Αρχείο για Δεκέμβριος, 2011

Κατηγορούνται ως σχισματικοί όσοι ελέγχουν τους οικουμενιστές

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika


Οι οικουμενιστές στην προσπάθειά τους να επιβληθούν επί όλων των πιστών και να εμφανιστούν ως γνήσιοι εκφραστές της ορθόδοξης εκκλησιολογίας στρέφονται εναντίον όσων κληρικών και πιστών ελέγχουν τις φιλοπαπικές κινήσεις και τα οικουμενιστικά τους ανοίγματα προσάπτοντας, μεταξύ άλλων, σε αυτούς την κατηγορία ότι δήθεν απεργάζονται σχίσμα εντός της Εκκλησίας. Ο επίσκοπος Αθανάσιος Γιέφτιτς σε μια «θεολογική πραγματεία» την οποία δημοσίευσε η ιστοσελίδα της Μητροπόλεως Ράσκας και Πριζρένης που τελεί πλέον υπό τη διαχείριση της νέας διοίκησης υπό τον Τοποτηρητή, κατηγορεί ευθέως τον επίσκοπο Αρτέμιο ότι δημιουργεί «εκκλησιολογικό σχίσμα» και ονομάζει «αιρετική» την ομάδα όσων μοναχών και πιστών τάσσονται στο πλευρό του επισκόπου Αρτεμίου. Ο π. Ιωάννης Νικόπουλος που μεταφράζει σταδιακά στο ιστολόγιό του την παραπάνω «πραγματεία» του επ. Αθανασίου Γιέφτιτς σε σχόλιο κάτω από τη σχετική δημοσίευση κάνει λόγο «περί ενός σχίσματος ηδη εν εξελίξει…» εξαιτίας των κινήσεων του επισκόπου Αρτεμίου……
Η μέθοδος των οικουμενιστών γνωστή. Αντί να προσαρμόσουν την δική τους συμπεριφορά στην αγιοπατερική παράδοση αποβάλλοντας τον φιλοπαπισμό, τις συμπροσευχές, το διαθρηκειακό συγκρητισμό και την οικουμενιστική σύγχυση οργανώνουν περαιτέρω προώθηση των οικουμενιστικών τους σχεδίων (ήδη στη Σερβία οργανώνουν την επίσκεψη του Πάπα το 2013) και κατηγορούν ως σχισματικούς όσους αρνούνται να υποταχθούν στα δικά τους προστάγματα.
Δεν μας εκπλήσσει η τακτική των εν Σερβία οικουμενιστών. Παρόμοιες κατηγορίες είχε εξαπολύσει εναντίον των υπογραφόντων την «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος όταν σε Επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τον Οκτώβριο του 2009 έγραφε: «Το σπέρμα πάντως του σχίσματος ενυπάρχει εις τα ως άνω εκφράσεις της «Ομολογίας», τούτο δε δέον να εμβάλη πάντας τους ποιμαίνοντας την Εκκλησίαν εις ανησυχίαν». Και μπορεί βέβαια η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος να μην έκανε τότε το χατίρι του Πατριάρχη Βαρθολομαίου που εμμέσως ζητούσε μέτρα εναντίον όσων υπέγραψαν την Ομολογία, φαίνεται όμως πως η κατηγορία που εκείνος τότε εξαπέλυσε (περί δήθεν σχισματικών κινήσεων) έγινε σημαία όλων των οικουμενιστών που προσπαθούν με τον τρόπο αυτό να κατασυκοφαντήσουν όσους αρνούνται να υπακούσουν στις οικουμενιστικές τους διαταγές.
Πρέπει όμως να γνωρίζουν οι οικουμενιστές ότι οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για την διατάραξη της ειρήνης εντός της Εκκλησίας, αφού με τις πράξεις και τους λόγους τους οδηγούν στην εύλογη αντίδραση κληρικών και πιστών που διαπιστώνουν ότι καταπατώνται οι Ιεροί Κανόνες, τα της Πίστεως κινδυνεύουν, οι μετά των αιρετικών σχέσεις νοθεύουν την Αληθινή Πίστη.
Όσο για τις εξελίξεις στη Σερβία, είναι σαφές από τους λόγους του επισκόπου Αθανασίου Γιέφτιτς ότι οι οικουμενιστές δεν πρόκειται να σταματήσουν την δίωξη του επισκόπου Αρτεμίου μέχρι να πετύχουν την πλήρη αποκοπή του από κάθε μοναχό και πιστό. Η δράση του επισκόπου Αρτεμίου και η αγάπη του λαού προς εκείνον αποτελεί διαρκή έλεγχο των οικουμενιστικών τους πράξεων και γι’ αυτό μετέρχονται κάθε μέσο για την πλήρη απομόνωσή του.

ΑΠΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Σύμφωνα με αυτή σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία. οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965)38, να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον σημερινό πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ ο οποίος ετόλμησε πριν από δεκαπέντε χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α’ εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών39 και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσαμε στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία «ιερά» βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο, τα οποία προβάλλει ισοτίμως επάνω στο τραπέζι ο εμπνευστής της βλάσφημης Τριάδος του γραμματοσήμου. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος· γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, αλλά και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος. εφαρμόζονται και σ’ αυτήν τα αυστηρά «ουαί» που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι. «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον… και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε»40.

α. Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες

Δεν έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό· ή μάλλον όλες οι θρησκείες έχουν ψεύτικους θεούς, αφού δεν πιστεύουν στον μόνο αληθινό Θεό, στον αποκαλυφθέντα Τριαδικό Θεό, στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Και δεν υπάρχει βέβαια λόγος να μιλήσει κανείς για το ψεύδος της θρησκείας των ειδώλων, αφού ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη προσπαθεί να διαφυλάξει τους Ιουδαίους από την ειδωλολατρεία, την οποία συνέτριψε τελικώς και αφάνισε ο Χριστός και εγελοιοποίησαν οι άγιοι μάρτυρες, όταν τους επίεζαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να προσκυνήσουν τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα. Και όμως έπαυσε και αυτό να είναι αυτονόητο, και «εσκοτίσθη η ασύνετος καρδία» των Χριστιανών ηγετών, αφού καλούν σε συμπροσευχές ακόμη και ειδωλολάτρες, όπως έγινε στην Καμπέρα της Αυστραλίας κατά την Ζ’ Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ή καλύτερα του Παγκοσμίου Συμβουλίου εκτροπής και παραπλάνησης των Εκκλησιών, και όπως έγινε αυτές τις ημέρες στην νέα εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο του πάπα. Δεν ισχύει πλέον αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι ειδωλολάτρες «εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού, εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» και ότι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»41.

Ο αλάθητος πάπας είναι πάνω και από την Αγία Γραφή και καλεί και ειδωλολάτρες να προσευχηθούν, πού; Στα αναίσθητα είδωλα, στην αναισθησία των οποίων μετέχει και αυτός που τα σέβεται: «Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμόν έχουσι και ουκ όψονται, ώτα έχουσι και ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσοναι, χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς»42.

Η μόνη ενδεδειγμένη στάση ενός Χριστιανού επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, είναι να πράξει αυτό που έπραξε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα και αλλού. να αποτρέψει τους ειδωλολάτρες από το να απάγονται και παρασύρονται από τα «άφωνα είδωλα»43, να τους πει ότι «γένος υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον»44, να τους βγάλει, από τους «χρόνους της αγνοίας» και να τους ανοίξει την νέα εποχή της αληθούς θεογνωσίας, χωρίς να υπολογίζει κανένα κόστος και καμμία συνέπεια, προσωπική, εθνική, εκκλησιαστική. Γιατί έτσι καθίσταται συνυπεύθυνος της πλάνης και της ασεβείας, αφού αφήνει την εντύπωση ότι παντού υπάρχει αλήθεια, ότι όλες οι θρησκείες, παρά τις διαφοροποιήσεις, έχουν στοιχεία αληθείας, και είναι περιττό επομένως να τους κηρύξει το Χριστό και το Ευαγγέλιο.

Ασεβούν οι της πανθρησκείας και προσβάλλουν τους Αγίους Μάρτυρες, οι οποίοι καλούμενοι από τους διώκτες τους να προσκυνήσουν τα είδωλα, όχι μόνο δεν το έπραξαν, έστω και εξωτερικά, αλλά μετεβλήθησαν σε κήρυκας και αποστόλους και διδασκάλους Χριστού και έσωσαν από την πλάνη πολλούς άλλους. Σύμφωνα με την καινούργια νοοτροπία, που τείνει να επικρατήσει, η στάση αυτή των Αγίων Μαρτύρων απορρίπτεται, είναι φονταμελιστική και ακραία, γιατί στηρίζεται στην πίστη ότι μόνον ο Χριστός είναι η αλήθεια και η ζωή, και για να μη χάσει κανείς αυτήν την αλήθεια και τη ζωή αξίζει να χύσει και το αίμα του, το ιδικό του βέβαια, όχι των άλλων, όπως κάνουν οι καμικάζι του Ισλάμ, οι οποίοι οδηγούν στον θάνατο δεκάδες άλλων ανθρώπων. Σε τίνος μάρτυρος τον βίο και την απολογία μπορεί να εντοπίσει κανείς αυτήν την νερόβραστη και χλιαρή ομολογία, ότι όλοι όσοι θρησκεύουμε είμαστε το ίδιο, ο καθένας πιστεύει στον δικό του Θεό και κατά τον ιδικό του τρόπο; Χωρίς την παρρησία, το θάρρος, την αφοβία και την τόλμη των Αγίων Μαρτύρων, που ήλεγξαν την ασέβεια και την πλάνη, χωρίς το αίμα των Αγίων Μαρτύρων δεν θα είχε στερεωθή η Εκκλησία, δεν θα είχε αναπτυχθή αρδευόμενη και τροφοδοτούμενη, για να υπάρχουν σήμερα επίσκοποι και θεολόγοι που προσβάλλουν αυτήν την σταυρική πορεία και το τίμιο αίμα, την θυσία και την ομολογία των Αγίων Μαρτύρων.


β’. Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων

Δεν είναι μόνον οι ειδωλολάτρες ασεβείς, αγνοούντες και μη σεβόμενοι τον αληθή Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, που δεν πιστεύουν αμφότεροι στην Αγία Τριάδα. Εφ’ όσον κατά την αποκαλυφθείσα από τον ίδιο το Θεό διά του Χριστού αλήθεια ο Θεός είναι ένα και τρία συγχρόνως, μονάς εν τριάδι και τριάς εν μονάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι μη δεχόμενοι την Αγία Τριάδα, που είναι ο μόνος υπάρχων Θεός, πιστεύουν σε ανύπαρκτο Θεό, σε ψεύτικο Θεό, σε είδωλο ουσιαστικώς, αφού δεν υπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, αλλά τρία πρόσωπα εν μια υποστάσει. Δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν μόνος, χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· δεν είναι κτίσματα ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, όπως όλα τα κτιστά όντα, κατά την πίστη του Αρείου και του Μακεδονίου, των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Είναι άκτιστα όντα, άναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ομοούσια με τον Πατέρα. Αφ’ ότου υπάρχει ο Πατήρ, υπάρχει και ο Υιός, υπάρχει και το Άγιο Πνεύμα. Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Άγιον Πνεύμα, σύγχρονα και συνδιαιωνίζοντα.

Το γεγονός ότι στην Παλαιά Διαθήκη, την οποία δήθεν ακολουθούν οι Εβραίοι, δεν παρουσιάζεται εμφανώς η Αγία Τριάδα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και δεν διδάσκεται από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι ίδιος ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Απλώς εκεί, λόγω του κινδύνου της κυριαρχούσης πολυθεΐας των ειδωλολατρών, δεν κηρύσσεται εμφανώς, για να μη παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Εβραίοι και καταλήξουν σε ειδωλολατρεία· έπρεπε να διαφυλαχθεί έναντι της πολυθεΐας η μονοθεΐα, και να μη θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί θεοί. Γι’ αυτό και τονίζεται πολύ συχνά η πίστις στον ένα Θεό· «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου… Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού»45. Και πάλι: «Άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»46. Ο προφήτης Ησαΐας επίσης κηρύσσει εκ προσώπου του Θεού: «Εγώ γαρ, Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα και πλην εμού ουκ έστι Θεός. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ’ εμέ ουκ έσται και πλην εμού ουκ έστι»47.

Εξ αιτίας λοιπόν της ροπής των Ιουδαίων προς την ειδωλολατρεία και της ανωριμότητός τους δεν αποκαλύφθηκε πλήρως το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, μολονότι υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί περί αυτού, που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε. Μερικοί Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν την πρόοδο και εξέλιξη της αποκαλύψεως του Θεού, την ολοκλήρωση της Παλαιάς από την Κ. Διαθήκη και εξακολουθούν να αγνοούν την Αγία Τριάδα, να μη δέχονται τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, να μένουν στα παλαιά και ατελή, και έτσι ουσιαστικώς να μη πιστεύουν στον αληθινό Θεό, τον οποίο, λόγω των ιστορικών συνθηκών και της νηπιακής τους καταστάσεως, απέφυγε να εμφανίσει η Π. Διαθήκη ως Τριαδικό. Επανειλημμένως ο Χριστός με τη διδασκαλία του προσπάθησε να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια. και υπήρξαν πολλοί Ιουδαίοι που την αποδέχθηκαν, αφού εξ Ιουδαίων αποτελέσθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα, Ιουδαίοι ήσαν οι Απόστολοι. Σκανδάλισε πολλούς Ιουδαίους ο Χριστός όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίσο με τον Πατέρα και ως Θεό: « Εγώ και ο Πατήρ εν εσμεν». Έβλεπαν ένα άνθρωπο και ηρνούντο να τον πιστεύσουν ως Θεάνθρωπο. γι’ αυτό και προσπάθησαν πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, διότι όπως του είπαν «συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτόν Θεόν»48. Και προς τους μαθητάς του ακόμη σταδιακά εμφάνισε τη θεότητά του. επήνεσε και πρόβαλε την ομολογία του Πέτρου, όταν στο ερώτημά του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου» εκείνος απήντησε: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»49. Την ίδια καταφατική θέση διετύπωσε ο Χριστός και προς τον Καϊάφα στην απαίτησή του να τους πει αν είναι ο Υιός του Θεού: «Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ο Χριστός ο υιός του Θεού»50. Όλη η Κ. Διαθήκη, από το κήρυγμα του Ιωάννου, που μαρτύρησε περί της θεότητος του Χριστού και άκουσε ο ίδιος τον Πατέρα να μαρτυρεί περί του Υιού και είδε το Άγιο Πνεύμα να κατέρχεται ως περιστερά, είναι μία συνεχής διδασκαλία και φανέρωσις του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.

Δεν πιστεύει λοιπόν στον αληθινό Θεό όποιος αρνείται τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Οι άρχοντες των Ιουδαίων, ο χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμός, εκουσίως παρέμειναν τυφλοί και εξακολουθούν και σήμερα να είναι τυφλοί μπροστά στην αλήθεια και στο φως της Τριαδικής θεότητος. Μόνο με την πίστη στον Χριστό έχει κανείς αληθή θεογνωσία και θεοπτία. «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα… εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστι»51. Δεν ημπορεί κανείς να γνωρίσει τον Πατέρα, παρά μόνο διά του Υιού· «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»52. Ο εκ γενετής τυφλός, ομολογήσαςτην θεότητα του Χριστού, βρήκε συγχρόνως το σωματικό και το πνευματικό φως, ενώ οι σκληροκάρδιοι Φαρισαίοι, σωματικά βλέποντες, πνευματικά ζουν στο σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. το ίδιο και ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός· όπως διεπίστωσε και προφήτευσε ο Χριστός· «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»53.

Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να υπάρξει αληθινός Χριστιανός, και μάλιστα επίσκοπος, που να πιστεύει και να γράφει ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και ο Μουσουλμανισμός, που απορρίπτει επίσης την Αγία Τριάδα, την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πιστεύουν στον ίδιο με τους Χριστιανούς Θεό; Οι ίδιοι οι Απόστολοι, Ιουδαίοι όντες, αγαπώντες και συμπαθούντες τους ομοφύλους των, πολύ περισσότερο από μερικούς σημερινούς Χριστιανούς ηγέτες που υποκριτικά τους παραπλανούν, γράφουν και διδάσκουν ότι με την άρνηση και τη σταύρωση του Χριστού, έγιναν θεομάχοι και θεοκτόνοι, από άγνοια ίσως, την οποία πρέπει να απορρίψουν, να μετανοήσουν και να σωθούν. Έτσι εξαπλώθηκε και κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο «και προσετίθεντο, πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών και γυναικών»54 και όχι με συνάξεις τύπου Ασίζης, όπου αποσιωπάται, κρύβεται και δεν κηρύσσεται ο Χριστός, και αθετείται το Ευαγγέλιο. Αυστηρός και τολμηρός ο λόγος του πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία προκατήγγειλε την έλευση του Χριστού, και ελέγχει δριμύτατα τους τότε και τους σημερινούς Ιουδαίους ως προδότας και φονείς: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; Και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε»55. Δεν είναι αυτά παρά ακριβής επανάληψη των όσων ο ίδιος ο Χριστός είπε εναντίον των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, τα οποία επικρίνουν οι της πανθρησκείας, οι του διαθρησκειακού Οικουμενισμού της Νέας Εποχής, ως φονταμενταλιστικά και φανατικά, προτείνοντες ακόμη να εξαλειφθούν και από την υμνογραφία της Εκκλησίας οι αντιιουδαϊκές αναφορές. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί προσβάλλουν και αθετούν το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων Μαρτύρων, γιατί με την νοοτροπία αυτή πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν φονταμενταλιστές και ακραίοι. Τους χαρίζουμε την Ασίζη και τον προοδευτισμό τους και καυχώμεθα για το Ευαγγέλιο και τους Μάρτυρες. Θα δούμε όμως στη συνέχεια τί λέγουν σχετικώς μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, για να συγκριθούν προς όσα λέγουν οι σύγχρονοι «Πατέρες» των συναντήσεων τύπου Ασίζης.

