον Β΄ και έγινε «εν Τρούλλω του Παλατίου», οπότε ονομάσθηκε: «Εν Τρούλλω». Δεν ήταν ανεξάρτητη Σύνοδος, αλλά συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων, της 5ης και της 6ης, γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε: «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων των Συνόδων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.

7η Οικουμενική Σύνοδος: 787 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας, στο ναό της Αγίας Σοφίας. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Παρεβρέθηκαν 367 πατέρες. Στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες αναθεματίζοντας την εικονομαχία και καταδικάζοντας την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδος. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι που είδαμε.

8η Οικουμενική Σύνοδος:879-880 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φωτιος (858-867, 877-886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται. [Kαταδίκασε τις αιρετικές Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809)].

9η Οικουμενική Σύνοδος:1341 μ.Χ. Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) και συμμετείχε Θεούμενος (Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου.

Οι ανωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της α) Πρεσβυτέρας Ρώμης, β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, γ) Αλεξανδρείας, δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451 ε) των Ιεροσολύμων. Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμαίοι Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε τώρα το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βίαια από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με τη βοήθεια των Νορμανδών. Μία σφοδρή επίθεση που ξεκίνησε το 983 και ολοκληρώθηκε το 1009 – 1046. Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης εκτός του Βενέδικτου του 10ου (1058-9), δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό.

Δ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 24 Νοεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη.

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος μετά από μια ταραχώδη περίοδο ήρθε ως το αναγκαίο επιστέγασμα της διασφάλισης της καθολικής πλειοψηφίας του σώματος των μελών της εκκλησίας ως προς την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, την επικύρωση στην πίστη του συμβόλου της Πίστεως τόσο της Νίκαιας, όσο και της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού κανόνα της ορθοδόξου εκκλησίας σύμφωνα με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος, το οποίο για περισσότερο από 80 έτη βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής διαμάχης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Μεγάλο μέρος των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδας συμμετείχαν στις εργασίες της. Ο Θεσσαλονίκης Αναστάσιος αντιπροσωπεύθηκε και πάλι από τον Κβιντίλλιο Ηράκλειας. Παρέστησαν από τη Μακεδονία ο Φίλιππων Σώζων με τους Δοβήρου Ευσέβιο, Σερρών Μαξιμιανό, Νικόλαο Στοβών, Δαρδάνιο Βαργάλων και Ιωάννη Παρθικουπόλεως, οι οποίοι υπέγραψαν δια του πρεσβυτέρου Κυριακού. Ο μητροπολίτης Λαρίσης Ανδρέας παρέστη συνοδευόμενος από τους επισκόπους Κωνσταντίνο Δημητριάδος και Πέτρο Εχίνου. Αυτοπροσώπως παρέστη από την Αχαΐα ο Πέτρος Κορίνθου με τους επισκόπους Δομνίνο Πλαταιών, Αθανάσιο Οπούντος, Ειρηναίο Ναυπάκτου, Ωφέλιμο Τεγέας, Ονήσιμο Αργους, Θεόφιλο Ωρεού (Ιστιαίας), Νικία Μεγάρων, Ιωάννη Μεσσήνης και Ιωάννη Πατρών. Από την Κρήτη συμμετείχαν ο Μαρτύριος Γορτύνης με τους επισκόπους Γεννάδιο Κνωσού, Ευσέβιο Απολλωνίας, Δημήτριο Λάμπης, Κύριλλο Σουβρίτου, Ευφράτα Ελευθέρνας και Παύλο Καντανίας. Από την Παλαιά Ηπειρο ο Νικοπόλεως Αττικός συνοδευόταν από τους επισκόπους Μάρκο Ευροίας, Φιλόθεο Δωδώνης, Ιωάννη Φωτικής, Κλαύδιο Αγχησμού, Περεγρίνο Φοινίκης και Σωτήριχο Κερκύρας. Από τη Νέα Ήπειρο έλαβαν μέρος Λουκάς Δυρραχίου με τον Αντώνιο Λυχνιδού, από τη Δακία ο Εύανδρος Διοκλείας, από δε τα νησιά οι επίσκοποι Δήλου Σαβίνος, Τενέδου Φλωρέντιος, Κω Ιουλιανός, Ρόδου Ιωάννης, Χίου Τρύφων και Θάσου Ονοράτος.

Από την ανωτέρω αναγραφή των επισκόπων, οι οποίοι μετείχαν στην Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, υποδηλώνεται πόσο ευρέως είχε ήδη εξαπλωθεί ο Χριστιανισμός στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς στερούμεθα ειδήσεων περί της εσωτερικής αναπτύξεως της Εκκλησίας της. Είναι μόνο γνωστό ότι υπήρχε κάποια πνευματική κίνηση, διότι περί τα μέσα του Ε΄ αιώνα ήκμασε ο επίσκοπος Φωτικής Διάδοχος, ο οποίος έγραψε εκατό κεφάλαια ασκητικά και ετιμήθη ως άγιος. Το εν λόγω σύγγραμμα του Διαδόχου απέβλεπε στη μοναχική τελείωση.

Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος καταδίκασε οριστικά τον Μονοφυσιτισμό, ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΣ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑ ΜΕΝ ΤΗΝ ΘΕΪΚΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΤΑ ΔΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΚ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΤΗΣ Θ Ε Ο Τ Ο Κ Ο Υ. <<εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον>>.

Φυσικά η Δ ΄ Οικουμ. Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.

Κατά την ανωτέρω Σύνοδον οι Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο οποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πάντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία τσυ Χριστού. Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομοφώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τεθούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε μετά οκτώ ημέρας ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κείμενον εις τους πόδας αυτής.
Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χριστού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην.

ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΥΨΩΣΕΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΕΙΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΚΑΙ ΑΠΕΝΕΙΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΣΑ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΤΟΥ ΡΩΜΗΣ. ΤΕΛΟΣ ΕΞΕΔΩΣΕΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

Δυστυχώς όμως η αίρεση αυτή συμπαρέσυρε τους ιθαγενείς πληθυσμούς της Αιγύπτου και της Συρίας και προκάλεσε πολύ μεγάλη ανωμαλία τότε στο κράτος και στην εκκλησία, (δημιουργώντας νέες εκκλησίες όπως την Αρμενική, την Ιακωβιτική στη Συρία, τη Κοπτική στην Αίγυπτο).