γ’. Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ

Στο προηγούμενο τμήμα αναφερθήκαμε ενδεικτικά σε γνώμες κληρικών και θεολόγων, υποστηρικτών του δια­θρησκειακού Οικουμενισμού, σύμφωνα με τις οποίες σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία, μερικές μάλιστα από αυτές πιστεύουν στον ίδιο Θεό, όπως οι τρεις μονοθεϊστικές· ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός, και ο Μουσουλμανισμός. Ανατρέψαμε εν συντομία αυτή τη θέση, γιατί αντίκειται στο Ευαγγέλιο και προσβάλλει τους Αγίους Μάρτυρες, που έχυσαν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό, την οποία θεωρούσαν ως μοναδική οδό σωτηρίας· διαφορετικά η θυσία και το μαρτύριό τους δεν έχουν νόημα, αν όντως όπου και αν πιστεύει κανείς, σώζεται. Υποσχεθήκαμε να παρουσιάσουμε τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, αφού για τον Ιουδαϊσμό έχομε τη γνώμη του ιδίου του Χριστού και των Αποστόλων, ακόμη και του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, που ήσαν μάλιστα και Ιουδαίοι και αγαπούσαν τους ομοφύλους των, μέχρι σημείου ο Απόστολος Παύλος να εύχεται ο ίδιος να απολεσθεί, να αναθεματισθεί, προκειμένου να οδηγήσει κάποιον Ιουδαίο στην αλήθεια του Ευαγγελίου. «ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισιν Ισραηλίται»56. Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Ιουδαίους με παρρησία και σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος υπέστη απερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις και ταλαιπωρίες. Αυτή είναι η αληθινή, η εν Χριστώ αγάπη, και όχι η άλλη, η ψευτοαγάπη του Σατανά, σύμφωνα με την οποία αποκρύπτεις την αλήθεια, ώστε να μη δυσαρεστείς και να καλοπερνάς. Αυτό είναι το νέο εφεύρημα του Σατανά, ο νέος πειρασμός, ο διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, όπου το μόνο πράγμα που δεν ενδιαφέρει κανέναν είναι το κήρυγμα της αλήθειας του Χριστού. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ’ άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μη θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των σαλονιών, όχι το ανδρείο φρόνημα και η παλληκαριά του Προδρόμου, των Αποστόλων και των Αγίων.

Την εξ αγάπης αντιϊουδαϊκή και παιδαγωγική στάση του Χριστού και των Αποστόλων εσυνέχισαν οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, εισήγαγε δε και η Εκκλησία στην υμνογραφία της, ιδιαίτερα της Μ. Εβδομάδος, όπου υπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί εις βάρος των Ιουδαίων. Τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο επαινεί η Εκκλησία, γιατί ήλεγξε την μανία των Ιουδαίων. εξ αιτίας μάλιστα αυτού του ελέγχου αξιώθηκε να γίνει θεόπτης· «συ γαρ την Ιουδαίων απελέγξας μανίαν είδες σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν». Τα μαρτύρια και τα αθλήματα που υπέμεινε έγιναν «βασίλειον διάδημα» που έστεψαν το κεφάλι του. Ερανιζόμενοι από μερικούς μόνον ύμνους της Μ. Εβδομάδος βλέπουμε να χαρακτηρίζονται οι Ιουδαίοι ως «αλαζών και μιαιφόνος λαός» ως «φθονερός αλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων», «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, «θεοκτόνων συναγωγή», «των δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρόν συνέδριον», «άνομοι και άπιστοι», «γενεά άπιστος και μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Επί αιώνες τα διδάσκει και τα ψάλλει η Εκκλησία, η οποία μάλιστα έχει την συνείδηση ότι αποτελεί τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, το νέο έθνος, στο οποίο έχει επιδαψιλεύσει πλέον ο Θεός την ευλογία του, αφού την αφήρεσε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι απορρίψαντες και σταυρώσαντες τον Χριστό, αποδείχθηκαν ανάξιοι αυτής της ευλογίας, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ο ίδιος ο Χριστός ελέγχοντας την σκληροκαρδία και απιστία τους. Ενθυμούμεθα την βαριά αγανάκτησή του, όταν είπε τους σκληρούς λόγους, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;»57, όπως επίσης και την επαληθευθείσα σχεδόν αμέσως προφητεία, την οποία είπε μετά την παραβολή του αμπελώνος για την θανάτωση υπό των γεωργών του υιού του οικοδεσπότου: «Διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ’ υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής»58. Η ξηρανθείσα από το Χριστό συκή, την οποία επίσης μνημονεύει η Εκκλησία στον όρθρο της Μ. Δευτέρας, συμβολίζει την άκαρπη ιουδαϊκή Συναγωγή: «Την Συναγωγήν συκήν Χριστός, Εβραίων, καρπών άμοιρον πνευματικών εικάζων, άρα ξηραίνει, ης φύγωμεν το πάθος». Ποιος από τους Ορθοδόξους πιστούς δεν έχει διά των αιώνων εις τα αυτιά του ζωντανούς τους λόγους του Κυρίου προς τους Ιουδαίους, όπως τους διατυπώνει το θαυμάσιο αντίφωνο της ακολουθίας των Αγίων Παθών, που αναφέρεται στην αγνωμοσύνη των Ιουδαίων και στην αφαίρεση της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού; «Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις. Λαός μου τί εποίησα σοι, ή τί σοι παρηνώχλησα; Τους τυφλούς σου εφώτισα, τους λεπρούς σου εκαθάρισα, άνδρα όντα επί κλίνης ηνωρθωσάμην. Λαός μου, τί εποίησά σοι, και τί μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν. αντί του ύδατος όξος. αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν. καλέσω μου τα έθνη, κακείνα με δοξάσουσι, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι. καγώ αυτοίς δωρήσομαι ζωήν την αιώνιον». Σε άλλο ύμνο, των αίνων της ίδιας ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» υπάρχει η εκτίμηση ότι με την σταύρωση του Χριστού οι Ιουδαίοι έχασαν την σωτηρία τους: «Σου γαρ υψωθέντος σήμερον, γένος Εβραίων απώλετο».

Ποια σχέση έχουν όλα αυτά, τα του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που σταθερά, απαρασάλευτα και με θαυμαστή ενότητα πιστεύει και διδάσκει η Εκκλησία διά των αιώνων, από την εποχή των Αποστόλων (semper, ubique, ab omnibus credita) προς όσα καινοφανή, αντιευαγγελικά και αντιπατερικά προβάλλουν οι διαστροφείς του Ευαγγελίου και της διδασκαλίας των Αγίων οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού; Δεν είναι λοιπόν ο αρνούμενος τον Χριστό Ιουδαϊσμός «σκολιά και διεστραμμένη οδός»; Εξακολουθούν οι Ιουδαίοι και μετά την σταύρωση του Χριστού και την μη αποκήρυξη εν μετανοία των σταυρωτών να είναι ευλογημένος λαός; Δεν έχει αρθή από αυτούς η ευλογία του Θεού; Δεν είναι άκαρπος και εξηραμμένη συκή; Μα τότε, πρέπει να καταργήσουμε το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, τους ύμνους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν λέγουν τίποτε περισσότερο από όσα λέγει το Ευαγγέλιο. Ας το μάθουν και ας το προσέξουν αυτό καλά όσοι στα πλαίσια της προσεγγίσεως των θρησκειών, των συναντήσεων και των διαλόγων, έχουν ήδη προτείνει να απαλειφθούν από τα λειτουργικά κείμενα, από τα πολιτιστικά μνημεία όπως λέγουν, και από τα σχολικά εγχειρίδια όσες φράσεις και διατυπώσεις ενοχλούν τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Αυτό σημαίνει να καταργήσουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, να σβήσουμε το φως και να αφήσουμε το σκοτάδι. Δεν θέλουν οι της νέας «Γαλιλαίας των εθνών», της συγκρητιστικής και πανθρησκειακής Νέας Εποχής, να περάσει στον απαιδαγώγητο λαό κάποια ακτίνα φωτός, θέλουν να του αποκρύπτεται η αλήθεια, γιατί, αν τη μάθει, θα ξυπνήσει και θα τους εγκαταλείψει. Γι’ αυτό σχεδιάζουν «κάθαρση των λειτουργικών κειμένων» ή και σύνταξη νέων κειμένων, για να μη προσβάλλονται δήθεν οι ετερόθρησκοι και οι αιρετικοί. Μα μπορεί να γίνει «κάθαρση» του Ευαγγελίου, το οποίο απλώς επαναλαμβάνουν οι ύμνοι; Και τί ευαγγέλιο είναι αυτό που αποκρύπτει το φως και τη σωτηρία από τους ευρισκομένους στο σκότος της πλάνης;

Όσα για τον χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμό γράψαμε ισχύουν πολύ περισσότερο για το Ισλάμ. Στο κάτω-κάτω ο Ιουδαϊσμός προϋπήρχε του Χριστιανισμού και από εγωισμό και πείσμα έμεινε στην παλαιά του πίστη, δεν διέκρινε το φως, γιατί είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Το να επιλέγεις όμως το σκοτάδι, ενώ υπάρχει το φως, αυτό είναι πολύ χειρότερο, διότι σημαίνει ότι δεν βλέπεις καθόλου, δεν διακρίνεις την διαφορά μεταξύ φωτός και σκότους. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό καλύτερα, όταν σκεφθεί πώς ενήργησαν οι Ρώσοι, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρεία και να οδηγηθούν προς τον αληθινό Θεό. Έψαξαν και ερεύνησαν και ερώτησαν και προς τον Ιουδαϊσμό και προς το Ισλάμ, αλλά τελικώς διαπιστώσαντες τις ίδιες περίπου αδυναμίες και στις δύο θρησκείες, προσήλθαν στο φως του Ευαγγελίου, έγιναν μέλη του νέου λαού της Χάριτος, της Εκκλησίας του Χριστού. Το Ισλάμ ουσιαστικώς είναι η εκδίκηση του Ιουδαϊσμού εναντίον του Χριστιανισμού, είναι κρυπτοϊουδαϊκή αίρεση, που συγκαλύπτει απλώς την πραγματικότητα με μερικά στοιχεία, όχι βασικά, που έχει πάρει από τον Χριστιανισμό. Με το Ισλάμ επανερχόμαστε εις τα παλαιά, καταργείται η «καινή κτίσις», δεν γονιμοποιείται η ανθρωπότης από τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, παραμένει όχι απλώς στείρα και άκαρπος, αλλά κακότεχνος και κακόκαρπος, και ας ψάχνουν οι της πανθρησκείας να βρουν καρπούς και θετικά στοιχεία σε όλες τις θρησκείες. Όταν αστοχεί κανείς στην πίστη, στη θεογνωσία, τότε μωραίνεται και οδηγείται εις πάθη ατιμίας, όπως θεόπνευστα και αλάθητα διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής, αστοχεί και στο ήθος, γιατί υπάρχει αλληλεξάρτηση της πίστεως και των έργων, του δόγματος και του ήθους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αρκεσθούμε σε όσα είπαμε για τους Ιουδαίους ως ισχύοντα και για τους Μουσουλμάνους. Για να μη θεωρηθεί όμως αυτό ως αυθαίρετος ισχυρισμός, θα παρουσιάσουμε ενδεικτικώς τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, με αγιότητα βίου και φωτισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος, διότι σε εμάς τους αμαρτωλούς και αφωτίστους μπορεί να υπεισέλθει και κάποιος εμπαθής λογισμός. Η αναφορά στους Αγίους Πατέρες κρίνεται αναγκαία και για ένα πρόσθετο λόγο. ισχυρίζονται πολλοί Οικουμενιστές πως δήθεν οι διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι κάτι καινούργιο στην ζωή της Εκκλησίας, διότι υπάρχουν παραδείγματα Αγίων που συζήτησαν με εκπροσώπους του Ισλάμ, και αυτούς ακολουθούν οι νέοι πατέρες της πανθρησκείας και της συγκρητιστικής ισοπέδωσης. Είναι πάντως πολύ καλύτερο το ψέμμα από την μισή αλήθεια. γιατί το ψέμμα γίνεται εύκολα αντιληπτό, ενώ η παραποιημένη, η κουτσουρεμένη αλήθεια παρασύρει και εξαπατά. Όντως μερικοί από τους Αγίους συναντήθηκαν και συζήτησαν με Μουσουλμάνους. Οι συναντήσεις όμως αυτές και οι διάλογοι δεν έχουν καμμία σχέση, ούτε μακρινή, προς όσα γίνονται σήμερα. Γίνονται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ’ ανάγκην, κατ’ απαίτησιν των Μουσουλμάνων κατακτητών, υπό συνθήκες είτε εξορίας, είτε αιχμαλωσίας, και παρά ταύτα έχουν ως στόχο όχι την κοσμική προσέγγιση και ειρήνη, αλλά την μαρτυρία του Ευαγγελίου, γι’ αυτό και οδηγούν πολλές φορές στο μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες και κήρυκες Χριστού, και όχι περιφερόμενους από συνεδρίου σε συνέδριο επαγγελματίες του Οικουμενισμού και συντάκτες συγκρητιστικών κειμένων.

38. Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα…, τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ’ όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη.
Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επί πλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει. Γι’ αυτό αποδίδουν σημασία στην ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία». Βλ. Διατάγματα Β’ Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, εκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα σελ. 43-44.
39. Βλ. σχετικά Γ. Λαιμοπούλου, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός Διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ», ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ 1992, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος, τεύχος 3, σελ. 43-57.
40. Ιω. 1,5 και 1,11.
41. Ρωμ. 1,22-25.
42. Ψαλμ. 113,12-16.
43. Α΄ Κορ. 12,2.
44. Πράξ. 17, 29.
45. Έξ. 20, 2-3.
46. Δευτ. 6, 4.
47. Ησ.43, 10.
48. Ιω. 10,30-33.
49. Ματθ. 16, 16.
50. Ματθ. 26, 63.
51. Ιω. 14,9-10.
52. Ματθ.11,27.Α’ Ιω.2,23: «Πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει»
53. Ιω. 9,39.
54. Πράξ. 5, 15.
55. Πράξ. 7,51-52.
56. Ρωμ. 9, 3.
57. Ματθ. 17, 17.
58. Ματθ. 21,43.

ΑΠΟ Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Η αγάπη προς τους απίστους και τους αιρετικούς

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Ας δούμε το επιχείρημα των Οικουμενιστών και συγκρητιστών για την αγάπη που πρέπει να έχουμε προς τους άλλους. Είναι ένα χιλιοειπωμένο επιχείρημα από όσους δεν διακρίνουν τα πράγματα και συγχέουν τα ασύγχυτα, και ομόφωνη η απάντηση της Αγίας Γραφής και η στάση των Πατέρων. Ασφαλώς ο Θεός είναι αγάπη που τη δείχνει προς όλους, δικαίους και αμαρτωλούς, και ασφαλώς και εμείς πρέπει να χαρακτηριζόμαστε από αυτήν την καθολική, την συνολική αγάπη, γιατί αυτή είναι το κατ’ εξοχήν γνώρισμα των Χριστιανών. Η αγάπη όμως αυτή δεν πρέπει να αναιρεί την αλήθεια και την ευσέβεια, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, γιατί διαφορετικά είναι ψεύτικη και υποκριτική. Πρέπει να αγκαλιάζει τον πλησίον όχι μόνο ως σωματική, βιολογική παρουσία, αλλά ως πνευματική ύπαρξη, με αιώνια προοπτική, και να ενδιαφέρεται προ παντός όχι για τα κοσμικά και τα πρόσκαιρα, αλλά για τα αιώνια, για την σωτηρία του. Η σωτηρία του πλησίον δεν μπορεί να επι­τευχθεί, όταν βρίσκεται στην πλάνη και στην αίρεση, στην οποία μάλιστα εγωιστικά επιμένει. Χάνεται και ο ίδιος και παρασύρει και άλλους στην απώλεια. Από αγάπη λοιπόν και όχι από μίσος κινούμενη η Εκκλησία και ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων απαγορεύει την μετά των αιρετικών κοινωνίαν και συναναστροφήν, ώστε και τους ιδίους παιδαγωγικώς να οδηγήσει σε συναίσθηση της πλάνης αλλά και τους άλλους να προφυλάξει. Από αγάπη προς τα πρόσωπα των αιρετικών αποστρεφόμαστε την πλάνη και την αίρεση. Την αποστροφή αυτή την δείχνουμε με πόνο ψυχής προς τους ιδίους, γιατί η αίρεση και η πλάνη είναι απρόσωπες.

Ο γλυκύς και πράος Ιησούς, ο φίλος των πορνών και των τελωνών, ο άρχων της ειρήνης και της αγάπης, επήρε το φραγγέλιο και εξεδίωξε από το ναό αυτούς που τον είχαν μεταβάλει σε κερδοσκοπική επιχείρηση, όπως διέστρεψε ο πάπας τον πνευματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας σε κοσμική και οικονομική δύναμη με τράπεζες και παγκόσμια κυριαρχία. Εξεφώνησε τα φοβερά «ουαί» εναντίον των Φαρισαίων και Γραμματέων, οι οποίοι με την αλαζονική και υποκριτική συμπεριφορά τους, ούτε οι ίδιοι εσώζοντο, αλλά δεν άφηναν και τους άλλους να σωθούν. Τους απεκάλεσε όφεις και γεννήματα εχιδνών6. Εθεωρούντο και αυτοί νόμιμοι εκπρόσωποι του μωσαϊκού νόμου, «επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι»7, όπως θεωρεί ο πάπας εαυτόν νόμιμο διάδοχο του Πέτρου και βικάριο του Χριστού επί της γης. Μήπως όμως και ο Πέτρος δεν αρνήθηκε το Χριστό; Όταν με κοσμικά κριτήρια προσπάθησε να αποτρέψει τον Χριστό από τον Σταυρό και τον θάνατο, γιατί τον ήθελε κοσμικό άρχοντα με δύναμη και εξουσία επί της γης, όπως ακριβώς έχει διαμορφώσει ο Παπισμός το κράτος του Βατικανού, άκουσε τότε τα φοβερά λόγια του Χριστού.«ύπαγε οπίσω μου Σατανά. σκάνδαλόν μου ει. ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων»8. Συνιστά ο Χριστός να ελέγχουμε τους αδελφούς μας διακριτικά κατ’ αρχήν. όταν όμως η αμαρτία και η πλάνη φαίνεται να ριζώνουν, τότε δημοσιοποιούμε τον έλεγχο και κόβουμε κάθε δεσμό μαζί τους. «εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση έ­στω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»9.

Την ίδια αυστηρή στάση εκράτησε προς το θεολογικό και πολιτικό κατεστημένο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», το απαράμιλλο αυτό υπόδειγμα ασκητικής βιοτής και παρρησίας, με συνέπεια να πληρώσει με την ζωή του το θάρρος, την παρρησία και την αντίστασή του προς τους ισχυρούς. Αποκάλεσε και αυτός τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους γεννήματα εχιδνών και τους προειδοποίησε ότι η «αξίνη προς την ρίζαν του δένδρου κείται», για να κόψει όσα δένδρα δεν κάνουν καρπό10.