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ του Έτους 1901 “Περί αποδοκιμασίας και κατακρίσεως πάσης μεταφράσεως τον Ιερού Ευαγγελίου

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 24 Νοεμβρίου, 2011 by entoytwnika

αθηνων  ΠΡΟΚΟΠΙΟΣΟ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β΄
Αριθ. Πρωτ.3171
Διεκπ.687/7-11-1901
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Πρός τους ανά τό Κράτος Σεβ. Ίεράρχας
και την Επισκοπικήν Επιτροπήν Μεσσηνίας.
Άπό της θεοπνεύστου συγγραφής του Ιερού Ευαγγελίου και μέχρι μεσούντος του 17ου αιώνος ουδείς ποτέ διενοήθη ή έξήνεγκε γνώμην περί μεταφράσεως αυτού εις γλωσσικόν ιδίωμα άπλούστερον και εύληπτότερον της γλώσσης, εις ην, θεία προνοία, ύπό μεν των Ευαγγελιστών έγράφη, ύπό δέ τών Αποστόλων και τών διαδόχων αυτών έκηρύχθη, και ήτις έχρησίμευσε θαυμασίως εις τε τήν παγκόσμιον διάδοσιν της αγίας και θεοτεύκτου ημών θρησκείας, και εις τήν κρατεράν και πάντοτε νικηφόρον αυτής άμυναν κατά πολλών και πολυειδών διωγμών και επιβουλών.
Κατά Μαΐον του 1629 μ. Χ. έξηνέχθη πρώτην φοράν γνώμη περί μεταφράσεως της Κ. Διαθήκης εις τήν τότε δημοτικήν Έλληνικήν γλώσσαν, και αύτη ουχί παρ’ Έλληνος ή Όρθοδόξου Χριστιανού, άλλά παρ’ Ολλανδού Καλβινιστού ιερέως, ταύτη δ’ έπηκολούθησαν έκτοτε όμοιαι, ευάριθμοι, άλλά πάντοτε άτέλεστοι και θνησιγενείς άπόπειραι.
Ή Ελληνική Όρθόδοξος του Χριστού Εκκλησία, μόνη κεκτημένη εν τη εαυτής γλώσση τό έπίσημον τής Κ. Διαθήκης κείμενον, αυτό τό πρωτότυπον και αρχέτυπον, έσχε πάντοτε πλήρη συναίσθησιν του τιμαλφούς τούτου πνευματικού προνομίου και δεν επέτρεψε τήν εις αυτό ύποκατάστασιν οιασδήποτε μεταφράσεως. Βάσιν και θεμέλιον άσάλευτον έχουσα τήν ανέκαθεν παραδοθείσαν αύτη πολύτιμον ίεράν κληρονομίαν ύπό τών Αποστόλων, τών Οικουμενικών Συνόδων, τών Αγίων Πατέρων και τών εν γένει Εκκλησιαστικών παραδόσεων, τών άρραγώς τεθεμελιωμένων έπί τά πάτρια θέσμια, τά θαυμασίως ύπό τής Ιστορίας κυρωθέντα, άπεκήρυξε και άπέκρουσεν ώς έργον όθνείον και άθεσμον πάσαν καινοσπούδου εφέσεως έπιχείρησιν προς έκτροπήν από τής ούτω κεχαραγμένης βασιλικής οδού, ήν εν τή μακραίωνι αυτής πορεία νικηφόρως πάντοτε έβάδισε.
Τοιούτων εφέσεων τοιαύται επιχειρήσεις εισί και αί μέχρι του νυν άπόπειραι μεταφράσεως του Ιερού Ευαγγελίου εις «απλουστέραν Έλληνικήν γλώσσαν, εσχάτως δέ και εις οίκτρώς κακόζηλον και Ιουδαϊκήν, άηδώς και σκανδαλωδώς παραμορφούσαν τό σεμνόν κάλλος του Θεοπνεύστου αρχετύπου κειμένου. Ή Ελληνική Όρθόδοξος Εκκλησία παγίως άπεφήνατο, ότι τάς ύψηλάς και σωτηρίους του Ευαγγελίου εννοίας αδύνατον είναι νά άποδώση οιαδήποτε μετάφρασις, απλώς τάς λέξεις άντικαθιστώσα δι’ άλλων εύληπτοτέρων, διότι ούτως απειλείται διαστροφή τών εννοιών, αίτινες άνεπτύχθησαν και διετυπώθησαν εις δόγματα παρά Οικουμενικών Συνόδων.
Τήν έπιζήτησιν πληρεστέρας και σαφεστέρας του Ιερού Ευαγγελίου κατανοήσεως ή Όρθόδοξος ‘Εκκλησία ού μόνον ουδέποτε άπηγόρευσεν, άλλά και πάντοτε μεν συνέστησεν, ενίοτε δέ και έπέβαλεν, ουχί όμως διά μεταφράσεων, άλλά διά τών κανονικώς ανεγνωρισμένων και καθηγιασμένων ερμηνειών τών Άγιων Πατέρων και τών μεγάλων αυτής διδασκάλων ώς και πάσης άλλης άπό τών διαυγών αυτών πηγών ήντλημένης, και ύπ’ αυτής τής Εκκλησίας μετά έλεγχον εγκεκριμένης.
Συνωδά τούτοις ή Όρθόδοξος Εκκλησία άπεδοκίμασε και άνεθεμάτισεν ουχί άπαξ πάσαν οιανδήποτε μετάφρασιν του Ιερού Ευαγγελίου εις άπλουστέραν γλώσσαν διά τε Συνοδικών όρων και διά Πατριαρχικών και Συνοδικών αποφάσεων και εγκυκλίων. Παρά ταύτα Όμως πάντα, τολμώνται και μέχρι τών ημερών ημών μεταφράσεις του Ιερού Ευαγγελίου, ύπαγορευόμεναι εκ σφαλεράς ίσως προαιρέσεως του καταστήσαι αυτό προσιτώτερον και εύνοητότερον τω λαώ.
Οί τοιαύτα έπιχειρούντες αντιστρατεύονται τοις θεσμίοις και ταις διαταγαίς τής Όρθοδόξου Εκκλησίας, ήτις, έπί πάσι τοις ήδη λεχθείσιν, ουδέποτε εν τη σχεδόν δισχιλιετεί αυτής πείρα σύνοιδεν ώς άναγκαίον έπικουρικόν μέσον προς πληρεστέραν του Ιερού Ευαγγελίου κατανόησιν τήν εις άπλουστέραν γλώσσαν μετάφρασιν αυτού, άλλ’ άπεδοκίμασε και άνεθεμάτισεν αυτήν.
Ή Ελληνική Όρθόδοξος του Χριστού Εκκλησία, ή ουδέποτε ευτυχώς σφαλείσα τών ορθών βουλευμάτων έν τω υπέρ τής άγνότητος και κραταιώσεως αυτής άγώνι, ώς έχουσα άνωθεν όρθήν συνείδησιν και άντίληψιν τών υψίστων του πληρώματος αυτής συμφερόντων, ουδέ έν αυτοίς έτι τοις ζοφερωτάτοις χρόνοις του σκότους τών διωγμών και τής δουλείας ήσθάνθη ανάγκην, ίνα τό πιστόν αυτής πλήρωμα ποτισθή τά σωτήρια νάματα του Ευαγγελίου ύπό τύπον και μορφήν άλλην παρά τήν παραδοθείσαν αυτή άπό τών Αποστολικών χρόνων.
Αί άπό χιλιετηρίδος και πλέον ύφιστάμεναι διαφοραί τής γλώσσης του Ευαγγελίου άπό τής λαλουμένης, αίτινες έν τω παρελθόντι ήσαν ομολογουμένως πολύ βαθύτεραι και σπουδαιότεραι τών έν τω παρόντι, ουδέποτε έπεσκότισαν τό παράπαν τάς ψυχάς τών ακροατών ή αναγνωστών αυτού, ούδ’ έμείωσαν τόν προς αυτό σεβασμόν και τήν ύπακοήν εις τά θεόπνευστα αυτού ρήματα, προσιτά και καρποφόρα άείποτε ύπάρξαντα εις πάσαν χριστιανικήν διάνοιαν και καρδίαν.
Τής εθνικής δ’ ημών γλώσσης όσημέραι προαγόμενης, και βραδέως μέν ίσως, άλλ’ ασφαλώς και αισίως χωρούσης προς τήν πάλαι αυτής άκμήν και τό μεγαλείον, ουδεμία κατά μείζονα λόγον υφίσταται τανύν ανάγκη, ένεκα ελαχίστων και σχεδόν ήδη ανεπαίσθητων διαφορών, νά άλλοιωθή ό άπ’ αιώνων παραδεδόμενος ημίν τύπος τών υψηλών και θεοπνεύστων επων του Ευαγγελίου, ό άπό δισχιλίων ετών βαθύτατα έγκολαφθείς εις τε τόν νουν και τάς καρδίας ημών και εις πάσας τάς εκδηλώσεις του θρησκευτικού ημών βίου.
Συμφώνως προς ταύτα, ή Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, στερρώς προσκειμένη τοις πατροπαραδότοις θεσμίοις και τή άρχήθεν όμοφώνω και διά τών αιώνων άπαρασαλεύτω μέχρι νυν γνώμη τής Όρθοδόξου Εκκλησίας, φυλαξ δέ άγρυπνος τών Ιερών εκκλησιαστικών παραδόσεων, τής ετέρας ταύτης διαυγούς και ζωηφόρου πηγής τής χριστιανικής θρησκείας, ών τήν τήρησιν ένεπιστεύθησαν αυτή οι τε εκκλησιαστικοί θεσμοί και οί πολιτικοί νόμοι, αποκρούει και αποδοκιμάζει και κατακρίνει ως βέβηλον πάσαν διά μεταφράσεως εις άπλουστέραν έλληνικήν γλώσσαν αλλοίωσιν ή μεταβολήν του πρωτοτύπου κειμένου του Ιερού Ευαγγελίου, ού μόνον ώς περιττήν, άλλά και ώς έκθεσμον καί συντελούσαν εις σκανδαλισμόν μεν τών συνειδήσεων, στρέβλωσιν δέ τών θείων αυτού εννοιών και διδαγμάτων.
Εντέλλεται δ’ ‘Υμίν και δι’ Υμών παντί τω κλήρω, ίνα, έξ ονόματος αυτής, συνιστάτε πάντοτε τω καθ’ υμάς ποιμνίω διά πατρικών νουθεσιών καί προτροπών, όπως μηδείς μηδέποτε άναγινώσκη μετάφρασιν οιανδήποτε του Ιερού Ευαγγελίου, ώς άπηγορευμένην καί καταδεδικασμένην ύπό τής Εκκλησίας.
Τής παρούσης αποστέλλονται Υμίν ικανά αντίτυπα, ίνα διανεμηθώσι τοις ύφ΄ Υμάς κληρικοίς, άναγνωσθώσι δ’ ευκρινώς καί έπ’ Εκκλησίας.
Απεφασίσθη μεν τη έβδομη καί δεκάτη μηνός Όκτωβρίου, εξεδόθη δέ τή έβδομη μηνός Νοεμβρίου σωτηρίου έτους 1901 έν Αθήναις.
Ό Αθηνών ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Πρόεδρος
Ό Σύρου Τήνου καί Άνδρου ΜΕΘΟΔΙΟΣ
Ό Ύδρας καί Σπετσών ΑΡΣΕΝΙΟΣ
Ό Τριφυλίας καί Όλυμπίας ΝΕΟΦΥΤΟΣ
Ό Παροναξίας ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Ό Γραμματεύς
Άρχιμ. Μελέτιος Σακελλαρόπουλος.