Στην ίδια γραμμή επορεύθησαν οι Απόστολοι και οι Άγιοι, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, αλλά και με τους κανόνες που εθέσπισαν, οι οποίοι απαγορεύουν την συναναστροφή με αιρετικούς και πλανεμένους. Πώς θα ξεπεράσει κανείς την σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς τον Τίτο «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος;»11 Ο πάπας διά των αιώνων νουθετήθηκε όχι μία και δύο φορές, αλλά χίλιες δύο, για να αποκηρύξει τις πλάνες του. Και ο σημερινός πάπας νουθετήθηκε επανειλημμένως στους διάλογους· ακόμη και οι εκπρόσωποί του θεολόγοι στον επίσημο διάλογο με την ορθόδοξη Εκκλησία υπέγραψαν στο Freising του Μονάχου (1990) την καταδίκη της Ουνίας· ως παράνομος όμως Ιούδας «ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Απέρριψε και αχρήστευσε αυτήν την απόφαση και παρέσυρε πολλές ορθόδοξες εκκλησίες, χωρίς λόγο, σε νέα συζήτηση στο Balamand του Λιβάνου, όπου αθωώθηκε και με υπογραφή «Ορθοδόξων» η επάρατη Ουνία. Δεν αποτελεί παράβαση ευαγγελικής εντολής να εξακολουθούμε εμείς «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν» να έχουμε κοινωνία και συναναστροφή και να δικαιώνουμε έτσι τον αυτοκατάκριτο πάπα; Ο Απόστολος Πέτρος στηλιτεύει τους ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους που εισάγουσι «αιρέσεις απωλείας»12 και συνιστά στους πιστούς να τους αποφεύγουν και να διέρχονται τη ζωή τους «εν αγίαις αναστροφαίς και ευσεβείαις»13. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο απόστολος και κήρυκας της αγάπης, αυτός που είχε ζυμωθή και είχε πλασθή με την αγάπη, λέγει για τους αιρετικούς και τους πλάνους που διαστρέφουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ότι δεν πρέπει να τους δεχόμαστε στα σπίτια μας, αλλά ούτε να τους χαιρετούμε. διαφορετικά γινόμαστε και εμείς σαν κι αυτούς· «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαί­ρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»14. Αυτός λοιπόν ο ευαγγελιστής της αγάπης, καταδίωκε και αποστρεφόταν τόσο πολύ τους αιρετικούς, ώστε, όταν κάποτε πήγε σε δημόσιο λουτρό και πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί ο αιρετικός Κήρινθος, είπε στους μαθητάς του να φύγουν αμέσως από εκεί, για να μη πέσει η στέγη του λουτρού λόγω της παρουσίας του αιρετικού Κηρίνθου15. Ήταν λοιπόν διδάσκαλος του μίσους, εστερείτο αγάπης, κατά τους διαστρέψαντας την αγάπη σε «αγαπισμό» και οικουμενισμό; Σίγουρα θα τον κατέτασσαν σήμερα ανάμεσα στους φανατικούς και στους φονταμενταλιστές, ιδιαίτερα με το αυστηρό κείμενο της Αποκαλύψεως.

Από τα πολλά παραδείγματα αυστηρής στάσεως του Αποστόλου Παύλου έναντι των αιρετικών και των ετεροθρήσκων μνημονεύουμε το επεισόδιο που συνέβη στην Πάφο με τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη και μάγο Ελύμα, ο οποίος, όταν διεπίστωσε ότι ο ανθύπατος Σέργιος άκουγε με ενδιαφέρον όσα έλεγε ο Παύλος, αντέδρασε και θέλησε να παρεμποδίσει την προσέλευση του Ρωμαίου αξιωματούχου στον Χριστιανισμό. Αν αυτό συνέβαινε στις ημέρες μας, με την Παγκοσμιοποίηση, τον Οικουμενισμό, τους διαθρησκειακούς και διαχριστιανικούς διαλόγους, στα πλαίσια της υποκριτικής και ψεύτικης αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους αιρετικούς και πλανεμένους, έπρεπε ο Απόστολος Παύλος να δεχθεί ευγενικά την παρέμβαση του Ελύμα, να μην οργισθεί εναντίον του, ούτε να αντιδράσει αλλά να αφήσει τον ανθύπατο να αποφασίσει δημοκρατικά. η πλάνη και το ψεύδος στην ίδια μοίρα με την αλήθεια. Η πνευματική απώλεια δεν είναι κακή, αν προέρχεται από δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Παύλος όμως «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» είπε με αυστηρότητα προς τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη λόγια και προ­έβη σε πράξεις, οι οποίες σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως φανατικές και φονταμενταλιστικές, αντίθετες προς την χριστιανική αγάπη. «Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφουν τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; Και νυν ιδού χειρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. Παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς»16.

Υπάρχουν πάμπολλες διηγήσεις μέσα στα Γεροντικά από τις οποίες προκύπτει ότι όσιοι Γέροντες ούτε να συνομιλήσουν ήθελαν με αιρετικούς, ούτε να συναντήσουν αιρετικούς· αν δε συνέβαινε να έλθουν αιρετικοί στα κελλιά τους, από φιλάνθρωπη στάση τους έδιναν σιωπώντες να φάγουν και μετά τους έδιωχναν. Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης συνιστά να συναναστρεφόμαστε με αμαρτωλούς και να τους βοηθούμε. αν όμως κάποιος πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσουμε να την αποβάλει, όπως δεν πείθεται ο πάπας, πρέπει γρήγορα να κόψουμε κάθε σχέση μαζί του, γιατί κινδυνεύουμε να βυθισθούμε μαζί του στο βόθρο. «Εάν δε εις αίρεσιν εμπέση και μη πεισθή σοι αποστραφήναι, ταχέως κόψον αυτόν από σου· μήποτε βραδύνων, συγκατασπασθής αυτώ εις τον βόθρον». Ο αββάς Ποιμήν, όταν διεπίστωσε ότι κάποιοι επισκέπτες του κελλιού του ήσαν αιρετικοί, ούτε συζήτησε μαζύ τους, αλλά είπε στον μοναχό που είχε το διακόνημα της φιλοξενίας να τους δώσει να φάνε για την εντολή της αγάπης, και ύστερα να τους στείλει στο καλό. «παράθες την τράπεζαν και ποίησον αυτούς φαγείν και πέμψον αυτούς μετ’ ειρήνης». Πολλοί επισκέπτονταν τον αββά Σισώη στο όρος του Αγίου Αντωνίου. κάποια περίοδο που εγκαταστά­θηκαν στο όρος αιρετικοί Μελιτιανοί, δεν πήγαιναν στον αββά Σισώη, μόνο και μόνο για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς. «και ένεκεν του μη συναντήσαι τοις αιρετικοίς ουκ απήλθον ιδείν τον γέροντα». Την ίδια στάση κρατά μέχρι σήμερα το Άγιο Όρος, το οποίο βάζει τους ετεροδόξους επισκέπτας να φάνε σε ξεχωριστή τράπεζα, για να αποφευχθεί η συμπροσευχή με αιρετικούς που απαγορεύεται από τους ιερούς κανόνες. Αν αυτό δεν τηρείται σε μερικά μοναστήρια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η παράδοση σημαίνει ότι και εκεί κρούει την θύρα ή εισήλ­θε η εκκοσμίκευση, η κοσμική νοοτροπία.

Ο Άγιος Εφραίμ, η μεγάλη αυτή ασκητική φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας, τα έργα του οποίου αποτελούσαν και αποτελούν προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών στις ακολουθίες και στην τράπεζα, στο έργο του «Κα­τά Πεύσιν και Απόκρισιν» δίνει την εξής απάντηση στο ερώτημα πώς συμβιβάζεται το μίσος εναντίον των αιρετικών προς την εντολή, «ου μισήσεις πάντα άνθρωπον». Λέ­γει: «Τους αιρεσιώτας, ως βλασφήμους και του Θεού εχθρούς, η Γραφή ουκ ωνόμασεν ανθρώπους, αλλά κύνας και λύκους και χοίρους και αντιχρίστους, καθώς φησιν ο Κύριος. μη δώτε το άγιον τοις κυσί. Και Ιωάννης λέγει, ότι αντίχριστοι πολλοί γεγόνασι. Τούτους ουν ου χρη αγαπάν, ουδέ συνδυάζειν, ουδέ συνεύχεσθαι, ουδέ συνεσθίειν, ουδέ λαμβάνειν εις οίκον, ουδέ χαίρειν αυτοίς λέ­γειν. ίνα μη των πονηρών αυτών έργων κοινωνήσωμεν»17.

Και οι σύγχρονοι Αγιορείτες Γέροντες Πορφύριος και Παΐσιος παίρνουν πολλή αυστηρή στάση έναντι των αιρετικών, ιδιαίτερα έναντι του πάπα. Έχει γραφή ότι όταν ο πάπας πληροφορήθηκε την ύπαρξη των αγίων αυτών Γερόντων και την επιρροή που ασκούν στο ορθόδοξο πλήρωμα, θέλησε να τους γνωρίσει. Τους βολιδοσκόπησε με πρόσωπα που έστειλε αν ήθελαν να τον επισκεφθούν, όπως ερωτά τώρα δήθεν ευγενικά και διακριτικά αν μπορεί να έλθει στην Αθήνα, αν δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Και η απάντηση αμφοτέρων, χωρίς συνεννόηση, γιατί ήταν πνευματοκίνητη, θεοκίνητη, ήταν ότι, εφ’ όσον ο πάπας εξακολουθεί να εκφράζει τον εγωισμό, την έπαρση και τις πλάνες του Παπισμού, και δεν μετανοεί, αυτό είναι αδύνατο18.

Ας παύσουμε, λοιπόν, να καλύπτουμε άλλες σκοπιμότητες, επικαλούμενοι την αγάπη εκεί που δεν ταιριάζει. Υπάρχει ευρύ πεδίο για να ασκήσουμε την αγάπη μας. Να χορτάσουμε πεινασμένους, να ντύσουμε γυμνούς, να φιλοξενήσουμε ξένους, να επισκεφθούμε φυλακισμένους και ασθενείς19. Δεν θα αλλάξουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες που διδάσκουν να μη συναναστρεφόμαστε τους αιρετικούς. Θα διδάξουμε εμείς την αγάπη στο Χριστό και στους Αγίους; Εκείνοι εγνώριζαν να διακρίνουν τα πράγματα· εμείς τα συγχέουμε. Και μείζων πασών των αρετών η διάκρισις. Βάσει λοιπόν αυτής της αρετής η Εκκλησία μας διδάσκει ότι υπάρχει καλός πόλεμος, όταν οφείλεται στον αγώνα μας εναντίον των ασεβών, των αιρετικών και βλασφήμων, και κακή ειρήνη και ομόνοια, όταν προέρχεται από αθέτηση και περιφρόνηση της πίστεως και της ευσεβείας. Αυτόν τον καλό πόλεμο για την αρετή και την ευσέβεια δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διεκήρυξε ότι το Ευαγγέλιο θα διχάσει και θα διαιρέσει τους ανθρώπους· όσοι τον ακολουθήσουν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν εχθρότητες και μέσα στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον. Δεν πρέπει να αθετήσουν τον Χριστό, την αλήθεια, την θεοσέβεια μόνο και μόνο για να μη φυγαδευθεί η ειρήνη, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι επίπλαστη και ψεύτικη, αφού δεν περιλαμβάνει την συμφωνία στα υψηλά, στα πνευματικά. Πώς αλλιώς θα ερμηνευθούν αυτά που λέγει ο Χριστός; «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην. ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού»20. Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι η ειρήνη και η ομόνοια δεν είναι πάντοτε κάτι καλό, όταν αυτά στρέφονται εναντίον του θεού και προβάλλουν το κακό και την αμαρτία. Για να επικρατήσει αληθινή ειρήνη, πρέπει να αποκοπεί το άρρωστο κομμάτι, να χωρισθεί αυτό που στασιάζει. Ο Θεός θέλει να ομονοούν όλοι με βάση την ευσέβεια. όταν οι άνθρωποι ασεβούν, προκαλούν πόλεμο. «Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου (Βαβέλ) την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην21. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος επαινεί τον φανερό και λεβέντικο πόλεμο ακόμη και εναντίον των κληρικών, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως. Συγκαταλέγει και τον εαυτό του μεταξύ των αγωνιστών και καταλήγει με την γνωστή αποφθεγματική φράση του για τον καλό πόλεμο και την κακή ειρήνη· «και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων. μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού»22. Όλη η προβληματική της Εκκλησίας στην διά των αιώνων αντιμετώπιση των αιρετικών κατέληξε στο αξίωμα. «καλόν το ειρηνεύειν προς πάντας, αλλ’ ομονοούντας προς την αλήθειαν». Η αγάπη χωρίς την ευσέβεια και την αλήθεια, είναι κίβδηλη και ψεύτικη αγάπη.

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

MΟΝΑΧΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΒΛΙΑΓΚΟΦΤΗ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

του Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Δρ. Θ., πτ. Φ.
* Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο, το οποίο έλαβε χώρα στα Άγια Μετέωρα από 12 έως 14 Σεπτεμβρίου 2000 με θέμα: Ο αναλλοίωτος Ορθόδοξος Μοναχισμός στην ανατολή της τρίτης χιλιετίας

Πνευματική μητέρα του συγχρόνου συγκρητισμού είναι η Θεοσοφική Εταιρεία (ιδρύθηκε το 1875 στη Νέα Υόρκη από τη Ρωσσίδα Μπλαβάτσκυ και τον Αμερικανό συνταγματάρχη Όλκοττ). Βασικό δόγμα της είναι ότι καμμία θρησκεία δεν κατέχει ολόκληρη την αλήθεια αλλά τμήματα ή ψήγματά της. Για να απαρτισθεί το όλον της αληθείας θα πρέπει οι επί μέρους θρησκείες να συνεισφέρουν το δικό τους η κάθε μια μερίδιο. Θα πρέπει «να αλληλοεμπλουτισθούν». Πριν από 107 χρόνια ο ινδός γκουρού Βιβεκανάντα μιλώντας στο «Α’ Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» (Σικάγο, 27.9.1893) είπε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Μήπως επιθυμώ οι Χριστιανοί να γίνουν Ινδουιστές; Προς Θεού! Μήπως επιθυμώ οι Ινδουιστές ή οι Βουδδιστές να γίνουν Χριστιανοί; Προς Θεού!»… Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να γίνουν Ινδουιστές, ούτε Βουδδιστές. ούτε και αυτοί να γίνουν Χριστιανοί. Αλλά κάθε θρησκεία θα πρέπει να αφομοιώσει το πνεύμα των άλλων θρησκειών, διατηρώντας ωστόσο τις ιδιαιτερότητές της, προκειμένου να αναπτυχθεί σύμφωνα με τους δικούς της νόμους…»5. Αυτά τα λόγια εκφράζουν άριστα το πνεύμα του διαθρησκειακού συγκρητισμού. Η ίδια βέβαια η Θεοσοφική Εταιρεία η οποία ισχυρίζεται ότι καμμία θρησκεία δεν έχει ολόκληρη την αλήθεια, διεκδικεί για το δικό της αυτό ακριβώς θρησκευτικό αξίωμα την απόλυτη αλήθεια. Πρόκειται για τον λεγόμενο δογματικό πλουραλισμό, ο οποίος αρνείται σε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του την αξίωση για αποκλειστικότητα. Έτσι απορρίπτει τον λόγο του Κυρίου μας «Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή», διότι «διεκδικεί αποκλειστικότητα»! Οι απόψεις και οι επιδιώξεις αυτές συμπλέκονται με το κίνημα της λεγομένης Νέας Εποχής, της Νέας Τάξεως Πραγμάτων και της έξωθεν και άνωθεν προωθουμένης Παγκοσμιοποιήσεως, στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η σύγκλιση όχι μόνο των οικονομιών αλλά και των θρησκειών και η δημιουργία μιας συγκρητιστικής πανθρησκείας. Η Νέα Τάξη Πραγμάτων δεν θέλει τη θρησκεία ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Την αποδέχεται στο πλαίσιο του θρησκευτικού πλουραλισμού. Όποιος απορρίπτει το θρησκευτικό αξίωμα της Θεοσοφίας και κατ’ επέκταση της «Νέας Εποχής» «πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μη διεκδικείς την αποκλειστικότητα της αλήθειας και του δρόμου της σωτηρίας» εξοβελίζεται. Χαρακτηρίζεται φανατικός, μισσαλόδοξος, φονταμενταλιστής. Όμως σε καμμία περίπτωση η εμμονή στην αλήθεια του Χριστού δεν μπορεί να ταυτισθεί με τον φανατισμό ή τη μισαλλοδοξία, όπως προσπαθούν κάποιοι κατ’ όνομα μόνον προοδευτικοί να το παρουσιάσουν για να πλήξουν την Εκκλησία. Από την οπτική γωνία που βλέπει τα πράγματα η «Νέα Εποχή» όλες οι θρησκείες θεωρούνται δρόμοι που οδηγούν στο ίδιο τέρμα, στον ίδιο σκοπό. Θεωρούνται «ηθελημένοι οδοί από τον Θεόν για τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία των πιστών τους»6. «Κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου»7. «Η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή ανοχή, αλλά συνίσταται, πέραν αυτής και σε μία θετική αναγνώριση μιας ξένης θρησκείας ως γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως με το Ιερό»8. Οι ανωτέρω ρήσεις ανήκουν — δυστυχώς — σε Ορθόδοξον ιεράρχη. Οι οπαδοί αυτής της απόψεως πιστεύουν ότι υπάρχει ένας κοινός Θεός ο οποίος εκφράζεται στις διάφορες θρησκείες με διαφορετικά ονόματα και ότι θα πρέπει «να σεβόμεθα τον Θεόν του πλησίον μας» (!) Αυτή η θέση εκφράζεται χαρακτηριστικά στις γνωστές ίσως δηλώσεις του αποθανόντος πατριάρχου Αλεξανδρείας Παρθενίου (1996): «Για μένα, το θέμα της γνώσεως, αν το Ισλάμ είναι ή δεν είναι μία εμπνευσμένη θρησκεία, δεν τίθεται: είναι βεβαίως, εμπνευσμένη». «ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεό, ικανούς να προσεύχονται, να νηστεύουν, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό. Και αυτό είναι καλό πράγμα…»9. Και: «Το Ισλάμ, στο Κοράνιό του, μιλάει για Χριστό, για Παναγία, και μείς πρέπει να μιλήσουμε για τον Μωάμεθ με θάρρος και τόλμη. Να δούμε την ιστορία του και την προσφορά του, το κήρυγμα του ενός Θεού, και την ζωή των μαθητών του, που είναι μαθητές του ενός Θεού…»10(!) Ο γνωστός για τις ιδέες του καθηγητής Σάββας Αγουρίδης μετά τη συμμετοχή του στη Β’ Συνδιάσκεψη της «Συνελεύσεως των Θρησκειών του Κόσμου» (Σαν Φραντσίσκο, 1990), η οποία αποτελεί μία από τις πολλές οργανώσεις του Κορεάτου ψευδομεσσία Σαν Μυούνκ Μουν, εδήλωσε: «αυτό που εδώ στην Ελλάδα έχουμε πραγματική ανάγκη, είναι η «αντικειμενική γνώση του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού… πρόκειται… για γειτόνους μας και πρέπει να καταλάβουμε καλά… πως έχουμε υποχρέωση να μάθουμε τη θρησκευτική παράδοση των γειτόνων μας… και να τους αποδεχτούμε σαν ίσους και όμοιους»11. Και: «ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και άλλες θρησκείες, αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα, όπως η Ορθοδοξία!»12. Σύμφωνα με τις συγκρητιστικές αυτές αντιλήψεις οι διάφορες θρησκείες αποτελούν νόμιμες εκφάνσεις του θρησκευτικού φαινομένου. Αποτελούν κύκλους πνευματικής ζωής με ετερόκεντρη αφετηρία. Επιδίωξη είναι να καταστούν «τεμνόμενοι κύκλοι με συνεχώς διευρυνόμενο το κοινό τμήμα τους»13. Η άποψη αυτή αποδέχεται την παρουσία του Χριστού σε όλες τις εκτός Χριστιανισμού θρησκείες14 και θεωρεί το Άγιο Πνεύμα «κοινό παρονομαστή όλων των θρησκειών». Από επισημότατα δυστυχώς ορθόδοξα χείλη διακηρύσσεται ότι «Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδδισταί και Κομφουκιανοί… είμεθα ηνωμένοι εν τω πνεύματι του ενός Θεού»15. Ο συγκρητισμός συγχέει σκοπίμως στοιχεία διαφορετικών θρησκειών που παρουσιάζουν μια εξωτερική ομοιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταύτιση διαλογισμού και προσευχής από τους οπαδούς της «Νέας Εποχής». Επίσης βασικές διδασκαλίες κυρίως των ανατολικών θρησκειών, όπως η θεωρία του κάρμα και της μετενσαρκώσεως, θεωρείται ότι ανήκαν στον αρχέγονο χριστιανισμό, ο οποίος αλλοιώθηκε από την Εκκλησία και το ιερατείο! Από τους εκπροσώπους της «Νέας Εποχής» εκφράζεται η θέση ότι δεν πρέπει κανείς να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις για την ορθότητα, την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των διαφόρων θρησκειών, εφ’ όσον όλες αποτελούν εξ ίσου νόμιμες, απλώς διαφορετικές — για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς — θρησκευτικές παραδόσεις. Για την προώθηση αυτού του μοντέλου, διοργανώνονται σε ετήσια βάση με πρωτοβουλία του πάπα — και συμμετοχή δυστυχώς και Ορθοδόξων — «Συναντήσεις Θρησκειών για την Ειρήνη του Κόσμου», όπως εκείνη που έγινε για πρώτη φορά στην Ασσίζη το 1986. Επίσης άλλες διοργανώσεις όπως το Α’, Β’ και Γ’ μέχρι στιγμής «Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Μία από τις βασικές εκδηλώσεις εκεί είναι η «Εορτή της Θρησκευτικής Ποικιλίας». Στο Γ’ Κοινοβούλιο, τον Δεκέμβριο του 1999 μετείχαν 6.000 (!) εκπρόσωποι διαφόρων θρησκειών. Οι ιδέες του συγκρητισμού που παρουσιάζεται συνήθως με το μανδύα της αγάπης, της κατανοήσεως, του εκσυγχρονισμού και της προσαρμογής «σ’ αυτό που ζητεί η εποχή μας», προωθούνται ακόμη μέσω των Μ.Μ.Ε., μέσω βιβλίων και περιοδικών, με το επικάλυμμα μάλιστα τελευταία της θρησκειολογικής έρευνας, αλλά και με άλλους τρόπους που έχουν στη διάθεσή τους οι διαμορφωτές γνώμης παγκοσμίως. Επίσης βρίσκονται σε εξέλιξη, όσον αφορά σε μας τους Ορθοδόξους, διμερείς διάλογοι Ορθοδόξων και μουσουλμάνων αφ’ ενός και Ορθοδόξων και Εβραίων αφ’ ετέρου. Στο πλαίσιο αυτών των διαλόγων Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός και Ισλάμ θεωρούνται «Αβρααμικές» θρησκευτικές παραδόσεις με κοινές ηθικές αξίες(!) Ο συγκρητισμός αυτός έχει τόσο επηρεάσει τους παπικούς και προτεστάντες, ώστε γίνονται ανταλλαγές παπικών μοναχών με βουδδιστές μοναχούς, ώστε οι μεν να προσλάβουν στοιχεία των δε. Σε επίπεδο διαχριστιανικού συγκρητισμού, λειτουργεί διομολογιακό μοναστήρι μικτό (άνδρες και γυναίκες) στο οποίο «μονάζουν» παπικοί και προτεστάντες. Πρόκειται για τη Μονή Μπόζε (Bose) στη Βόρειο Ιταλία, η οποία μάλιστα διοργανώνει συνέδρια επάνω σε θέματα Ορθοδόξου πνευματικότητος! Γνωστή είναι επίσης και η Μονή Ταιζέ με παρόμοιο προσανατολισμό. Θα πρέπει να πούμε ότι οι δηλώσεις σαν κι αυτή του ινδού γκουρού που αναφέραμε στην αρχή, δεν εκφράζουν το πραγματικό πιστεύω των κηρύκων του συγκρητισμού. Το κήρυγμα της «ενότητος στην ποικιλία» είναι ένα δόλωμα για την παγίδευση των ανύποπτων χριστιανών στις ανατολικές θρησκείες και στη «Νέα Εποχή». Οι δάσκαλοι της Ν. Ε. βλέπουν με συγκατάβαση τους χριστιανούς, διότι πιστεύουν ότι οι χριστιανοί ευρίσκονται σε κατώτερο εξελικτικό επίπεδο, εκείνο της εποχής των Ιχθύων που τελειώνει, ενώ οι ίδιοι ευρίσκονται σε ανώτερο εξελικτικό επίπεδο, αυτό της εποχής του Υδροχόου, της πολυδιαφημιζομένης «Νέας Εποχής» που αρχίζει. Οι παρακάτω λόγοι που ανήκουν πάλι στον ινδό γκουρού Βιβεκανάντα δηλοποιούν την ανειλικρίνεια αυτού και των συναδέλφων του. Μεταφέρουμε απόσπασμα από τον πύρινο λόγο του σε φοιτητές στο Madras όταν επέστρεψε από τις Η.Π.Α. στην Ινδία μετά το πέρας του Α’ «Κοινοβουλίου των Θρησκειών του Κόσμου», όπου και του έγινε αποθεωτική υποδοχή: «Αυτό είναι το μεγάλο ιδανικό που βρίσκεται μπροστά μας, και ο καθένας πρέπει γι’ αυτό να οπλισθεί — η άλωση του κόσμου από την Ινδία — τίποτε το λιγότερο από αυτό, και όλοι εμείς πρέπει να οπλισθούμε και να τεντώσουμε γι’ αυτό το σκοπό κάθε νεύρο… Σήκω, Ινδία, και κυρίευσε τον κόσμο με την πνευματικότητά σου… Αυτό που πρέπει να κυριεύσει τη Δύση είναι η πνευματικότητα….»16. Όπως σωστά παρετηρήθη το Α’ «Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» (1893) ήταν η αφετηρία της «ιεραποστολικής» εκστρατείας για την πνευματική άλωση της Δύσεως από τις ανατολικές θρησκείες. Η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος Είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δηλώνει επισήμως ότι «δεν μπορεί να συμμετάσχει σε τέτοιου είδους Διαθρησκειακές Συνελεύσεις λόγω σχετικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν ληφθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας»17. Στην Δ.Ι.Σ. της 4-9.2.1999 «συζητήθηκε και το θέμα της συμμετοχής της Εκκλησίας σε διαθρησκειακές συναντήσεις και προσδιόρισε (η Δ.Ι.Σ.) τις αρχές της συμμετοχής της, οι οποίες είναι: α) Η Εκκλησία διαλέγεται με όσους είναι έξω από αυτήν για την διάδοση του Ευαγγελίου και τη μετάδοση του μηνύματος της σωτηρίας μέσα στα πλαίσια της αυτοσυνειδησίας της. β) Δεν συμμετέχει σε συμπροσευχές κατά την επιταγή των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας». Επίσης αποφασίσθηκε ο περιορισμός του Διαλόγου με τον Αγγλικανισμό, «λόγω των ακραίων αποκλίσεων των Αγγλικανών από την Βιβλική και Πατερική Παράδοση». Αυτές οι αποφάσεις, όπως και οι σχετικές δηλώσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, ολίγον μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόvo18, αναδεικνύουν την Εκκλησία της Ελλάδος ως την κατ’ εξοχήν Εκκλησία η οποία τηρεί μία συνεπή παραδοσιακή στάση στα θέματα των διαλόγων και των σχέσεων με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους**. Διαχριστιανικός συγκρητισμός Στο χώρο τώρα τον διαχριστιανικό, ο συγκρητισμός εκφράζεται κυρίως με τη «θεωρία των κλάδων» και τη θεωρία των «αδελφών εκκλησιών». Η θεωρία αυτή διατυπώνεται χαρακτηριστικά στη Συμφωνία Ορθοδόξων και παπικών στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου (1993). Μετείχαν εκεί εννέα Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ απουσίαζαν έξι μεταξύ των οποίων και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος. Με τη συμφωνία αυτή γίνεται δεκτόν ότι αυτά που μας διαιρούν Ορθοδόξους και παπικούς είναι μόνον εξωτερικοί, ιστορικοί και ανθρώπινοι παράγοντες και όχι κάτι το ουσιαστικό και βαθύτερο. Με τη συμφωνία αυτή προωθείται ο δογματικός μινιμαλισμός και ο λαϊκός οικουμενισμός. Ήδη στην ορθόδοξο διασπορά ορθόδοξοι εκκλησιάζονται σε ναούς παπικών, επειδή π.χ. ο ορθόδοξος ναός ευρίσκεται σε μεγάλη απόσταση. Βαπτίζουν τα παιδιά τους εκεί κ.ο.κ. Έτσι με τον λαϊκό οικουμενισμό έχουμε μια «σταδιακή ψυχολογική προετοιμασία του λαού ώστε συν τω χρόνω η ένωσις να πραγματοποιηθή εις τον λαόν ανεξαρτήτως των αποφάσεων της ιεραρχίας»19. Η θεωρία των «αδελφών εκκλησιών» δέχεται ότι Ορθόδοξοι και Παπικοί είμεθα αδελφές Εκκλησίες με την πλήρη έννοια του όρου, παρά τις διαφορές σε δογματικό επίπεδο, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται. Ως αδελφές Εκκλησίες είμεθα «υπεύθυνοι από κοινού διά την διατήρησιν της μοναδικής Εκκλησίας του Θεού..»20. Η θεολογία αυτή όπως και οι συγγενείς «Βαπτισματική θεολογία», θεολογία του «Πολιτισμικού πλουραλισμού», της «Διευρυμένης Εκκλησίας» και της «Κοινής Διακονίας», οδηγούν σε εκατέρωθεν αναγνώριση της αποστολικής διαδοχής, της ιερωσύνης και των μυστηρίων -παρά τις δογματικές διαφορές- όπως ακριβώς έγινε στο Μπαλαμάντ. Έτσι ουσιαστικά ανατρέπεται η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία. Η έννοια των αδελφών εκκλησιών σημειωτέον επεκτείνεται, ώστε να θεωρηθούν και οι ποικιλώνυμες προτεσταντικές παραφυάδες και κυρίως οι Αγγλικανοί, ως αδελφές εκκλησίες προς την Ορθόδοξο. Στη συμφωνία του Μπαλαμάντ ασκήθηκε εντονωτάτη κριτική από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία εκφράζοντας την συνείδηση του ευσεβούς κλήρου και του λαού μας και ιδιαιτέρως των μοναχών, γράφει χαρακτηριστικά προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ότι θεωρεί «το περί Ουνίας κείμενο του Μπαλαμάντ ως απαράδεκτον εξ επόψεως ορθοδόξου», και «ως παντελώς ξένον προς την μακραίωνα ορθόδοξον παράδοσιν»21. Κατά παρόμοιον τρόπον εξεφράσθησαν σε άρθρα τους Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες22, η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους και παραδοσιακοί καθηγητές των Θεολογικών μας Σχολών23. Ένας άλλος διάλογος στο πλαίσιο του οποίου καλλιεργήθηκε ο θρησκευτικός συγκρητισμός με την συνακόλουθη μείωση και υποτίμηση των δογματικών διαφορών ήταν αυτός με τους Αντιχαλκηδονίους. Ο διάλογος αυτός υποτίθεται ότι επερατώθη επιτυχώς. Μία προσεκτικότερη όμως μελέτη έδειξε ότι η συμφωνία που επετεύχθη ήταν επιφανειακή. Η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους παρατηρεί ότι τα συμπεράσματα της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, βάσει των οποίων οι Αντιχαλκηδόνιοι «διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως»24 «πλήττουν καιρίως τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής. και δεύτερον, η Χριστολογία των Κοινών Δηλώσεων έρχεται εις ριζικήν διαφωνίαν προς την Χριστολογικήν διδασκαλίαν μεγάλων Πατέρων και Οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας»25. Το Π.Σ.Ε. Το βήμα από όπου προβάλλεται και προωθείται κυρίως ο διαχριστιανικός αλλά και ο διαθρησκειακός συγκρητισμός είναι αυτό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) στο οποίον ως γνωστόν μετέχουμε Ορθόδοξοι και προτεστάντες. Ήδη έχουν αποχωρήσει, όπως γνωρίζετε, οι Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Γεωργίας και Βουλγαρίας, ενώ και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως της Σερβίας και Ρωσίας, προβληματίζονται έντονα για τη δική τους συμμετοχή. Το Π.Σ.Ε. ήδη στην ιδρυτική του διακήρυξη εξέφραζε τη γραμμή του διαχριστιανικού συγκρητισμού. Από την δεκαετία του ’70 και εξής έγιναν στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε. μεγάλα βήματα προς τον διαθρησκειακό πλέον συγκρητισμό με προωθητή κυρίως το Τμήμα του Π.Σ.Ε. για τον «Διάλογο με τις άλλες θρησκείες». Οριακή εκδήλωση προς αυτή την κατεύθυνση απετέλεσε η Ζ’ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στην Καμπέρρα της Αυστραλίας το 1991 όπου προεβλήθησαν «παγανιστικές, ανιμιστικές και ειδωλολατρικές αντιλήψεις περί του Αγίου Πνεύματος, δείγμα της βαθειάς αλλοτρίωσης της προτεσταντικής θεολογίας» κατά την χαρακτηριστική έκφραση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου σε άρθρο του με τον εύγλωττο τίτλο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη Θρησκευομένων Ανθρώπων;»26. Θα ημπορούσε να επεκταθεί κανείς και σε πολλά άλλα θέματα που δικαιολογούν την άποψη ότι το Π.Σ.Ε. διέρχεται σήμερα μίαν βαθυτάτη κρίση η οποία ομολογείται πανταχόθεν και η οποία είναι άγνωστον που θα οδηγήσει. Είναι γεγονός ότι αν θα ήθελε να ιδεί κανείς βαθύτερα την κρίση που διέρχονται οι διάλογοι στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε. αλλά και οι υπόλοιποι διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους, θα έπρεπε να διερευνήσει κυρίως τα αίτια και όχι τα επιφαινόμενα. Επιφαινόμενα είναι επί παραδείγματι τα προβλήματα που παρεμβάλλονται διαρκώς από την Ουνία από παπικής πλευράς ή οι χειροτονίες γυναικών και οι γάμοι ομοφυλοφίλων από προτεσταντικής πλευράς. Το βαθύτερο αίτιο της κρίσεως είναι — όπως ομολογείται και από συνειδητούς παλαιμάχους και ενθέρμους θιασώτες του Π.