Ἡ σύγχρονη «θεολογία» τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔναντί τῶν Ἱερῶν Κανόνων

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 13 Νοεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Ὁ Οἰκουμενισμός, ὡς ἕνα ἀκόμα φαινόμενο θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, προάγεται στίς μέρες μας, συστηματικῶ τῷ τρόπω, μέσω τῶν διαφόρων οἰκουμενιστικῶν ἐνεργειῶν τῶν «ὀρθοδόξων» νεοημερολογιτῶν ἐπισκόπων, τίς ὁποῖες βλέπουμε ἀφειδῶς καί ἐλαφρά τή καρδία, νά ἐφαρμόζονται. Ἐρρίζονται δέ στήν πατριαρχική ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ἡ ὁποία δικαίως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ καταστατικός χάρτης τῆς διαθρησκειακῆς παγκοσμιοποίησης, διότι σέ αὐτήν περιλαμβάνονται δέκα (10) σαφεῖς μέθοδοι αὐτομάτου προσεγγίσεως καί ἑνώσεως τῶν λεγομένων «Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» μέ μόνη προϋπόθεση τήν πίστη γενικά στόν Χριστό, δίχως νά ἔχει σημασία τό ἀκριβές της περιεχόμενο, δηλαδή χωρίς νά ἐξετάζονται οἱ δογματικές διαφοροποιήσεις καί οἱ λόγοι χωρισμοῦ. Δηλαδή μία πανομολογιακή συγκόλληση.