Σ.Ε. — το «έκδηλο συγκρητιστικό πνεύμα από το οποίο εμφορούνται πολλά στελέχη του Συμβουλίου» (του Π.Σ.Ε.)27. Τα σπέρματα βέβαια της σημερινής εξελίξεως ετίθεντο ήδη, όπως είπαμε, στο ιδρυτικό Καταστατικό του Π.Σ.Ε., όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι συνεστήθη προκειμένου: «1) Να καλή τας Εκκλησίας διά τον σκοπόν της ορατής ενότητος εν μια πίστει και μια ευχαριστιακή κοινωνία, εκφραζομένης εν τη λατρεία και τη κοινή εν Χριστώ ζωή και διά την πρόοδον — αυτών — προς την ενότητα ταύτην, ίνα ο κόσμος πιστεύση. 2) Να διευκολύνη την κοινήν μαρτυρίαν των Εκκλησιών εις ένα έκαστον τόπον και εις άπαντας τους τόπους… 3) Να υποστηρίζη τας Εκκλησίας εν τω παγκοσμίω ιεραποστολικώ και ευαγγελιστικώ αυτών έργω. 4) Να εκφράζη το κοινόν ενδιαφέρον των Εκκλησιών εν τη υπηρεσία των ανθρωπίνων αναγκών, της κατακρημνίσεως των μεταξύ των ανθρώπων εμποδίων και της προαγωγής μιας ανθρωπίνης οικογενείας εν δικαιοσύνη και ειρήνη»28. Τα ανωτέρω εκφράζουν, με τρόπον εύγλωττον την εξ αρχής αυτοσυνειδησία του Π.Σ.Ε. και των ιδρυτικών του μελών. Από ορθοδόξου πλευράς, για να αιτιολογηθεί στην γνωστή πατριαρχική εγκύκλιο του 1920 η συμμετοχή στην «οικουμενική κίνηση», προεβάλλετο ως μοναδική αιτία η αντιμετώπιση κινδύνων όπως «ο οσημέραι ευρυτέρας λαμβάνων διαστάσεις αλκοολισμός, η θριαμβεύουσα περιττή πολυτέλεια, η μόλις συγκαλυπτομένη φιληδονία και ηδυπάθεια, η ακολασταίνουσα ασχημοσύνη εν τη φιλολογία, τη ζωγραφική, τω θεάτρω ή και τη μουσική, η θεοποίησις του πλούτου…», χωρίς να προβάλλεται καθόλου η αλήθεια ότι ακόμη και η πλήρης εξάλειψη αυτών των κοινωνικών πληγών δεν σώζει από μόνη της τον άνθρωπο. Στην πατριαρχική αυτή εγκύκλιο του 1920, η οποία, σημειωτέον, κατά τους οικουμενιστές αποτελεί «οριακή έκφραση του Ορθοδόξου Οικουμενισμού, αλλά και ορόσημο στην ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως»29, ως «απανταχού Εκκλησίαι» θεωρούνται οι ετερόδοξες Κοινότητες της Δύσεως, οι οποίες χαρακτηρίζονται «όχι ως ξέναι και αλλότριαι προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλ’ ως συγγενείς και οικείαι εν Χριστώ και συγκληρονόμοι και σύσσωμοι της επαγγελίας του Θεού εν τω Χριστώ». Εξ αρχής λοιπόν τα θεμέλια του Π.Σ.Ε. ήσαν τελείως εγκοσμιοκρατικά και ξένα προς την Ορθόδοξο αυτοσυνειδησία. Άλλωστε η εκκοσμίκευση, ο ηθικισμός, ο ευσεβισμός και ο ουμανισμός, με την έννοια του ρεύματος που εγέννησε ο Γαλλικός Διαφωτισμός, άνοιξαν τον δρόμο για τον μη Ορθόδοξο Οικουμενισμό. Λέγω μη Ορθόδοξο, διότι έχουμε και Ορθόδοξο Οικουμενισμό. Ορθόδοξος Οικουμενισμός είναι η Οικουμενικότητα της Εκκλησίας την οποία ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι το Π.Σ.Ε. αποτελεί εδώ και χρόνια στόχο διαβρώσεως εκ μέρους της οργανώσεως του Κορεάτου ψευδομεσσία Σαν Μυούνκ Μουν «Ενωτική Εκκλησία», η οποία επιδιώκει την διάβρωση όλων των δομών εξουσίας στον κόσμο. Η «Ενωτική Εκκλησία» ισχυρίζεται ότι «χρειάζεται άλλα δεκαπέντε περίπου χρόνια για να διαβρώσει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ότι «ήδη υπάρχει ένας μεταξύ των πέντε Προέδρων του Π.Σ.Ε. που συνεργάζεται στενά με την κίνηση αυτή»!… «Με αυτές τις προϋποθέσεις», σχολιάζει ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: (1996), «ο διαθρησκευτικός διάλογος θα ήταν τουλάχιστον ανευθυνότητα και επιπολαιότητα από μέρους εκκλησιαστικών παραγόντων και εκφράζουμε απορία γιατί ένας από τους Προέδρους του Π.Σ.Ε. να είναι σήμερα συνεργάτης του Κορεάτη ψευδομεσσία και γιατί δεν ακούστηκε ακόμη καμμία κραυγή διαμαρτυρίας»30. Συνέπειες – αποτελέσματα Οι συνέπειες της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν γένει στην λεγομένη Οικουμενική κίνηση και τους συναφείς διαλόγους είναι, όπως θα δούμε, κυρίως εκκλησιολογικές, σωτηριολογικές και ποιμαντικές. Η συμμετοχή αυτή οδήγησε και οδηγεί καθ’ ημέραν και περισσότερο στην αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος και ήθους και στη διαμόρφωση ενός άλλου φρονήματος και ήθους «διαθρησκειακού», τουλάχιστον μεταξύ των στελεχών που εμπλέκονται στην όλη αυτή προσπάθεια. Όπως γράφει ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Μουρατίδης «Διά της συμμετοχής της εις το Π.Σ.Ε. η Ορθοδοξία παρητήθη κατ’ ουσίαν της οικουμενικής αυτής αποστολής υπέρ του Π.Σ.Ε., όπερ κατά την γνώμην μου συνιστά το μέγιστον και πλέον οδυνηρό πλήγμα κατά του απολυτρωτικού έργου, το οποίον είναι κεκλημένη να επιτελέση εν μέσω του συγχρόνου κόσμου»31. Ο αείμνηστος Σέρβος καθηγητής της Δογματικής και ομολογητής της Ορθοδοξίας π. Ιουστίνος Πόποβιτς χαρακτηρίζει το Π.Σ.Ε. ως «αιρετικόν, ανθρωποπαγή και ανθρωπολατρικόν σύλλογον» και την συμμετοχήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις αυτό ως «δουλικόν εξευτελισμόν». Ο δε μακαριστός π. Σπυρίδων Μπιλάλης γράφει: «Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας διά της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν διά την Ορθοδοξίαν»32. Ουσιαστικώς ο διαχριστιανικός και διαθρησκειακός συγκρητισμός καταργεί τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως. Ο Οικουμενισμός με την έννοιαν του συγκρητισμού υποστηρίζει ότι τα όρια της Εκκλησίας είναι ασαφή. Ότι, Ορθόδοξος Εκκλησία αφ’ ενός και άλλες χριστιανικές ομολογίες αφ’ ετέρου, συναποτελούν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν του Συμβόλου της Πίστεως. Αυτό βέβαια αποτελεί εκκλησιολογική αίρεση και έρχεται σε αντίθεση με την απ’ αρχής αυτοσυνειδησία μας ως Ορθοδόξων. Επ’ αυτού θα ημπορούσαμε να προσκομίσουμε πλήθος αγιοπατερικών χωρίων. Με τον συγκρητισμό που καλλιεργείται στο πλαίσιο αυτών των διαλόγων με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους ουσιαστικά αθετείται η έννοια της αιρέσεως για λόγους «οικουμενικής αβροφροσύνης» και για την επικράτηση «οικουμενικού πνεύματος». Μετατίθεται η πραγματική βάση ενότητος των ανθρώπων εν Αληθεία, δηλαδή εν Χριστώ, και προτείνεται ένα νέο πρότυπο ενώσεως -παρά τις δογματικές διαφορές-, δηλαδή όχι εν Αληθεία. Το πρότυπο της δράσεως από κοινού, της οργανώσεως, της «κοινής διακονίας», δηλαδή ένα πρότυπο ουμανιστικό, ανθρωποκεντρικό. Κέντρον της ενότητος αποτελεί πλέον όχι ο Θεάνθρωπος αλλ’ ο πεπτωκός άνθρωπος. Η συμμετοχή στο Π.Σ.Ε. και ο όλος οικουμενιστικός συγχρωτισμός, που περιλαμβάνει όχι μόνον διαλόγους αλλά και κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις, οδήγησε στην ουσιαστική παύση της Ορθοδόξου ιεραποστολής στις χώρες όπου επικρατούν οι χριστιανικές ομολογίες. Έτσι κλείνουμε την πόρτα στους κουρασμένους ανθρώπους της Δύσεως, υποδεικνύοντάς τους να μείνουν εκεί όπου ευρίσκονται, εφ’ όσον «είμαστε το ίδιο», είμαστε «αδελφές Εκκλησίες» και «επίκειται η ένωση». Αλλά και αποκαθάρσεις λειτουργικών βιβλίων μελετώνται ώστε να μην θίγονται οι αντιχαλκηδόνιοι από τις αυστηρές εκφράσεις που χρησιμοποιεί η υμνολογία της Εκκλησίας μας για τους αιρεσιάρχες αρχηγούς των. Έλλειψη ενημερώσεως και συμφωνίας της Εκκλησίας Η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις διαδικασίες των διαλόγων αυτών με τον τρόπο που γίνονται, πάσχει όχι μόνον ουσιαστικώς αλλά και διαδικαστικώς. Ούτε εξ αρχής υπήρξε, ούτε υπάρχει ουσιαστική ενημέρωση για τα λαμβάνοντα χώραν στα πλαίσια των διαλόγων. Όχι μόνον ο ευσεβής κλήρος και λαός μας δεν ενημερώνεται, αλλ’ ούτε και η σεπτή ιεραρχία ενημερώνεται σε βάθος. Οι διάλογοι αυτοί αποτελούν σε διεθνές επίπεδο αποκλειστική ενασχόληση μιας κατηγορίας ανθρώπων που θα μπορούσε κανείς να τους ονομάσει εξ επαγγέλματος γραφειοκράτες και τεχνοκράτες οικουμενιστές. Το θέμα όμως δεν είναι μόνον η ενημέρωση. Το ζητούμενον είναι τα αποφασιζόμενα στους διαλόγους να συμφωνούν και να εκφράζουν το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας, αλλιώς θα έχουν την τύχη αποφάσεων τύπου Φερράρας-Φλωρεντίας και το μόνο που θα κάνουν θα είναι να δημιουργήσουν πληγές στο σώμα της Εκκλησίας. Ορθόδοξες θέσεις Η Ορθόδοξη Παράδοση, της οποίας άγρυπνος θεματοφύλακας είναι ο μοναχισμός, ως πρόταση αντιστάσεως στον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό συγκρητισμό, ως πρόταση αντιστάσεως ουσιαστικά στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποιήσεως της λεγομένης Νέας Εποχής, προβάλλει την οδό της αληθούς θεογνωσίας, την κατά χάριν θέωση, δηλαδή, σε προσωπική κοινωνία αγάπης και υπακοής με τον μόνον Άγιο Τριαδικό Θεό. Προβάλλει την ανεκτίμητη αξία του προσώπου το οποίο η Νέα Εποχή θέλει να αριθμοποιήσει και εξαφανίσει. Η Ορθόδοξη αυτή πρόταση ζωής δεν είναι μια διανοητική κατασκευή. Είναι η εμπειρία αναριθμήτου πλήθους αγίων στη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών εκκλησιαστικού βίου. Ο αγώνας αυτός για διάσωση του προσώπου είναι συγχρόνως και αγώνας για διάσωση της εθνικής και θρησκευτικής μας αυτοσυνειδησίας, η οποία τελευταία μάλιστα δέχεται πυκνά και μεθοδευμένα κτυπήματα. Ο διάλογος βέβαια με τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους σε καμμία περίπτωση δεν απορρίπτεται. Αντιθέτως, πάντοτε κατείχε θέση σημαντική στη ζωή της Εκκλησίας, θέση συνυφασμένη με την αποστολή της που είναι το προφητικό και αποστολικό κήρυγμα της μετανοίας και η ένωσις των πάντων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε, ότι στο πλαίσιο της λεγομένης οικουμενικής κινήσεως κακοποιούνται ερμηνευτικώς οι λόγοι του Κυρίου μας κατά την αρχιερατική Του προσευχή. Όταν ο Κύριος εύχεται «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωάν. 17,21) κατά την πατερική ερμηνεία, που υπενθυμίζει ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ζητεί από τον Πατέρα «ώστε οι μαθηταί Του και οι μαθηταί των μαθητών Του να γίνουν ένα εις την θέαν της δόξης Του, εις αυτήν ήδη την επίγειον ζωήν ως μέλη του Σώματός Του, δηλαδή της Εκκλησίας…»33. Ορθοδόξως η ένωσις των πάντων, επομένως και η ένωσις των «εκκλησιών», επιτυγχάνεται με την Χάριν του Θεού διά της επιστροφής των πεπλανημένων εν μετανοία στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή την Ορθόδοξο. Θα ήταν φρονούμε πολύ χρήσιμο και για τους σήμερον διαλεγομένους από πλευράς Ορθοδόξου και καλουμένους να δώσουν λόγον «παντί τω αιτούντι περί της εν ημίν ελπίδος», να εντρυφήσουν στο πώς διελέγοντο οι άγιοι της Εκκλησίας μας με τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους και μάλιστα κάτω από ασυγκρίτως δυσμενέστερες απ’ ότι εμείς σήμερα ιστορικές συνθήκες. Εμείς σήμερα γιατί θα πρέπει να απομακρυνθούμε από τη δική τους γραμμή; Μήπως είμεθα αγιότεροι ή εξυπνότεροι εκείνων; Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, σεπτή ομήγυρις μοναχών και φιλομονάχων, εξ όσων μέχρι στιγμής ελέχθησαν καθίσταται νομίζω σαφές ότι ευρισκόμεθα μπροστά σε ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα που αποτελεί μέρος της προκλήσεως της λεγομένης Νέας Εποχής. Έγινε πιστεύω φανερό από όσα μέσα στο περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα εξετέθησαν, ότι ο συγκρητισμός, διαχριστιανικός και διαθρησκειακός είναι τελείως αντίθετος και ασυμβίβαστος με το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας. Το φρόνημα αυτό εκφράζει κατ’ εξοχήν ο Ορθόδοξος Μοναχισμός, ο οποίος αποτελεί την γρηγορούσα συνείδηση της Εκκλησίας και τον θεματοφύλακα της Παραδόσεώς της. Γι’ αυτό το λόγο έχει κάθε δικαίωμα αλλά και καθήκον να προμαχεί και υπερμαχεί υπέρ της ορθοδόξου πίστεως προασπίζοντας την ακεραιότητά της. Κλείνοντας επιτρέψτε μου τούτο μόνον να προσθέσω: Επειδή η προσπάθεια προωθήσεως του συγκρητισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ενδύεται συνήθως, όπως είπαμε, το μανδύα της αγάπης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πατερική στάση που εμμένει στην αλήθεια της πίστεως και που λέγει την αλήθεια στους εκτός Εκκλησίας με πόνο, αγάπη και διάκριση, είναι όντως η φιλάνθρωπος στάση, διότι ουσιαστικά βοηθεί τον πλανώμενο άνθρωπο να έλθει σε συναίσθηση και μετάνοια, ενώ η άλλη -η ουμανιστική αγαπολογική- τον αφήνει αβοήθητο στην αρρώστεια του. Εξ άλλου η αγάπη η αληθινή, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, συμπορεύεται πάντοτε με την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλιώς δεν πρόκειται ούτε για αληθινή αγάπη ούτε για αλήθεια. Σας ευχαριστώ
** Αυτά εγράφοντο πριν έλθει ο πάπας στην Ελλάδα τον Μάιο του 2001. Σήμερα, δυστυχώς, δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τις δηλώσεις μας εκείνες του Σεπτεμβρίου του 2000. 5. Βλ. Περιοδικό «Διάλογος» του Διορθοδόξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων», τ. 1, σελ. 16 6. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου, σελ. 156 7. Μητροπ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: Ορθοδοξία και Ισλάμ, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 16 8. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, εν περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6 9. Στον συλλογικό τόμο «You shall be my Witnesses», επιμέλεια και έκδοσις Γεωργίου Λαιμοπούλου, εκδόσεις «Τέρτιος, σελ. 19, Κατερίνη 1993 10. Περιοδικό«Πάνταινος», αρ. 1 /Ιανουάριος-Απρίλιος 1991,σελ.59 11. † π:. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, Διαλογισμός ή Προσευχή; -Ορθόδοξη Θεώρηση, σελ. 235, Αθήναι 1993 12. † π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σελ. 237 13. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, «Ο ακαδημαϊκός διάλογος…», ενθ’ ανωτ., σελ. 14 14. Βλ. Δηλώσεις «Gaudium et spes» και κυρίως «Nostra Aetate» («Για τις σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη χριστιανικές θρησκείες») της Β’ Βατικανής Συνόδου (1965) 15. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 511 / 39.11.1994, σελ. 28 16. Ενθ’ ανωτ. περιοδ. «Διάλογος», τ.1, σελ. 16 17. Περιοδικόν «Εκκλησία», αρ. 15/15.8.-1.2.1998, σελ. 634 18. Απόσπασμα συνεντεύξεώς του στην εκπομπή του π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος (24.5.1998) 19. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ορθοδοξία και Οικουμενισμός, Ορθοδοξία και Παπισμός», Γ’ έκδ. 1996, σελ. 123 20. Κοινό ανακοινωθέν Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχου μετά τον εορτασμό της θρονικής εορτής της Ρώμης (1995), βλ. Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 520/31.7.1995, σελ. 19 21. Εφημερίδα «Εκκλησιαστική Αλήθεια», αρ. 393/16.1.1995, σελ. 1 και 7 22. Βλ. Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου (νυν Μακ. Αρχιεπισκόπου) «Η ουνία μόνον ξεπερασμένη μέθοδος ενότητος;», εν περιοδ. «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 32 / Οκτ. 1993 23. Βλ. Κείμενον Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία» τεύχος 18/ Απρίλιος 1995, σελ. 86-99 24. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 446/1.10.1990, σελ. 19-20 («Δευτέρα Κοινή Δήλωσις», παρ. 9, της Γ’ Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού διαλόγου, Σαμπεζύ, 23-28.9.1990) 25. Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους Άθω, Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Άγιον Όρος 1996, σελ. 12 26. Βλ. Περιοδικόν «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 4/Μάρτιος 1991, σελ. 58-59 27. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση, «Από το Βανκούβερ στην Καρμπέρα», περιοδικόν «Ενημέρωσις», ΣΤ’ -1990/11-12, σελ. 4 28. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου – Ευ.Α. Βαρέλλα, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, 47, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 370 29. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση «Οικουμενικός θρόνος και Οικουμένη – Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα», εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1988, σελ. 57 30. Βλ. άρθρο «Η ‘Νέα Εποχή’ κίνδυνος για τον πολιτισμό!», εφημερίδα «Χριστιανική», 20.6.1991, σελ. 6-7 και 10• περιοδικό «Εκκλησία», αρ. 14/1.10.1990, σελ. 511α 31. Κ.Δ. Μουρατίδου, Οικουμενική Κίνησις – Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, σελ. 28, εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1973 32. Αρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τόμος Β’, έκδοσις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1969, σελ. 598 33. Βλ. Επιστολή Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους προς την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο περί του κειμένου του Μπάλαμαντ, εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία», τεύχος 18 / Απρίλιος 1995, σελ. 86

ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002
ΤΕΥΧΟΣ 26

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Posted in ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika
Οίς γάρ το μνημόσυνον και η κοινωνία απωλείας πρόξενα, τούτοις η παύσις και η διάστασις σωτηρίας υπόθεσις γίνεται (ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ)

Μνημόσυνον, είναι Ιερά Παράδοσις και έθος πανάρχαιον είς την Εκκλησίαν του Χριστού. Είναι επιτακτική υποχρέωσις των λειτουργών της Πίστεως ημών, όπως, κατά τον παραδεδομένον τύπον, ο λειτουργός να αναφέρη το όνομα του οικείου προέδρου – του ορθοτομούντος τον λόγον της αληθείας – (του μή όντος ασεβούς ή αδίκου, κατά τον λα΄ Αποστολικόν Κανόνα) έν ταίς ιεραίς των ακολουθιών και λειτουργιών ευχαίς.
Η υποχρέωσις αύτη, έθος και Παράδοσις ούσα, το πρώτον ρητώς και κατηγορηματικώς εθεσπίσθη υπό των ΙΓ΄ και ΙΔ΄ Κανόνων της Α΄ και Β΄ Συνόδου.
Η Αγία ειρημἐνη Σύνοδος, συνελθούσα, έν Κων/πόλει έν έτει 861 ή κατ΄ άλλους τώ 863, και επιθυμούσα (κατά τον άριστον και σοφόν ερμηνευτήν Βαλσαμώνα) και τούτο να ρυθμίση (ήτοι την σατανικήν μανίαν των υποκλεπτομένων ιερωμένων να χωρίζωνται απο τους Επισκόπους των), ρητώς την μνημόνευσιν του ονόματος του προέδρου εθέσπισεν. Ιδού αυτούσιοι οι λόγοι του σοφού ερμηνευτού: <<Παυθήσεις τή χάριτι του Θεού της απο των αιρέσεων διαστάσεως, εώρων οι Πατέρες τινάς ιερωμένους υποκλεπτομένους κατά μεθοδείαν σατανικήν είς την των σχισματικών μανίαν, ώς αφισταμένους απο της των Επισκόπων αυτών κοινωνίας, μή όντων ασεβών, ή αδίκων, κατά τον λα΄ Αποστολικόν Κανόνα· διά μόνον δέ το λαληθήναι τινα ίσως εγκληματικά κατ΄ αυτών. Τούτο γούν, ώς καταμερίζον το σώμα του Χριστού, ήτοι την Εκκλησίαν, διορθούμενοι, ώρισαν καθαιρείσθαι τους τολμήσαντας ιερείς, ή διακόνους, ανευλόγως ούτως αποστήναι της μετα του Επισκόπου αυτών κοινωνίας, πρό εντελούς συνοδικής καταδίκης τούτου, και μή αναφέρειν έν ταίς θειαίς ιεροτελεστίαις το όνομα αυτού, κατά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν…Και ού μόνον τούτους, αλλά και τους συνακολουθήσαντας αυτοίς, ιερωμένους μέν όντας, διορίζοντας καθαιρείσθαι· λαικούς δέ αφορίζεσθαι, και είναι επιτετιμημένους, μέχρι αν έν επιγνώσει του κακού γένωνται και τώ οικείω Επισκόπω προσέλθωσιν>> (όρα πλείονα έν Ράλλη-Ποτλή τόμ. Β΄ σελ. 690-691 και Ιερόν Πηδάλιον εκδ. 1970, σελ. 357).
Τόσον έκ του γράμματος του κειμένου του ειρημένου Ι. Κανόνος, όσο και έκ του πνεύματος, και μάλιστα έκ των ανεπτυγμένων σοφών ερμηνειών τών Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστήνου, σαφέστατα προκύπτει ότι η υποχρέωσις των κληρικών να μνημονεύωσιν του ονόματος του προέδρου αυτών έν ταίς ιεραίς ακολουθίαις και λοιπαίς προσευχαίς, εθιμικώς και παραδοσιακώς ετηρείτο μέν άχρι της Α΄ και Β΄ λεγομένης, Συνόδου, ρητώς δέ και κατηγορηματικώς, το πρώτον (διά πρώτην φοράν) υπ΄ αυτής εθεσπίσθη, αθετουμένη δέ, επιτίμοις καθυποβάλλει τους παραβάτας.
Ωσαύτως, σαφώς, προκύπτει, ότι ουδείς κληρικός, προφάσει δήθεν ή και αληθεία εγκλήματος (οίον πορνείας, ιεροσυλίας, σιμωνίας κλπ.) του προέδρου, ουδείς δικαιολογείται να διακόψη το μνημόσυνόν του, ούτε να αποστή της κοινωνίας εκείνου πρό της τελικής κατ΄ αυτού Συνοδικής κρίσεως.
Το θέμα του μνημοσύνου, όμως, έχει άλλως, όταν ο οικείος πρόεδρος δεν κατηγορείται επί εγκλήματι
(πορνείας, ιεροσυλίας, σιμωνίας κλπ.), ΑΛΛ΄ ΕΠΙ <<ΑΣΕΒΕΙΑ>>, ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΕΠΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ, οπότε ομόφωνος η κρίσις Γραφών τε και διδασκάλων, βοά ότι ΠΑΣ ΤΙΣ, ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΣ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΩΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΣ ΑΦΙΣΤΑΤΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ <<ΑΣΕΒΗΣΑΝΤΟΣ>> ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΤΕΙ ΤΗΝ ΜΝΕΙΑΝ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ, ΑΚΟΜΗ, ΚΑΙ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥ, ώς θέλει αποδειχθεί κατωτέρω. <<Κοινωνία>>, κατά την επικρατεστέραν άποψιν, <<νοείται το σύνολον των δικαιωμάτων, των οποίων ο άνθρωπος εισερχόμενος εν τή Εκκλησία γίνεται μέτοχος, ιδία, κοινωνός γινόμενος των καθαγιαστικών και σωτηριωδών μέσων της Εκκλησίας, εν οίς θετέον εν τοίς πρώτοις, την μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων>>. Τα δικαιώματα ταύτα κέκτηνται πάν βεβαπτισμένον μέλος της Εκκλησίας, οιανδήποτε κατέχον θέσιν εν αυτή, εφ΄ όσον τηρεί τους Εκκλησιαστικούς νόμους. Οι κληρικοί, διά την εξέχουσαν διακονίαν αυτών εν τή Εκκλησία, εκτός των γενικών αυτών δικαιωμάτων, ώς βεβαπτισμένων μελών της Εκκλησίας, απολαύουσι, σύν τοίς γενικοίς αυτοίς δικαιώμασι, και τινων ιδίων δικαιωμάτων. Το σύνολον των δικαιωμάτων των κληρικών εν τή Εκκλησιαστική γλώσση καλείται κοινωνία Εκκλησιαστική. Τα δικαιώματα αυτά, της τε κοινωνίας των λαικών και της τοιαύτης των κληρικών, υπό την έννοιαν της εκκλησιαστικής κοινωνίας, προσβαλλόμενα εκδικούνται υπό των δικαιούχων, εάν ούτοι τηρούν απαραβάτως τους Εκκλησιαστικούς νόμους. Εάν παραβαίνη ή αθετή ή καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον έρχεται τις ενάντιος πρός το καθεστώς της εννόμου τάξεως της Εκκλησίας, τότε, καθ΄ ωρισμένην βαθμολογικήν ακολουθίαν, ακολουθεί και ανάλογος απώλεια τινων ή και όλων των δικαιωμάτων, είτε λαικός είτε κληρικός είναι ο εναντιούμενος. Εάν αποτύχη ο κύριος σκοπός εκάστης Εκκλησιαστικής ποινής, όστις, ως είναι φυσικόν, αποβλέπει ίνα επαναφέρη εις την ευθείαν και ορθήν οδόν το αποπλανηθέν μέλος, τότε, Δεσποτική εντολή χρωμένη η Εκκλησία (<<Έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης>> (Ματθ. ΙΗ΄ 17), ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΑΥΤΗΣ τα επιβλαβή στοιχεία, αναχαιτίζουσα ούτω και αποσοβούσα την ολέθριαν επιρροήν, απο των αγαθών και ευπειθών αυτής μελών.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Μήπως ήρθε η ώρα της Αγίας ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ;

Posted in ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Διαλεγόμενος ο Θεολόγος κ. Παν. Σημάτης


Πρός το ιστολόγιο ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ


Κοινοποίηση: εκκλησιαστικά ιστολόγια


Στo ιστολόγιό σας και στις 19/06/2009 (thriskeftika.blogspot.com/2009/06/blog-post_1212.html) δημοσιεύσατε ευχαρίστως ένα κείμενό μου με τίτλο «Καταγγελία: «Ποια “Ελευθερία του Τύπου”»;

Με το κείμενο εκείνο πληροφορούσα «πως κάποια θρησκευτικά ιστολόγια αποκλείουν την άλλη άποψη».

Τα καταγγελλόμενα, τότε, ιστολόγια ήσαν τα amen και romfea, τα οποία ενώ δημοσίευσαν κριτική του π. Γ. Τσέτσηγια την «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», δεν δημοσίευσαν τις αντίθετες απόψεις, π.χ.:

1) του Αρχιτέκτονα κ. Σωτηρίου Τζήμα, που ζητούσε την δημοσίευση «για λόγους δικαιοσύνης και αντικειμενικότητος». (Τελικά το κείμενο του κ. Τζήμα δεν δημοσιεύθηκε από το αmen, το δημοσίευσε, όμως, τοpaterikiorthodoksia, με την παρατήρηση: «Ο κ. Νίκος Παπαχρίστου, διαχειριστής του amen.gr αρνήθηκε να δημοσιεύσει την απάντηση του κ. Τζήμα, αποδεικνύοντας, έτσι, την αντίληψη που έχει για τον διάλογο».

2) (Δεν δημοσίευσαν τα δύο ως άνω ιστολόγια) μια δική μου απάντηση για το ίδιο θέμα.


Θέλω να επισημάνω, μάλιστα, ότι στο ιστολόγιό σας (thriskeftika) τότε, επιτρέψατε και τη δημοσίευση και του εξής σχολίου: «Βρε παιδιά τί συζητάμε τώρα; Είναι γνωστή η κατάπτυστη οικουμενιστική γραμμή που ακολουθεί το εν λόγω πρακτορείο… Ζήτω οι οικουμενιστές και τα πρακτορεία τους με τα οποία στρώνεται το χαλί για τον ερχόμενο Αντίχριστο!».

Πώς, όμως, έχει ο καιρός γυρίσματα! Σήμερα τα thriskeftika, κάνουν το ίδιο που τότε κατήγγειλαν. Δεν επιχαίρω, αλλά λυπάμαι και συνέχομαι στη σκέψη, ότι κάποτε από αδυναμία, μπορεί και εγώ να βρεθώ σε παρόμοια κατάσταση.


Αποφάσισα να γράψω το παρόν, μετά από κάποια σχόλια που ανήρτησαν χθες τα thriskeftika, γιατί πλέον, πρέπει να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα, για όσους έχουν συνειδητοποιήσει την δολιότητα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και θέλουν να προσφέρουν τις όποιες δυνάμεις τους στον αγώνα αυτό της Πίστεως.

(Για να αποτρέψω τους κακούς λογισμούς, δηλώνω ότι δεν γνωρίζω ποιός τα έγραψε, προσωπικά δε έχω καιρό να γράψω σχόλιο στο ιστολόγιό thriskeftika).

Διαβάζουμε, λοιπόν σε χθεσινή ανάρτηση το εξής σχόλιο:

(http://thriskeftika.blogspot.com/2010/07/troktiko_24.html)


«Ανώνυμος είπε… Τώρα μην μας καμώνεστε και τους αντικειμενικούς και άφοβους εσείς… Μην καμώνεστε τους ανδρείους εσείς που τρώτε όλες τις ανακοινώσεις του ΚΟΣΜΑ ΦΛΑΜΙΑΤΟΥ και του κ. Π. Σημάτη και όσες ιδέες είναι με κόσμιο τρόπο διατυπωμένες υπερ της αποτείχισης!… «Άνθρωπος της αλήθειας», 24 Ιουλίου 2010».


Στο σχόλιο αυτό τα thriskeftika απάντησαν:

«“Άνθρωπε της αλήθειας”, είσαι ελεύθερος να διαβάζεις όποιο blog θέλεις, όπως επίσης είσαι ελεύθερος να αποτειχιστείς. Αλλά και εμείς είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε ποια γραμμή θα χαράξουμε στα θέματα του οικουμενισμού και ποια κείμενα θα δημοσιεύουμε. Το ίδιο ισχύει και για τα σχόλια που εγκρίνουμε ή απορρίπτουμε… 24 Ιουλίου 2010».


Τα ερωτήματά μου:

α) Εσείς, κ. Τάτση, ισχυρίζεσθε ότι «είστε ελεύθεροι να επιλέγετε ποια γραμμή θα επιλέξετε στα θέματα του Οικουμενισμού». Το amen και η romfea δεν έχουν το ίδιο δικαίωμα; Αν πιστεύετε ότι έχουν αυτό το δικαίωμα, γιατί αναρτήσατε εκείνη την καταγγελία μου στις 9/06/2009, καυτηριάζοντας το δικό τους δικαίωμα, να μη δημοσιεύουν τα αντίθετα με τη «γραμμή» τους, που ταυτίζεται με το δικό σας; Δεν υπάρχει αντίφαση εδώ;

β) Τον τελευταίο καιρό έγραψα κάποια κείμενα, περί Αποτειχίσεως (συζητώντας και προβληματιζόμενος για το θέμα), στηριζόμενος κατ’ εξοχήν σε πατερικά-θεολογικά κείμενα. Πριν μερικά χρόνια, δεν γνώριζα καν την έννοια της λέξεως.

Και όταν την γνώρισα, σχημάτισα την εντύπωση ότι πρόκειται για μια «μη ορθόδοξη» ενέργεια, αφού την υποστήριζαν σχισματικές, αλληλομισούμενες σχισματικές ομάδες.

Η πορεία, όμως, των πραγμάτων, οι αντι-ειαγγελικές Βατικάνειες και Φαναριώτικες ξεδιάντροπες «αγάπες» και συμπροσευχές, που δεν αποτελούν πλέον υποψίες ή υπερβολικές καταγγελίες κάποιων ευφάνταστων ζηλωτών, αλλά ξεχειλίζουν από τα Βίντεο και τηλεοράσεις, με έκαναν να προσέξω περισσότερο το θέμα περί Αποτειχίσεως, το «Κανονικό» αντίδοτο στα παναιρετικά Οικουμενιστικά παρατράγουδα, καθώς μάλιστα το άκουγα προτεινόμενο από τον σεβαστό καθηγητή Πανεπιστημίου και πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, και να ερευνήσω (όσο μπόρεσα) τα περί Αποτειχίσεως και Διακοπής Μνημοσύνου, όπως καταγράφονται στις αποφάσεις Συνόδων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και την εκκλησιαστική ιστορία που περιγράφει την πρακτική των Αγίων ως προς το θέμα. Την θέση αυτή την υποστήριξα με θεολογικό λόγο και παραδείγματα από την ιστορία της Εκκλησίας μας.

Η θεολογική-επιστημονική, όμως,ενασχόλησή μου με το θέμα αυτό, έγινε αφορμή να αποκλείσετε την δημοσίευση κειμένων μου στο ιστολόγιό σας (παρακάτω θα εξηγήσω τα περιστατικά).

Γιατί, όμως, αποκλείονται από τη «γραμμή» του ιστολογίου thriskeftika οι θεολογικές ανησυχίες, οι προβληματισμοί, κυρίως η εκφορά της πρακτικής και της διδασκαλίας των Πατέρων για το θέμα;

Αν αυτά αποκλείονται αναπόδεικτα για κάποια «άλλη γραμμή», τότε πόσο αυτή η άλλη «γραμμή» είναι ορθόδοξη;

Αυτή η ιστορία μάς θυμίζει την ίδια επιχειρηματολογία ανθρώπων κάποιας ορθόδοξης αδελφότητας, η οποία για θέμα στο οποίο Επίσκοπος δεν ορθοδοξούσε, αυτοί αρνούνταν να πάρουν θέση κι έλεγαν: εμείς δεν ανακατευόμαστε με τέτοια θέματα.

Γιατί;

Διότι ο Επίσκοπος θα τους έδιωχνε από την Μητρόπολή του και δεν θα μπορούσαν πλέον να κάνουν το «έργο» τους!

Μα αν δεν αντισταθείτε στην νόθευση της Πίστεως, αγαπητοί αδελφοί, τότε για ποια Ορθοδοξία ομιλείτε και ποιο ορθόδοξο έργο επιτελείτε;

Επειδή προβληματίστηκα και είχα πρόβλημα συνειδήσεως για τη στάση μας απέναντι στην παναίρεση του Οικουμενισμού που καθημερινά εξαπλώνεται δραματικά (στα πλαίσια, βέβαια, των γνώσεών μου και των μικρών δυνατοτήτων μου) και διαπιστώνοντας ότι οι έχοντες λιπαρά γνώση και πολλές θεολογικές δυνατότητες, παρόλο που τους ρωτάμε για την θέση των Πατέρων στο θέμα, δεν παίρνουν ξεκάθαρη θέση, ή αντιπαρέρχονται το θέμα, ή αγνοούν τους ερωτώντες, κατέγραψα την με αγιοπνευματικό λόγο διατυπωμένη ξεκάθαρα θέση των Αγίων Πατέρων, πάντα με το φόβο μήπως κάπου παρερμηνεύσω τους Αγίους Πατέρες.

Μετά από αυτό ανέμενα την διόρθωση, κάποιες υποδείξεις, την συμπλήρωση κ.λπ. Αντ’ αυτού παρατήρησα «άκρα του τάφου σιωπή» και τον αποκλεισμό.


Η απορία μου, λοιπόν, είναι: γιατί σε ένα τόσο μεγάλο θέμα της Ορθοδοξίας, αφού το θέμα ετέθη, δεν αντιπαραθέτουν, όσοι έχουν διαφορετική άποψη, τα δικά τους επιχειρήματα και επιλέγουν να κάνουν ό,τι και σεις: να θάβουν το θέμα ―όπως οι στρουθοκάμηλοι το κεφάλι τους στην άμμο― καταφεύγοντας στην επίκληση της «διακρίσεως» ή της αποφάνσεως ότι «δεν είναι ακόμα ώρα».

Όμως και το ένα και το άλλο δεν είναι αυτονόητα. Χρειάζονται αποδείξεις.

Αν αποφεύγετε την εξέταση ορθοδόξων ζωτικών θεμάτων, άμεσης προτεραιότητας,τότε ποιος ο λόγος υπάρξεως του ιστολογίου σας;

Ποια θέματα θέλετε να σας αποστέλλουμε, και με ποιες προδιαγραφές διατυπωμένα, ώστε να τυγχάνουν δημοσιεύσεως;

Έως πρό τινος, μας θεωρούσατε συνεργάτες.

Υπετίθετο ότι κάναμε κοινό αγώνα.

Τότε, γιατί εδώ και μισό χρόνο αποκλείετε τη δική μας προσφορά και συνεργασία;

Θα πρέπει να σας υποβάλλουμε προς λογοκρισία πρώτα τα κείμενά μας και, αφού τα διορθώσουμε κατά τις υποδείξεις σας θα δημοσιεύονται;

Δέχεσθε την ελευθερία λόγου και μάλιστα μέσα στα ορθόδοξα Πατερικά πλαίσια;

Εμείς, εντός αυτών προσπαθούμε να κινούμαστε και να μείνουμε και, φυσικά, δεχόμαστε κάθε υπόδειξη προς διόρθωση, ώστε να συμφωνούν τα κείμενά μας, όχι βέβαια με τη γνώμη σας, αλλά με τη γνώμη των Πατέρων της Εκκλησίας.