Τό δέ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ἤ μήπως αἱρέσεων;), τοῦ ὁποίου ἰδρυτικά μέλη εἶναι καί ὀρθόδοξες (κατόνομα μόνο..) Ἐκκλησίες καί Πατριαρχεῖα, εἶναι τό βασικό ὄργανο προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί γιά συμμετοχή σ’ αὐτό, προϋποθέτει ἐνστερνισμό προτεσταντικῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν ἀσύμβατων πρός τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία. Οἱ Ὀρθόδοξοι, μετά τήν Γενική Συνέλευσι τοῦ Νέου Δελχί (1961) συμμετέχουν πλέον ὡς μειοψηφία στά συνέδρια τοῦ Π.Σ.Ε. καί δέν μποροῦν νά ἐπηρεάσουν ἀποτελεσματικά τήν γραμμή καί τίς ἀποφάσεις του, οὔτε νά δώσουν οὐσιαστική Ὀρθόδοξη μαρτυρία, ἔφ ὅσον δέν τούς ἐπιτρέπεται πλέον νά καταθέτουν ἰδιαιτέρα δήλωσι ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δηλαδή οἱ Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες συμμετέχουν πλέον ὡς παραφυάδες (denominations) τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δηλαδή τίποτε περισσότερο ἀπό θέσεις στόν κατάλογο τοῦ Π.Σ.Ε., ἀνάμεσά σε αἱρετικές ὁμάδες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀριθμοῦν περισσοτέρους ἀπό 10.000 – 20.000 ὀπαδούς.

Ἐκεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἔχοντας ἐκχωρήσει τήν μοναδικότητα ἀληθείας καί σωτηρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο αἱρέσεων καί παραθρησκείας, μαζί μέ τίς λοιπές «χριστιανικές» ἀντιπροσωπεῖες καί τίς παρασυναγωγές αἱρετικῶν, παρακαλοῦν το… Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά τούς θεραπεύσει καί νά τούς συμφιλιώσει! Ποιό εἶναι αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα; ἀπό τί καί πῶς θά τούς θεραπεύσει; ποιούς και μέ ποιούς θά τούς συμφιλιώσει μέσα σέ αὐτή τήν βαβυλωνία τῆς δαιμονικῆς συγχύσεως;

Ὁμιλοῦν «γιά ἐπαναπροσδιορισμό τῆς Ἐκκλησιολογίας» ἐννοώντας συμμόρφωση στόν δογματικό πλουραλισμό καί στήν ἠθική ἀνεκτικότητα. Καί λέγοντας ἠθική ἀνεκτικότητα, ἐννοεῖται ὅτι μποροῦν νά συμπροσεύχονται μαζί μέ ὅλες τίς αἱρέσεις, τίς ἐπισκοπίνες, τίς παπαδίνες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες δημόσια διακηρύττουν τή λεσβιακή τους «ἰδιαιτερότητα», «νά γιορτάσουν τήν ἑνότητά τους ἐν Χριστῷ καί τή δοσμένη ἀπό τό Θεό ποικιλία τους» καί νά διατρανώνουν τήν «διαφορετικότητά» τους.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική. Τό ἦθος τῆς εἶναι πάντοτε καί ἀναλλοιώτως τό εὐαγγελικό ἦθος. Οἱ ἁμαρτίες τῶν μελῶν της δέν προσβάλλουν οὔτε τήν μοναδικότητά της, οὔτε τήν ἁγιότητά της, ἐπειδή αὐτές οἱ ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τήν μοναδικότητα καί τήν ἁγιότητα τῆς αἰωνίας Κεφαλῆς της, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ δογματική πολυδιάσπασις, ποῦ συντηρεῖται στό πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἀποτελεῖ κεντρικό ἄξονα γιά τήν ὕπαρξί του, εἶναι ἡ καλλιτέρα ἀπόδειξις ὅτι ἡ ἐπιζητουμένη ἴασις καί συμφιλίωσις δέν πρόκειται νά εἶναι οὔτε ἐν Χριστῷ οὔτε διά Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «ες Κύριος, μία πίστις, ν βάπτισμα» (Ἔφ. δ’,5) συνιστᾶ θεμελιώδη ὄρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, στόν ὁποῖο δέν ἀνταποκρίνεται ἡ προτεσταντική προσδοκία.

Ἅς γνωρίζουν ὅμως ὅτι ὑπάρχουν ὅρια στήν οἰκονομία καί στήν ὑπομονή μας· ὅρια ὄχι αὐθαίρετα, ἀλλά «ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο». Οἱ Ἱεροί Κανόνες ὁρίζουν:

Κανών ’, τν γίων ποστόλων: Εἰ τίς ἀκοινωνήτω, κάν ἐν οἴκω συνεύξηται οὗτος ἀφοριζέσθω (Πηδάλιον ἔκδ. Ἀστήρ 1976).
Κανών μέ’, γίων ποστόλων: Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τί, καθαιρείσθω (ἐν. ἄν. σέλ 50).
Κανών λγκαί ς’, τς ν Λαοδικεία τοπικς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (ἐν.ἄν. σέλ. 433), «μή συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τή αἱρέσει» (ἐν.ἄν. σέλ. 422).
ρώτησις Θ΄ Τιμοθέου λεξανδρείας: Εἰ ὀφείλει Κληρικός εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἤ ἄλλων αἱρετικῶν; ἤ οὐδέν αὐτόν βλάπτει, ὁπόταν αὐτός ποιῆ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν; πόκρισις: Ἐν τῇ θεία ἀναφορά ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρό τοῦ ἀσπασμοῦ. «Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε». Οὐκ ὀφείλουσιν οὔν παρεῖναι, εἰ μή ἄν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν καί ἐκφεύγειν τήν αἵρεσιν. ρμηνεία: …ἀποκρίνεται, ὅτι ἐν τῷ καιρῶ τῆς ἱερουργίας ὁ Διάκονος φωνάζει νά ἔκβουν ἔξω του ναοῦ ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι, λέγων· Ὅσοι Κατηχούμενοι προέλθετε (τοῦτο γάρ δηλοί το, οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε). Ἀνίσως λοιπόν ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι δέν συγχωροῦνται νά σταθοῦν ἐν τῷ καιρῶ, ὅταν γίνεται ἡ θεία Λειτουργία, πόσω μᾶλλον αἱρετικοί; ἔξω μόνον, ἄν ὑποσχωνται νά μετανοήσουν καί νά φύγουν ἀπό τήν αἵρεσιν· πλήν καί τότε πάλιν δέν πρέπει νά ἀφήνωνται μέσα εἰς τόν ναόν, ἀλλά νά στέκωνται ἔξω μέ τούς Κατηχουμένους. Εἰ δέ τοιουτοτρόπως δέν ὑπόσχονται, οὐδέ μέ τούς Κατηχουμένους συγχωροῦνται νά στέκουν, ἀλλά νά ἀποδιώκωνται κατά τόν Βαλσαμῶνα (ἐν. ἄν. σέλ 670).