Ανακοινώστε μας τις προδιαγραφές σας, για να ξέρουμε, όλοι όσοι απευθυνόμαστε σε σας, αν απευθυνόμαστε σε ιστολόγιοπου έχει μια suigenerisαντίληψη για την Ορθοδοξία ή είναι καθ’ όλα Ορθόδοξο. Για να μάθουμε ποιοι δεν θέλουν ο αγώνας εναντίον της αιρέσεως να είναι κοινός. Ποιοι αρνούνται την «ενότητα» δράσεως, που ουσιαστικά αντανακλά και καθορίζει και την «ενότητα της Πίστεως», την οποία (αν ο καθένας έχει δική του «γραμμή») υποκριτικά την επικαλούμαστε στην Θ. Λειτουργία. Δεν μας φτάνει, άραγε, η ψυχοφθόρα αντιπαράθεση με τους Οικουμενιστές και τους εν αγνοία ακολούθους τους, (που θα θέλαμε να αποφύγουμε, αν δεν εξαναγκαζόμαστε εκ λόγων Πίστεως να συνεχίζουμε), πρέπει να υπάρχουν και μεταξύ μας τριβές;


Και για να φανεί η εκτίμηση που είχα προς το πρόσωπό σας και η χαρά που μας προκάλεσε η παρουσία ενός ακόμα ορθόδοξου, αγωνιστικού εναντίον της αιρέσεως του Οικουμενισμού ιστολογίου, αλλά και η ευγνωμοσύνη για τον κόπο που κάνατε για να δημοσιεύετε τα κείμενα μας, θα παραθέσω κάποια τμήματα από την αλληλογραφία μας.

Στην αλληλογραφία αυή, φαίνεται η αναίτια αλλαγή της στάσεώς σας απέναντί μου και στη συνέχεια απέναντι της Φιλορθοδόξου Ενώσεως «Κοσμάς Φλαμιάτος», του οποίου για κάποιο διάστημα είμαι γραμματέας.

Έχω ενδείξεις ως προς το περιβάλλον και τους ανθρώπους που επηρέασαν τη σκέψη και τις διαθέσεις σας, αλλά επειδή είναι μόνον ενδείξεις, δεν τις παρουσιάζω.

Εξάλλου, έτσι κι αλλιώς, η ευθύνη πέφτει σε σας, είτε είναι δική σας η απόφαση, είτε επηρεάζεσθε από άλλους, ως υπεύθυνου της γραμμής του ιστολογίου.


Παραθέτω ενδεικτικά τμήματα από την αλληλογραφία που είχαμε:


* Στις 16.7.09, όταν δημοσιεύσατε το άρθρο μου: «Καλύπτει η Ι. Σύνοδος αστοχίες σε θέματα πίστεως;», σας έστειλα το email: «κ. Τάτση, είδα την ειδοποίησή σαςκαι τη δημοσίευση [του άρθρου]. Σας ευχαριστώ. Ο Κύριος να σας ενισχύει και ευλογεί για την ορθόδοξη αγωνιστική ενημέρωση που προσφέρετε. Π.Σ.».


* κ. Σημάτη, δημοσιεύσαμε το κείμενο: «Οικουμενισμός και Οικουμενιστές είναι υπαρκτά όντα, όχι πλάσματα της φαντασίας μας», Τάτσης Ι., Θεολόγος.


* κ. Τάτση. Και πάλι ευχαριστώ για την δημοσίευση και το ενδιαφέρον σας. Δεν με ενοχλούν τα κακοπροαίρετα σχόλια. Εφ’ όσον αποφάσισα να εκτεθώ δημόσια θα τα υποστώ και έχω δεχθεί απείρως χειρότερα, ως και απειλές, και μάλιστα από επισκοπικό blog. Δεν σας ζητώ λοιπόν ―εφ’ όσον με ερωτάτε― να τα διαγράψετε, καθόσον κάπου είδα να σας κατηγορούν ότι διαγράφετε τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μόνο αν η συζήτηση εκτραχυνθεί και αποπροσανατολιστεί επικίνδυνα, ή γράφονται ύβρεις, τότε κάνετε ό,τι η δεοντολογία του blog σας επιβάλλει. Με την αγάπη Του, Σ. Π. (31.8.2009)


* κ. Σημάτη, ευχαριστώ για την απάντησή σας. Θα αφήσω τα σχόλια ως έχουν προς το παρόν. Έτσι κι αλλιώς δεν θα επιτρέψω από την αρχή να δημοσιευθούν σχόλια που κρίνω ότι ξεπερνούν κάποια όρια. Τάτσης Ιωάννης


* thriskeftika…….. κ. Σημάτη, να δημοσιεύσω το κείμενο που μου στείλατε για τον Μητροπ. …….; Ρωτώ γιατί πιθανόν να υπάρξει αντίδρασή του προς εσάς. Αν εσείς το επιθυμείτε εγώ ολοπρόθυμα θα το δημοσιεύσω.


* κ. Σημάτη, το δημοσίευσα: thriskeftika.blogspot.com …


* Δημοσιεύτηκε: «Επιμένει να ψεύδεται και ν’ αυτοδιαψεύδεται ο Οικ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος». Ευχαριστούμε, Τάτσης Ι., Θεολόγος.


* κ. Σημάτη, δημοσιεύτηκε: «Ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος τιμωρεί αυθαίρετα μοναχές» http://thriskeftika.blogspot.com/2009/11/20.html

Ευχαριστώ πολύ.Τάτσης Ιωάννης, Θεολόγος».


Από τα παραπάνω, λοιπόν, φαίνεται ότι δεν σας ενόχλησε ο έλεγχος που εξασκούσαμε σε Πατριάρχη και Επισκόπους, αντίθετα τα δημοσιεύατε και μας ευχαριστούσατε εμένα και τον «Φλαμιάτο» για τα κείμενα που σας στέλναμε.

Το πρόβλημα άρχισε όταν άρχισα να γράφω περί Αποτειχίσεως, κάτι που η ανάγκη των πραγμάτων και η μελέτη των Πατέρων με οδήγησε και όχι κάποια δική μου προτίμηση.

Αφού κανένα αποτέλεσμα δεν είχαν τα ενημερωτικά άρθρα περί Οικουμενισμού και οικουμενιστών ―αυτοί συνέχιζαν τη δουλειά τους με κάποιες ίσως καθυστερήσεις, αλλά χωρίς αλλαγή πλεύσεως―, γι’ αυτό, εκ των πραγμάτων, θέλησα με τα άρθρα αυτά να εξετάσω συστηματικότερα την πρακτική των Πατέρων σε αντίστοιχες ιστορικές στιγμές της ζωής της Εκκλησίας, κατά τις οποίες εμφανιζόταν μια αίρεση.

Η διαπίστωση ήταν, πως οι Πατέρες αμέσως και χωρίς χρονοτριβή προχωρούσαν (και δίδασκαν τους πιστούς να κάνουν το ίδιο) στην Διακοπή Μνημοσύνου και την Αποτείχιση, την απομάκρυνση εκκλησιαστικά από τους αιρετικούς.

Σας είχα στείλει, μάλιστα, και δημοσιεύσατε τότε και ένα άρθρο μου, που μιλούσε για την Αποτείχιση:

«Διακοπή της Μνημόνευσης του Επισκόπου και Αποτείχιση» (16/7/2009). Κάποιοι, όμως, σας επηρέασαν και σας έπεισαν, ότι αυτή η λέξη είναι κακή και πρέπει να «βάλουμε πιπέρι στο στόμα» όσων την λένε. Και επειδή δεν μπορούσατε να βάλετε πιπέρι, σταματήσατε να δημοσιεύετε τα άρθρα μου.

Έτσι, όταν επανήλθα στο θέμα, για το οποίο πλέον άλλαξε «η γραμμή» του ιστολογίου, όταν εντοπίσατε σε κείμενο που σας απέστειλα μια πρόταση, που δεν περιελάμβανε μεν την λέξη-«ταμπού» Αποτείχιση, αλλά πιθανόν να την υπονοούσε, αυτή και μόνο η υποψία έγινε η αφορμή να σταματήσετε να δημοσιεύετε κείμενά μου στα thriskeftika! Και καλά εμένα, καλά μου κάνατε, όταν έγραφα ως Σημάτης. Μετά από λίγο, όμως, «κόπηκε» η δημοσίευση και των «Δελτίων» του «Κοσμά Φλαμιάτου», όχι γιατί μιλούσαν για αποτείχιση, αλλά επειδή ήμουν γραμματέας του «Φλαμιάτου»!!! Γιατί όμως, αποκλείσατε και ένα ολόκληρο σύλλογο; Σε τι άλλαξε η γραφή μας, από το Μάρτιο και μετά; Ποια αντορθόδοξα πράγματα γράψαμε; Αν τα γράψαμε, γιατί δεν τα επισημαίνατε αδελφικά, ώστε να μας βοηθήσετε να μη τα επαναλάβουμε;


Προσωπικά αποδέχτηκα την απόφασή σας περί μη δημοσιεύσεως, εν ηρεμία, όπως φαίνεται από την επιστολή που σας έστειλα, σημειώνοντας, ότι δικό σας είναι το ιστολόγιο, ό,τι θέλετε κάνετε. Να σημειώσω εδώ, κάποιες παρατηρήσεις που δεν έκανα τότε, για να μην νομίσετε πως παίρνω το θέμα προσωπικά: δεν αποτελούσε πράξη ευθύτητος, ειλικρίνειας και ελευθερίας η απόφασή σας εκείνη. Δεν παίρνει τέτοιες αποφάσεις ένα blog που θέλει να είναι ελεύθερο στο διάλογο, ανεξάρτητο από σκοπιμότητες, που θέλει να ακολουθεί σαφή ορθόδοξη και αγιοπατερική γραμμή κατά την ιερά Παράδοση της διαχρονικής Εκκλησίας του Χριστού. Δεν αμφισβητώ την κατά βάθος ειλικρίνειά σας, ούτε την αγάπη σας για την Πίστη μας, αλλά την υιοθέτηση «συνετών» συμβουλών και συμβιβαστικών πρακτικών, που αποφεύγουν το όποιο κόστος έχει η υπεράσπιση των ορθόδοξων θέσεών μας.


Ποιο ήταν, όμως, αυτό το κείμενο που αποτέλεσε την αφορμή του αποκλεισμού μας; Όταν άρχισε ο Διωγμός στην Σερβία του Επισκόπου Αρτέμιου, των μοναχών του και βέβαια και του π. Συμεών Βιλόφσκι (που κατέληξε μετά από λίγο στη φυλάκισή του στη Θεσσαλονίκη)έγραψα ένα άρθρο με τίτλο:

«Απηλλάγη των καθηκόντων του ο Κοσσόβου Αρτέμιος. Επίσημη έναρξη Διωγμού κατά των Αντι-οικουμενιστών;».

Το άρθρο τελείωνε με κατάφαση της «Ομολογίας Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» και την πρόταση να γίνει περισσότερο δυναμικός ο αγώνας. Έγραφα:


Η «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» ήταν το πρώτο σκαλοπάτι. Ας ανέβουμε ένα ακόμα, πριν μας κατεβάσουν από το τραίνο. Ο αγωνιστής Επίσκοπος την περίοδο της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου Κελεστίνος, στην περίοδο μιας άλλης αιρέσεως, του Νεστοριανισμού, έγραφε: Τώρα απαιτείται μεγαλύτερη επαγρύπνηση και φροντίδα. Τώρα, που εντός της εκκλησίας πράττονται και λέγονται «τα τη εκκλησία εναντιούμενα». Διότι αυτοί που έχουν «ένδον τον πολέμιον αργίαν ουκ ίσασιν. Όμως εν τούτω τω εμφυλίω πολέμω, εν ταύτη τη οικειακή μάχη είη υμίν τείχος η πίστις και κατά της απιστίας αυτή εαυτήν εκδικήσει πνευματικοίς ακοντίοις…. φυλάξωμεν ταύτην, ότι φυλαττομένη φυλάττει ημάς».


Όπως βλέπετε, δεν ανέφερε το άρθρο τίποτα για την αποτείχιση.

Όμως, ο κ. Τάτσης ή οι σύμβουλοί του, θεώρησαν ότι η έννοια της αποτειχίσεως υπονοείται στις λέξεις:

«Ας ανέβουμε ένα ακόμα σκαλοπάτι». Αυτή ήταν λοιπόν η αφορμή. Έκτοτε, αποκλειστήκαμε.


Έτσι, λοιπόν, αδελφοί και Πατέρες (όσοι βρίσκεστε πίσω από τον αποκλεισμό αυτό) αποφασίσατε και επιβάλατε τη σημερινή κατάσταση.

Ενώ ο Οικουμενισμός φουντώνει, ενώ η πίστη καθημερινά προδίδεται, και ενώ ―εκτός από τους πολλούς που βοηθούν ανώνυμα και προσεύχονται ένθερμα― έχουμε μείνει λίγοι, όσοι αγωνιζόμαστε επώνυμα, με τις αδυναμίες, τα πάθη και τα λάθη μας, εσείς προχωρείτε σε αποκλεισμούς, όχι μόνον ενός άρθρου, αλλά και κάθε κειμένου που γράψαμε από τον Φεβρουάριο έως σήμερα· αποσιωπήσατε ακόμη και την Ημερίδα που η Φιλορθόδοξος Ένωσις «Κοσμάς Φλαμιάτος» (με τη συνεργασία άλλων επτά ορθοδόξων σωματείων) διοργανώσαμε στην Πάφο στις 22/5/2010 εν όψει της ελεύσεως του Πάπα στην Κύπρο.

Δηλαδή, δίκην αλλοτινών πρακτικών, εξαφανίσατε σύνολη την προσπάθειά μας, τους φορείς μας και τα πρόσωπά μας!

Χωρίς μιαν αδελφική κουβέντα, χωρίς μια προσπάθεια εξήγησης, μια προειδοποίηση, χωρίς καν ουσιαστικό διάλογο και αντιπαράθεση επιχειρημάτων στην επιστολή που τότε σας έστειλα και δια της οποίας στήριζα με Πατερικά κείμενα τις θέσεις μου.


Δεν ξέρω πόσο χριστιανική είναι αυτή η στάση σας, αλλά ξέρω ότι παρόμοιες πρακτικές χρησιμοποιούν οι Οικουμενιστές, τις οποίες και διαρρήδην καταγγέλλουμε(!).

Ασφαλώς και είναι δικαίωμά σας, όπως ακόμα και σήμερα (26/7/2010) γράφετε: «ο τελικός έλεγχος των σχολίων βρίσκεται στη δική μας δικαιοδοσία».

Τα «δικαιώματα», ως κατάχρηση της ελευθερίας, που ο Δημιουργός μας δώρισε, είναι κατάκτηση της προτεσταντικής-ευρωπαϊκής κουλτούρας μέσα στην οποία καταποντίζεται πλέον η καθ’ ημάς Ανατολή της αγιοπατερικής παραδόσεως· δεν μυρίζουν, όμως, ορθοδοξία.

Πέρα όμως από το ανθρώπινο παράπονο, που με λίγη προσπάθεια ξεπερνιέται, θυμηθείτε ότι προσευχόμαστε για κάποια «ενότητα» και των καρδιών και της Πίστεως.


Γράφετε: «Αλλά και εμείς είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε ποια γραμμή θα χαράξουμε στα θέματα του οικουμενισμού και ποια κείμενα θα δημοσιεύουμε».

Αλήθεια! μπορείτε να διαλέγετε κάποια δική σας γραμμή, πέρα από αυτή των Πατέρων;

Και γιατί δεν κάνετε τον κόπο να μας την παρουσιάσετε, για να την κρίνουν οι Πατέρες κι όλοι, βέβαια, οι πιστοί;

Ακόμα: Διαβάζουμε στα ευαγγελικά κείμενα, πως πρέπει «εσείς οι δυνατοί», να στηρίζετε και μας τους αδύνατους και παραστρατημένους. Πόσο με τη συμπεριφορά σας το κάνετε αυτό;

Σκεφτείτε τα, κι απαντήστε με το χέρι στην καρδιά:

Γίνεται αγώνας περί Πίστεως με αποκλεισμούς και «διαγραφές»;

Επιτρέπεται να προβαίνουμε σε ενέργειες που θυμίζουν αχαρακτήριστες μεθόδους που κάποτε καυτηριάζαμε;

26 Ιουλίου 2010 Σημάτης Παναγιώτης


Υποσημείωση:Τις τελευταίες επιστολές που ανταλλάξαμε με τον κ. Ιωάννη Τάτση τις παραθέτω ολόκληρες σχεδόν εδώ, για να μην τις αδικήσω.


* κ. Σηματη, διαβάσαμε το τελευταίο κείμενο σας για το διωγμό κατά των αντιοικουμενιστών. Δεν το δημοσιεύσαμε άμεσα για δύο λόγους:


α) Γράφετε: «Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο Επίσκοπος Κοσσόβου Αρτέμιος, ήταν ένας από τους έξη Αρχιερείς που είχαν υπογράψει την «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού»»

Όμως οι αρχιερείς που έχουν υπογράψει την Ομολογία είναι οκτώ και όχι έξι:


β) Γράφετε επίσης:Η «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» ήταν το πρώτο σκαλοπάτι. Ας ανέβουμε ένα ακόμα, πριν μας κατεβάσουν από το τραίνο».

Με το «ας ανέβουμε ένα ακόμα» πολλοί φοβούμαστε πως θα ερμηνεύσουν ότι προτείνετε την αποτείχιση. Η αλήθεια είναι ότι και εμείς δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς υπονοείτε. Πάντως διαφωνούμε με όσους ζητούν αποτείχιση σε αυτή τη φάση. Την αποτείχιση απορρίπτουν, όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, και οι Πατέρες της Σύναξης που υπέγραψαν την Ομολογία. Ας μην πέσουμε στον εκ δεξιών πειρασμό του ζηλωτισμού τώρα που ο αντιοικουμενιστικός αγώνας βάλλεται ισχυρά.

Τα ανωτέρω γράψαμε με αγάπη και πιστεύοντας στην κατανόηση που θα δείξετε αλλά και αναγνωρίζοντας την ειλικρινή αγωνιστικότητα σας.

Για το blog thriskeftika Τάτσης Ιωάννης,15 Φεβρ. 2010.


* κ. Τάτση, Ευχαριστώ για την ενημέρωση και τη διόρθωση. Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ δι’ ολίγων στην αποτείχιση:

είναι ορθόδοξη ενέργεια, προβλεπόμενη από τους Ι. Κανόνες, όταν βρισκόμαστε σε καιρό αιρέσεως.