πίσης κανόνες: ἴα’, ἴβ’ καί ἰγ’ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, β΄τῆς ἐν Ἀντιοχεία, θ’, λβ’, καί λζ’ τῆς ἐν Λαοδικεία -γιά τά δῶρα καί τούς συνεορτασμούς.
Τέλος θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε τούς τόσο βαρυσήμαντους 9ο, 10ο καί 11ο στίχους τῆς Β’ ἐπιστολῆς Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ. Στό 10ο στίχο ἀπαγορεύει ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης στόν κάθε χριστιανό ἀκόμα καί νά χαιρετᾶ τόν αἱρετικό «καί χαίρειν αὐτῶ μή λέγετε». Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση τονίζει ὅτι ὁ ἠγαπημένος, ἐπιστήθιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ βγαίνοντας ἀπό δημόσιο χῶρο μαζί μέ ἕνα πνευματικό του παιδί ἐξέφρασε τόν ἀποτροπιασμό του στή θέα τοῦ αἱρετικοῦ Κηρίνθου λέγοντας: «πᾶμε γρήγορα, παιδί μου, νά φύγουμε μήπως πέσει ἡ σκεπή καί μᾶς πλακώσει». Ποιός ἀπό μᾶς μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι μέσα στήν καρδιά τοῦ ἔχει πλουσιότερη ἀγάπη ἀπό τό μαθητή τῆς ΑΓΑΠΗΣ;

Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες δέν εἶναι ἀθεολόγητα νομοτεχνικά κείμενα, ἀλλά ἐκφράζουν τήν Ὀρθόδοξο θεολογία καί ἐκκλησιολογία. Ἡ μυστηριακή κοινωνία καί ἡ «κοινωνία ἐν ταῖς προσευχαῖς» προϋποθέτουν τήν κοινή πίστι. Εἶναι ὁ καρπός τῆς ἑνότητος ἐν τῇ πίστει καί ὄχι ἡ ὁδός γιά νά φθάσουμε σέ αὐτήν. Ἀκόμη οἱ ἱεροί Κανόνες ἀσφαλίζουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μή συγχέεται μέ τίς αἱρέσεις καί τίς ἐτεροδιδασκαλίες.

Ὑπάρχουν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν ἐσφαλμένως ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί ἔχουν «καιρικό» χαρακτήρα καί γί αὐτό σήμερα δέν ἰσχύουν. Οἱ ἐν λόγω κύριοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι νά προσβάλουν καί νά θυσιάζουν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στόν βωμό τῶν διαφόρων κοσμικῶν καί κοινωνικῶν τους σκοπιμοτήτων, ἀσελγώντας ἐτσιθελικά σέ ὅ,τι ἱερώτερο καί πολυτιμώτερο ἔχει ὁ ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός. Πιθανόν γι’ αὐτούς ὁ θησαυρός τῆς Ὀρθοδοξίας, νά μή σημαίνει τίποτε ἄλλο παρά ἐμπόρευμα γιά ἀνταλλαγή ἤ ὑλικό γιά μαγείρεμα στό ἀκάθαρτο τσουκάλι τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Ἡ Νέα αὐτή Ἐποχή τόσο σέ πολιτικοοικονομικό ὅσο καί σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο, δέν ἐπιθυμεῖ τόσο νά γκρεμίσει τήν Ἐκκλησία καί τίς ἐκκλησίες (ναούς), ὅσο ἐπιθυμεῖ νά μετατρέψει τήν Ἐκκλησία σέ κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού εἶναι στήν οὐσία της. Νά τήν κάνει θεραπαινίδα καί χειροκροτητή της, νά τήν μεταλλάξει σέ ἕναν ἄνευρο ὀργανισμό, ὁ ὅποιος θά ἐνσωματωθεῖ πλήρως στό σύστημα καί θά δουλεύει, γιά λογαριασμό του, ὄχι ἀδειάζοντας τούς ναούς, ἀλλά γεμίζοντάς τους μέ ἀνθρώπους πού θά ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα. Ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τονίζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς ἐλευθερίας μέ τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός ἐπροίκισε τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἡ ἀντίστασή Της δέν εἶναι εὐκαιριακή, ἀλλά πηγάζει ἀπό τήν ἴδια Τῆς τήν πίστη καί θέλει ἐλεύθερους ἀνθρώπους καί πολίτες καί ὄχι ὑπάκουα ρομπότ.


πιμέλεια : « Νεανικός ρθόδοξος Σύνδεσμος »

AΠΟ »ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ»

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (9ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 13 Νοεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Τους Άγιους Πατέρας καί διδασκάλους μιμούμενοι οί Άγιορείται Όσιομάρτυρες οί επί Βέκκου μαρτυρήσαντες, έγραψαν τήν περίφημον έκείνην επιστολήν προς τόν Αυτοκράτορα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ήτις παρά πάντων τιμάται, ώς πεφωτισμένη καί δογματικωτάτη, έν ή, μεταξύ άλλων, διελάμβανον τά ακόλουθα: «Εμπεριέχεται δέ καί τω ΙΕ’ Κανόνι της αγίας καί μεγάλης Α’ καί Β επονομασθείσης, ότι ού μόνον ανεύθυνους είναι, αλλά καί επαινετέους τους αποσχίζοντας εαυτούς καί πρό συνοδικής καταδίκης, άπό τών δημοσία διδασκόντων αιρετικά διδάγματα, καί όντων προφανώς αιρετικών». Καί μετ’ ολίγον, περί μνημόσυνου: «Ει γάρ τό απλώς χαίρειν ειπείν, κοινωνίαν δίδωσι τοις έργοις τοις πονηροίς, πόσον ή διάτορος αυτού μνημοσύνη καί ταύτα αυτών τών θείων μυστηρίων φρικτώς προκειμένων; Ει δέ ό προκείμενος αυτός έστιν ή αυτοαλήθεια, πώς αν τό μέγα τούτο ψευδός δέχηται εικάζειν εικός, τό συντάττειν αυτόν ώς Όρθόδοξον Πατριάρχην μεταξύ τών Όρθοδόξων Πατριαρχών, έν καιρώ φρικτών μυστηρίων, σκηνικώς (σ.σ. = θεατρικώς) παίξομεν; Καί πώς ταύτα άνέξεται Όρθοδόξου ψυχή, καί ούκ άποστήσεται τής κοινωνίας τών μνημονευσάντων αυτίκα, καί ώς καπηλεύοντας τά Θεία τούτους ηγήσεται; «Ανωθεν γάρ ή του Θεού Όρθόδοξος Εκκλησία τήν επί τών άδυτων αναφοράν του ονόματος του άρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν έδέξατο τούτο. Γέγραπται γάρ έν τή εξηγήσει τής θείας λειτουργίας, ότι αναφέρει ο ιερουργών τό του άρχιερέως όνομα, δεικνύων καί τήν προς τό ύπερέχον ύποταγήν, καί ότι κοινωνός έστι αυτού, καί πίστεως καί τών Θείων μυστηρίων διάδοχος. Καί ό μέγας πατήρ ημών καί όμολογητής Θεόδωρος ό Στουδίτης ταύτα λέγει προς τινα, διά τής τιμίας αυτού επιστολής: «έφης δέ μοι ότι δέδοικας ειπείν τώ πρεσβυτέρω σου, μή άναφέρειν τόν αίρεσιάρχην, καίτοι περί τούτου ειπείν σοι τό παρόν, ού καταθαρρώ· πλην ότι μολυσμόν έχει ή κοινωνία έκ μόνο(υ) του άναφέρειν αυτόν, καν όρθόδοξος είη ό αναφερών». Ταύτα μέν ό πατήρ· πρό δέ τούτου, καί ό Θεός τούτο έσήμανεν ούτως ειπών: «Ίερείς ήθέτουν τόν νόμον μου, καί εβεβήλουν τά άγια μου»· πως; ότι βεβήλοις καί οσίοις ού διέστελλον, άλλ’ ήν αυτοίς άπαντα κοινά· τί τούτου φωτεινότερον καί άληθέστερον; Άλλ’ ώς οίκονομίαν τούτο ποιήσωμεν; καί πώς δεχθήσεται οίκονομίαν τά θεία βεβηλούσαν κατά τόν του Θεού είρημένου λόγον καί έκ τών θείων άπωθούσαν τό του Θεού Πνεύμα· καί τής έντεύθεν αφέσεως αμαρτιών, καί τής υίοθεσιας τους πιστούς αμέτοχους ποιούσα* και τι αν είη ταύτης τής οικονομίας ζημιωδέστερον;» (Δοκίμιον Ιστορικόν Μοναχού Καλλίστου Βλαστού, σελίς 109). «Ετι δέ, έν ταίς έρμηνείαις τών θείων καί ιερών Ακολουθιών τής Θείας Λείτουργίας Βασιλείου καί Ιωάννου Χρυσοστόμου, ταύτα διαλαμβάνονται:
«Έν πρώτοις μνήσθητι. Κύριε, του Αρχιεπισκόπου ήμών τούδε. Ώς επουρανίων, καί επιγείων, καί καταχθόνιων τήν έξουσίαν έχοντα, ομολόγων τόν Θεόν καί Πατέρα ό Ιερεύς, προσέφερε, καθώς είδομεν, τά ιερά μνημόσυνα, πρώτον τών αγίων απάντων δεύτερον τών ζώντων ημών καί τρίτον τών τεθνεώτων. Καί καθώς είς τήν τάξιν τής θριαμβευούσης Εκκλησίας, έκφώνως καί έξαιρέτως έμνημόνευσεν, ώς Βασιλίσσης απάντων καί πασών, τής Άειπαρθένου, καί Θεοτόκου· έτσι καί τώρα μνημονεύει έν πρώτοις καί παρρησια του αρχιερέως, ώς αρχής τής στρατευόμενης ημών αγίας Εκκλησίας, παρακαλώντας νά διαφυλάττεται μακρόβιος, όχι μόνον, αλλά καί Όρθόδοξος· όρθοτομών τόν λόγον τής Ευαγγελικής αληθείας. Καί τούτο, διατί πολλά έπαθεν ή Εκκλησία. Πολλά ή πίστις ή Όρθόδοξος έκινδύνευσεν, άπό τους πλέον εξαιρέτους αρχιερείς. Πολλά έκλαυσεν ή οικουμένη σκοτισθέντα τόν ήλιον, χωρίς φέγγος πολλαίς φοραίς την σελήνην, πεσόντας έκ του ουρανού τους Αστέρας. Τών Ίερέων, καί τών Αρχιερέων τους προκρίτους σχισματοποιούς καί αιρεσιάρχας λύκους βαρείς, του ποιμνίου μή φειδομένους». («Κατήχησις Ίερά» Νικολάου Βουλγάρεως εκδόσεως 1681, σελ. 165-166).

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (8ο ΜΕΡΟΣ)

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 13 Νοεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Πολλών οι διαλογισμοί έκ της «δυνητικής» ερμηνείας του ΙΕ’ Κανόνος διεσαλεύθησαν. Καί ευλόγως διηρωτήθησαν: «Πώς δυνάμεθα νά μνημονεύωμεν τόν κηρύττοντα την αίρεσιν πρόεδρον, χωρίς νά ψευδώμεθα ενώπιον του φρικτού Θυσιαστηρίου, ότι όρθοτομεί τόν λόγον της αληθείας»; Ό π. Έπιφάνιος δεν εδίστασεν εις τό τόλμημα!! Ιδού πώς απήντησε: «Θά ήθελα ακόμη να διασαφήσω τήν έννοιαν ύφ’ ην λέγεται τό «… ορθοτομούντα τόν λόγον της αληθείας», διότι βλέπω ποιάν τινα σύγχυσιν τών πραγμάτων έν τη επιστολή σου. Λοιπόν, τα τρία επίθετα, «σώον», «έντιμον», «υγιά», καί αί δύο μετοχαί «μακροημερεύοντα» καί «όρθοτομούντα» δεν είναι επιθετικοί προσδιορισμοί καί επιθετικαί μετοχαί, αλλά κατηγορούμενα. Λέγοντες δηλαδή τό «Έν πρώτοις μνήσθητι, κύριε, του ‘Αρχιεπισκόπου…» δεν παρέχομεν πιστοποιητικά ότι ό Επίσκοπος είναι «σώος» καί «έντιμος» και «υγιής» καί όρθοτομεί τήν άλήθειαν! «Οχι! Άλλα παρακαλούμεν απλώς τόν Κύριον νά χορηγή εις τόν Έπίσκοπον εντιμότητα, ύγείαν, όρθοτομίαν τής αληθείας κ.τ.λ. («όν χάρισαι ταίς αγίαις Σου Έκκλησίαις, έν ειρήνη σώον, εντιμον κλπ.». Ευχήν έκφράζομεν, δεν χορηγούμεν βεβαιώσεις! Αλλώς θα έψευδόμεθα ενώπιον του Θεού, λέγοντες ού μόνον τό «ορθοτομούντα» αλλά καί τό «έντιμον» καί «υγιά», δεδομένου ότι ενίοτε ό Επίσκοπος ενδέχεται νά είναι ουχί «έντιμος», αλλά προδήλως ανέντιμος, ή ενδέχεται νά είναι ουχί υγιής, αλλά βαρέως ασθενής καί κατάκοιτος. Εύχόμεθα λοιπόν, δέν πιστοποιούμεν». («ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ» σελίς 82).
Συντακτικόν καί Γραμματικήν έγνώριζον καί οί Άγιοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τής Όρθοδόξου Εκκλησίας, άλλ’ ουδείς, ουδέ ψιλώ νοήματι διενοήθη τοιούτου είδους τόλμημα!
Κατ’ αρχήν, τό «Έν πρώτοις μνήσθητι», πού έπέλεξεν ανωτέρω ό π. Έπιφάνιος, φαίνεται οτι όντως αποτελεί ευχήν.
Όμως, αναπέμπεται… καί μία άλλη ευχή, ην καλούνται όλοι να εκφωνούν ενώπιον του θυσιαστηρίου περί τής οποίας… απόλυτον σιωπήν έκράτησεν!
Καί ή οποία εκκλησιαστική ευχή, άρχεται ΕΠΙΣΗΣ διά τών λέξεων «Έν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε», καί διά τής οποίας (ίνα χρησιμοποιήσωμεν τάς ιδίας αυτού ανωτέρω λέξεις), οί οπαδοί τής «δυνητικής» ερμηνείας του π. Έπιφανίου ΚΑΙ ψεύδονται ενώπιον του Θεού, ΚΑΙ παρέχουν πιστοποιητικά ορθοτομίας τής Αληθείας εις έν γνώσει των αιρετικούς, ΚΑΙ χορηγούν διαβεβαιώσεις, ΚΑΙ πιστοποιούν κυνικώς!!… Ή ευχή έχει ούτω:
«Έν πρώτοις μνήσθητι. Κύριε, τής Ιεράς ημών Συνόδου, τής ορθοτομούσης τόν λόγον τής σής αληθείας»!!!
Όχι «ήν χάρισαι όρθοτομούσαν»!!… Άλλα ΣΑΦΕΣΤΑΤΑ: «Τής ορθοτομούσης»!!!
Ας έξετάσωμεν καί τό άλλο «έν πρώτοις μνήσθητι», εκείνο πού έπέλεξεν ό π. Έπιφάνιος, ώς ευχερέστερον εις παρερμηνείαν: Διότι, ώς είπομεν, είναι ΔΥΟ εδω τά «έν πρώτοις μνήσθητι»!… Ή μάλλον ΤΡΙΑ «μνήσθητι πάσης Επισκοπής, Όρθοδόξων, τής όρθοτομούσης τόν λόγον τής ση αληθείας»!…
Ώφειλεν ό π. Έπιφάνιος νά έλεγεν ή νά έγραφεν, ότι ό τάδε Άγιος, ή ό δείνα διδάσκαλος τής Όρθοδόξου Εκκλησίας ούτω καί ούτω ηρμήνευσεν τήν έν λόγω λειτουργικήν ευχήν, εις αυτού τήν γνώμην νά στοιχώμεν! Δέν έποίησεν ούτω!
Ιστορεί ό Δοσίθεος Ιεροσολύμων (έν βιβλ. Γ, σελ. 159 «Δωδεκαβίβλου» έκδ. Ρηγόπουλου):
«Ό Χαρτοφύλαξ καί ό Έκκλησιάρχης ύπό του πατριάρχου (σ.σ. Μητροφάνους του από Κυζίκου, του λατινόφρονος) καί τών αρχόντων καί αυτού του βασιλέως, κολακευθέντες, βιασθέντες, άπειληθέντες πολλάκις, ουκ εκοινώνησαν τω άνόμω πατριάρχη. ‘Έλεγον οί άρχοντες οί μεσάζοντες τω Χαρτοφύλακι καί Έκκλησιάρχη, ότι μήτε ημείς λεγομεν γεγονέναι τά έν Φλωρεντία καλώς, όμως, δι’ οίκονομίαν καί τό συμφέρον τής πατρίδος μεινάτω ό όρος αργός, καί μόνον δεχθήτε τό μνημόσυνον του Πάπα, όπερ εστί λόγος ψιλός, οί δέ άντέλεγον θεολογικώς, ότι πολύς εστίν ο του μνημοσύνου λόγος, εκείνοι γάρ μνημονεύονται έπ’ Εκκλησίας, όσοι είσίν ορθόδοξοι καί κοινωνικοί προς τήν αυτήν Έκκλησίαν, οί δέ άκοινώνητοι ουδέ μνημονεύονται. Ουδέ γάρ έχει άδειαν τις τών Ιερωμένων εύχεσθαι έπ’ Εκκλησίας υπέρ άκοινωνήτου, ό δέ πάπας εστίν άκοινώνητος, πώς ούν μνημονευθήσεται ό άκοινώνητος μετά τών κοινωνικών; Ό δέ μεσάζων είπεν ό Νοταράς, ούκ έστιν αυτό μνημόσυνον ευχής, καί τά εξής, οί δέ τέλος είπόντες, εκείνοι μνημονεύονται, όσοι όρθοτομούσιν, ό δέ πάπας εισάγει νόθα, όρθοτομεί δέ ό τέμνων τά νόυα, ούχ ό είσάγων αυτά».
«Ομως, νομίζομεν ότι πρέπει νά γνωρίσωμεν έκ πατερικών κειμένων τήν Όρθόδοξον έρμηνείαν τής έν λόγω λειτουργικής ευχής.
Ή έν λόγω λειτουργική ευχή, διετυπώθη τό πρώτον ύπό του Αγίου ‘Ιακώβου του Άδελφοθέου, πρώτου Άρχιερέως τών Ιεροσολύμων, είς τήν παρ’ αύτού συνταχθείσαν Άκολουθίαν τής Θείας Λειτουργίας, ούτω: «Έν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε ό Θεός ημών, του οσίου πατρός ημών, του Άγιωτάτου ημών Αρχιεπίσκοπου δείνος· γήρας αύτώ τίμιον χάρισαι, μακροχρόνιον αυτόν διαφύλαξον, ποιμένοντα τω λαώ σου έν πάσει εύσεβεία καί σεμνότητι» (Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Άδελφοθέου, τύποις φοίνικος 1929, σελ. 23). Τήν λειτουργικήν αυτήν εύχήν περιέλαβεν καί ό Άγιος Βασίλειος είς τήν ύπ’ αύτού συνταχθείσαν Ακολουθίαν τής Θείας Λειτουργίας, ώς ακολούθως: «Έν πρώτοις μνήσθητι. Κύριε, του Αρχιεπισκόπου ημών (δείνος), όν χάρισαι ταίς άγίαις σου Έκκλησίαις έν είρήνη, σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα, καί όρθοτομούντα τον λόγον τής σής αληθείας». Ό Άγιος Βασίλειος, είχεν πόθον μέγαν νά συντάμη τήν άκολουθίαν τής Θείας Λειτουργίας του Άδελφοθέου, προς έλάφρωσιν τών Χριστιανών καί περί τούτου παρεκάλει τόν Άγιον Θεόν. «Έφάνη (γράφει ό Συναξαριστής μηνός Ιανουαρίου σελίς 32, εκδόσεως π. Βίκτωρος Ματθαίου) λοιπόν είς αυτόν, ωσάν νά κατήλθεν ό Χριστός μετά τών Αποστόλων, ω τής συγκαταβάσεώς σου, φιλάνθρωπε Κύριε, καί κατά τήν άρχιερατικήν τάξιν έτέλεσεν τήν θείαν Μυσταγωγίαν μετ’ αυτών πλην δέν έλεγε τάς εύχάς ό Κύριος ώς είναι γεγραμμέναι είς τήν λειτουργίαν τοΰ Άδελφοθέου ‘Ιακώθου, αλλά συνέτεμνε ταύτας κατά τόν τρόπον διά του οποίου συνέθεσεν αύτάς κατόπιν ό «Αγιος Βασίλειος. Ταύτην τήν όπτασίαν ιδών ό Αγιος καί εύχαριστήσας τόν Θεόν τόν επακούσαντα της δεήσεως αυτού, συνέγραψε τήν θείαν Λειτουργίαν συντομωτέραν, όπως ευρίσκεται σήμερον». Τήν αυτήν εύχήν άντέγραψεν καί ό «Αγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος έν τη υπ αυτού, κατά τόν αυτόν τρόπον συγγραφείσαν Θείαν Λειτουργίαν. Αυτήν δε τήν εύχήν «διεσάφησεν», ώς ανωτέρω ανεφέρθη, ό π. Έπιφάνιος. Άλλ’ ας ίδωμεν.
«Εν έτει 373 μ.Χ. ό Μέγας Βασίλειος, ό θεοπνεύστως συγγράψας τήν ανωτέρω λειτουργικήν εύχήν, έπιέσθη ύπό του επισκόπου Εύσεβίου Σαμοσάτων νά δεχθή είς κοινωνίαν καί νά μνημονεύση τόν Εύστάθιον Σεβαστείας. Ό ‘Άγιος άντέλεγεν εις τόν πιέζοντα, επειδή ό Ευστάθιος Σεβαστείας δέν παρείχεν σαφείς διαβεβαιώσεις Ορθοδόξου Πίστεως καί ομολογίας. Έγραφεν ό άοίδιμος: «»Εως δ’ αν μηδέν γένηται τούτων, σύγγνωθι, θεοφιλέστατε πάτερ, μή δυναμένω μεθ’ ύποκρίσεως θυσιαστηρίω Θεού παρεστάναι». Έάν, δηλ. ό Ευστάθιος Σεβαστείας δέν δώση Όρθόδοξον Όμολογίαν Πίστεως, νά μέ συγχώρησης θεοφιλέστατε πάτερ, αλλά δέν ημπορώ νά παρίσταμαι εις τό θυσιαστήριον του Θεού μέ ύποκρισίαν (Ε.Π.Ε. Έπιστολαί Άγ. Βασιλείου, Τόμ. Α’, σελ. 275).
Ολοι οί Ορθόδοξοι μεγάλην άκρίβειαν είχον είς τήν προκειμένην ύπόθεσιν, ώς λέγει ό Νικόλαος Βούλγαρης: «Επειδή είς τά δίπτυχα έστεκε νά δοξάζωνται άπό τήν Εκκλησίαν οί άγιοι ώς άγιοι. Νά μακαρίζωνται οί Όρθόδοξοι ώς Όρθόδοξοι. Νά καταδικάζωνται οί αίρεσιάρχαι καί αποστάται διά καθηρημένοι καί άκοινώνητοι. Τά δίπτυχα ήτονε τών ψυχών ό λύδιος λίθος, ή πέτρα ή Ήρακλεία (μαγνήτις).,. ‘Ήτονε τριών λογιών. Δίπτυχα τών Αγίων, Δίπτυχα τών ζώντων καί Δίπτυχα τών κεκοιμημένων… Τά άνάγνωθεν ό διάκονος τούταις ταίς ώραις έμπροσθεν του θυσιαστηρίου μετά το εν πρώτοις μνήσθητι… Άν καλά καί παλαιότερον είς επήκοον πάντων νά έγένετο αυτή τών Δίπτυχων η ανάγνωσις καί έπ’ άμβωνος… Τά Δίπτυχα τώ ‘Άμβωνι, Τω «Αμβωνι τά Δίπτυχα. Τά Δίπτυχα άρτι φέρε».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