Στην εκκλησιαστική ιστορία δεν εντόπισα κείμενα που να ομιλούν για κατευθυνόμενη ή «συντεταγμένη αποτείχιση».

Όσοι ισχυρίζονται αυτό, θα έπρεπε να το «αποδείξουν» βάσει τον Ι. Κανόνων.

Το αντίθετο μας διδάσκει η πράξη της Εκκλησίας, αλλά και πολλά κείμενα του π. Θεόδωρου Ζήση (από το 2001-2006) που θα μπορούσα να σας προσκομίσω, αλλά και άλλων σύγχρονων Πατέρων.

Βέβαια, δεν έχω κάνει επισταμένη έρευνα, έτσι δεν μπορώ να είμαι απόλυτος σ’ αυτό, συμφωνώ ότι χρειάζεται διάκριση ως προς την κατάλληλη στιγμή (που με τα Πατερικά κριτήρια θα έπρεπε να την είχαμε κάνει μερικά χρόνια πριν), αλλά απορώ γιατί, όσοι ισχυρίζονται με απόλυτη σιγουριά το αντίθετο, δεν κάνουν τον κόπο να μας προσκομίσουν κείμενα, παρά μόνο προσωπικά επιχειρήματα και εκτιμήσεις.

Δεν νομίζω, ότι θα υποστηρίζατε, πως μπορούμε να τοποθετούμε πάνω από τη αγιασμένη εμπειρία των Αγίων και τη συμφωνία των Πατέρων, γνώμες συγχρόνων γεροντάδων ή θεολόγων.

Η συγκεκριμένη φράση «ας ανέβουμε ένα σκαλί ακόμα», δεν αναφερόταν στην αποτείχιση, χωρίς όμως και να την αποκλείει ως ένα μέσο αγώνος (εξ άλλου αποτελεί και μια προσωπική στάση), αλλά αναφερόταν σε κάθε μέσον θεοφιλές, που μπορεί να συμβάλει τουλάχιστον στο φρενάρισμα της οικουμενιστικής λαίλαπας.

Η ευθύνη μας για την εξάπλωσή της, για την επικοινωνία και την μνημόνευση των αιρετιζόντων (που απαγορεύεται από τους Πατέρες) είναι μεγάλη και έχει σχέση με τη σωτηρία μας.

Ως εκ τούτου ο αποκλεισμός κάποιου κειμένου μόνο με υποψίες και εικασίες, πόσο σας εκφράζει;


Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι βρίσκεστε σε δύσκολη θέση, γιατί κάποιοι πιέζουν και θέλουν να μην ακούγονται θέσεις, αντίθετες από εκείνες που οι ίδιοι πρεσβεύουν.

Γι’ αυτό σε ό,τι πρόσφατα έγραψα, επίτηδες (για να μην προκαλέσω) δεν αναφέρω τη λέξη αποτείχιση. Κάποτε όμως, την υπονοώ, γιατί πρέπει να μας προβληματίσει και να ωριμάσει στη συνείδησή μας και αυτή η ορθόδοξη πρακτική, η οποία απέχει από το σχίσμα και ακριβώς θα προφυλάξει κάποιους, ώστε να μην καταφύγουν στο σχίσμα του Παλαιού, και να περιπέσουν έτσι από την Σκύλα της αιρέσεως στη Χάρυβδη του σχίσματος, τώρα ιδιαιτέρως, που τα πράγματα επιδεινώνονται ραγδαίως.

Οπότε, δεν καταλαβαίνω, γιατί απαγορεύεται να αναφέρουμε και περί αποτειχίσεως, σαν να είναι μια κακή λέξη, που πρέπει να σβήσουμε από το λεξιλόγιό μας;

Πόσο συμβιβάζεται η ελευθερία του προσώπου με την, έστω καλόπιστη αυτή, λογοκρισία;

Εν τέλει, σας ευχαριστώ για την ειλικρινή σας στάση. Δεν απαιτώ τίποτα, εξάλλου φιλοξενούμενος είμαι και χρωστώ πολλές ευχαριστίες για όσα κείμενα δημοσιεύσατε, όπως και συγχαρητήρια γιατί με κόπο συντηρείτε αυτό το βήμα ενημέρωσης. Ήθελα όμως, όπως με ευθύτητα μου γράψατε, να σας απαντήσω και εγώ ευθέως. Θα σας στέλνω τα κείμενά μου και όσα κρίνετε τα δημοσιεύετε. Π.Σ.


* Απάντηση thriskeftika, 15 Φεβ, 2010.

κ. Σημάτη, με προσοχή πάντοτε μελετώ όσα γράφετε.

Ευχαριστώ για τον κόπο σας να μου απαντήσετε.

Αντιλαμβάνομαι και την αγωνία σας που εν πολλοίς είναι κοινή όλων μας αγωνία, λόγω της συνεχιζόμενης οικουμενιστικής πορείας πολλών επισκόπων (και αυτού του Πατριάρχη).

Ασφαλώς δεν πιστεύω ότι κάθε λόγος περί αποτειχίσεως είναι απαγορευμένος, αλλά νομίζω πως δεν είναι τώρα ο καιρός για αυτό. Ίσως κάνω λάθος.

Αλλά νομίζω πως την άποψή μου συμμερίζονται και άλλοι. Τούτο ουδόλως σημαίνει αποδοχή των οικουμενιστών.

Ενημερωτικά σας αναφέρω πως η διατήρηση του ιστολογίου με αναγκάζει να δέχομαι καθημερινά πολλά σχόλια και email από όλους τους χώρους (από οικουμενιστές μέχρι παλαιοημεορλογίτες).

Και πολλάκις βρίσκομαι βαλλόμενος και εκ των δύο αυτών άκρων (οικουμενιστών και ζηλωτών).

Προσπαθώ να μη χάσω τη διάκριση και να μην οδηγήσω σε εσφαλμένη πληροφόρηση όσους διαβάζουν το ιστολόγιο.

Τα κείμενα σας αποτελούν για μένα κείμενα διακρίσεως που αποφεύγουν και τα δύο άκρα. Κάποιες φορές μπορεί να έχουμε μικρή απόκλιση στις απόψεις και εκτιμήσεις (ίσως και της κατάλληλης στιγμής για να ειπωθεί κάτι).

Ευχαριστώ για την αποστολή των κειμένων σας.

Χαίρω δε γιατί μου γράφετε πως θα συνεχίσετε να μου τα αποστέλλετε.

Δεν θεωρώ εμαυτόν αλάθητον (ποιος είναι άλλωστε;).

Αν κάνω λάθος στην απόφασή μου για το συγκεκριμένο κείμενό σας, συγχωρέστε με.

Με θερμές ευχαριστίες και ευχές για Καλή Σαρακοστή Τάτσης Ιωάννης».


Και από τότε, παρά την εκτίμηση και την διάκριση που μου αναγνωρίζει, παρόλο που δηλώνει πως χαίρει που θα συνεχίσω να στέλνω τα κείμενά μου, το ιστολόγιο thriskeftika σταμάτησε να τα δημοσιεύει.

Π.Σ.

Ο Ελληνισμός διατήρησε την Ορθοδοξία, γι’ αυτό και πολεμάται

Posted in ΠΑΤΡΙΔΑ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika
…Η θέση του Κοσμά Φλαμιάτου (+1852) είναι απόλυτα σαφής: «Έχομεν πάμπολλα σημεία και δείγματα εναργή, ότι το Ελληνικόν Έθνος, υπέρ πάντα τα άλλα, προώρισεν ο Θεός απ’ αιώνας ως άγιον καί περιούσιον καί εκλεκτόν εαυτού λαόν». Η εκλογή του Ελληνισμού, πού συνδέεται καί στον Φλαμιάτο με μια ισχυρή διάθεση «αντί σιωνισμού» (όχι: αντισημιτισμού), είναι κατ’ αυτόν ορατή σ’ όλη την ιστορική του πορεία. Ο Ελληνισμός προετοιμάσθηκε με «την κοσμικήν γνώσιν και την έξω παιδείαν» για την αποδοχή του Ευαγγελίου, ενώ η γλώσσα του έγινε μέσο εξαπλώσεως του Ευαγγελίου καί της Θεολογίας…
Ο Φλαμιάτος δεν δέχεται όμως κάποια «μεροληπτική» εκλογή εκ μέρους του Θεού, αλλά την χαρίτωση του Ελληνικού Έθνους λόγω της αφοσιώσεώς του στην υπόθεση του Χριστιανισμού. Είναι καί αυτός εκφραστής της «θεοκρατικής αποστολής» του Ελληνισμού, μη αποφεύγοντας την παραδοχή κάποιας «υπεροχής» του, πού δεν οδηγεί όμως σε κάποιο νοσηρό φυλετισμό, αλλά στην αναγνώριση καί συνεχή υπόμνηση του χρέους καί της ευθύνης του Ελληνισμού απέναντι στην υπόλοιπη ανθρωπότητα καί την ιστορία. «Το ελληνικόν Γένος(!), ως ευγενέστερον καί συνετώτερον όλων των άλλων εθνών, έδειξεν εν έργω καί λόγω περισσοτέραν αποδοχήν, αφοσίωσιν καί ζήλον υπέρ της χάριτος του Ευαγγελίου καί εις αυτό υπέρ πάντα τα άλλα χριστιανικά γένη διετηρήθη η καθαρότης καί ο αγιασμός της πίστεως, αφ’ ου προέρχεται καί πηγάζει ο ουράνιος φωτισμός». Ο Ελληνισμός -πού ως «Γένος» εδώ γίνεται δεκτός με την ευρύτερη οικουμενική εκδοχή του— διατήρησε την Ορθοδοξία, και σ’ αυτό εντοπίζεται η υψηλή του αποστολή. Έτσι εξηγείται, κατά τον Φλαμιάτο, και ο μεγάλος πόλεμος των δυνάμεων του σκότους εναντίον του, οι τόσοι πειρασμοί του στην ιστορία καί κυρίως η οθωμανική κυριαρχία. Αλλά καί μετά τη μερική απελευθέρωση του, από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισε ο πόλεμος της διπλωματίας «ίνα φέρει την εκ της πίστεως αποστασίαν και δι’ αυτής τον γενικόν όλεθρον τούτου του πολυπαθούς έθνους». Διαβλέποντας δε παντού πνευματικά κίνητρα, δέχεται τα σχεδιαζόμενα έναντι του Ελληνικού Έθνους από την διεινή διπλωματία ως προσπάθεια ματαιώσεως της ιστορικής αποστολής του…
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ελληνισμός μετέωρος» του π. Γεωργίου Μεταλληνού

ΒΛ. ΚΟΣΜΑ ΦΛΑΜΙΑΤΟΥ » ΕΙΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΠΙΒΟΥΛΗΣ

Read more: http://pentapostagma.blogspot.com/2010/07/blog-post_802.html#ixzz0uaioyI6X

ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΦΙΛΟΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ

Posted in ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΘΑ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ θέρους. Τὴν περίοδον αὐτὴν ἐπέλεξεν ὁ Πάπας, διὰ νὰ ἀπευθύνη μηνύματα πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους. Καὶ τὰ μηνύματα εἶναι πολλὰ καὶ συγκλονιστικά. Τὰ ἀποστέλλει διὰ τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν» Καρδιναλλίου Βάλτερ Κάσπερ ὑπὸ ἑνὸς σκληροπυρηνικοῦ διδασκάλου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἰδικευμένου εἰς θέματα ἀφορῶντα τὸν θεολογικὸν διάλογον Ὀρθοδόξων–Παπικῶν καὶ εἰς θέματα ἀφορῶντα τὸν Ἑβραϊσμόν.Ὁ ἀντικαταστάτης τοῦ Καρδιναλίου Βάλτερ Κάσπερ «ἐπίσκοπος» τῆς Βασιλείας τῆς Ἑλβετίας κ. Κούρτ Κόχ, ὁ ὁποῖος προεβιβάσθη εἰς «Ἀρχιεπίσκοπον» ἔχει θεοποιήσει τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ ὅλας τὰς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανίου Συνόδου, ἡ ὁποία διεκήρυξεν (1964–1965) ὅτι μὲ σημαίαν τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ τὴν διπλωματίαν τῆς «ἀγάπης» θὰ προχωρήση εἰς τὴν μεγάλην προσπάθειαν διὰ τὴνἝνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἄνευ παραιτήσεως τοῦ Παπισμοῦ ἐκ τῶν αἱρέσεων τοῦ Φιλιόκβε, τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα (ἐπίγειος θεὸς) καὶ τοῦ Πρωτείου. Ἡ τοποθέτησις τοῦ Κοὺρτ Κὸχ εἰς τὴν σημαντικὴν αὐτὴν θέσιν τοῦ Βατικανοῦ γίνεται εἰς μίαν περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι, ἀλλὰ καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης χαρακτηρίζουν τὸ Βατικανὸν ἀδελφὴ Ἐκκλησία μετὰ τῆς ὁποίας ὑπῆρξε διαίρεσις. Δὲν ὁμιλοῦν διὰ αἵρεσιν, ἀλλὰ διὰ κανονικὴν Ἐκκλησίαν, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡμίλουν περὶ αἱρέσεως.
Συμβαίνει δὲ τὰς ἀπόψεις αὐτὰς νὰ καταθέτουν δημοσίως καὶ Ἱεράρχαι τῆς ἙλλαδικῆςἘκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς τὸν διάλογον Ὀρθοδόξων – Παπικῶν. Δὲν ὁμιλοῦμεν διὰ τὸν Μητροπολίτην Περγάμου, ὁ ὁποῖος στερεῖται Ποιμνίου, ἔχει πρωταγωνιστικὸν ρόλον εἰς τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἀποτελεῖ τὴν «χαρὰν» τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν Παπικῶν εἰς τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ διὰ Ἱεράρχας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πιστὸς λαὸς ἔχει ἀποδείξει τόσον μὲ τὴν στάσιν του ὅσον καὶ μὲ τὸν θερμὸν ἐναγκαλισμὸν τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως» ὅτι δὲν ἐμπιστεύεται τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τοὺς διαλόγους. Ὁ πιστὸς λαὸς εἶναι πολλαπλασίως περισσότερον ἀνήσυχος μετὰ τὸν διορισμὸν τοῦ Κοὺρτ Κὸχ εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «ἐκκλησιῶν». Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλει νὰ ἀφουγκρασθῆ τὴν ἀνησυχίαν τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ νὰ τὸ ἀποδείξη ἐμπράκτως μὲ ἐνεργείας καὶ ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι θὰ καθησυχάζουν τὸν λαόν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔντιμον κλῆρον. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ὀφείλει, ἐν ὄψει τοῦ ἐπικειμένου θεολογικοῦ Διαλόγου διὰ τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν γένει θεολογικοὺς διαλόγους μετὰ τῶν Παπικῶν, νὰ καθορίση τὸ πλαίσιον τοῦ Διαλόγου καὶ νὰ θέση «κόκκινας γραμμάς» εἰς αὐτόν. Δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ Ἱεράρχαι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ αὐτοσχεδιάζουν εἰς τοὺς Διαλόγους ἢ νὰ συνταυτίζωνται μὲ θέσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Φαναρίου, αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν ἀντιδράσεις Ἱεραρχῶν, Κληρικῶν, Ἱερομονάχων, Θεολόγων καὶ τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπενθυμίζομεν ὅτι τὸν καθορισμὸν Πλαισίου, ὑπὸ τῆς Ἱεραρχίας, εἰς τὸν Διάλογον εἶχον ζητήσει Μητροπολῖται (καὶ τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) ὅταν ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρὸς Χριστόδουλος εἶχεν ἀνατρέψει τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας καὶ μὲ ἀπόφασιν τῆς ΔΙΣ εἶχε μεταβῆ, ἕξ μῆνας πρὸ τῆς ἀσθενείας του, εἰς τὸ Βατικανόν. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ὀφείλει, ἐπίσης, νὰ ἀντικαταστήση τὴν παροῦσαν ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους, διότι κάποια μέλη της ἔχουν κλονίσει τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ Ἱεραρχῶν. Ὡς ἐκ τούτου τοιαῦτα πρόσωπα δὲν δύνανται νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἐκκλησίαν. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα τῶν Μητροπολιτῶν ἠμπορεῖ νὰ ἱκανοποιοῦν μὲ τὰς θέσεις καὶ τὰς δηλώσεις των τὸ Φανάρι ἢ τοὺς Παπικούς, ἀλλὰ προκαλοῦν τὴν ἀντίδρασιν Ἱεραρχῶν, κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν τὰς
καλυτέρας τῶν προθέσεων καὶ νὰ ἔχουν παρεξηγηθῆ ἀπὸ τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον ἀπαντοῦν ἐπὶ διαφόρων Ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Ἔχουν κλονίσει ὅμως τὴν ἐμπιστοσύνην κλήρου καὶ λαοῦ καὶ πρέπει νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ ἄλλα μέλη τῆς Ἱεραρχίας, τὰ ὁποῖα ἔχουν γενναῖον Ὀρθόδοξον φρόνημα (ἀνεξαρτήτως ἐὰν δὲν ὡμίλουν περὶ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δημοσίως), ἔχουν ἀκεραίαν τὴν Πίστιν, γνωρίζουν τὰς μεθοδεύσεις, τὰς πανουργίας καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν Παπικῶν, δοξάζουν τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας σεβόμενοι καὶ ἐφαρμόζοντες τὰς παρακαταθήκας των ἔναντι τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν καὶ ἔχουν βαθεῖαν θεολογικὴν γνῶσιν περὶ τοῦ σχίσματος καὶ τῶν Παπικῶν. Εἰς τὴν ἀντιπροσωπείαν τῶν θεολογικῶν διαλόγων (Δι᾽ ἡμᾶς δὲν ἔπρεπε νὰ γίνωνται, ἀφοῦ οἱ Παπικοὶ εἶναι ἀμετανόητοι εἰς τὴν αἵρεσιν καὶ ἀμετακίνητοι εἰς τὰς θέσεις των) δὲν πρέπει νὰ συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι εἰς θέματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι σημαιοφόροι τοῦ νέου ὑπευθύνου τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν «ἐκκλησιῶν».
Ὅταν εἰς τὴν μεικτὴν ἐπιτροπὴν τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου Παπικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι συναγωνίζωνται νὰ ἀποδείξουν ποῖος εἶναι «Βασιλικώτερος τοῦ Πάπα καὶ τῆς Β´ Βατικανίου Συνόδου» τότε γνωρίζομεν ὅτι τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι εἰς Βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅταν ὁ νέος ὑπεύθυνος τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἀπευθύνη «θερμὸν ἀγωνιστικὸν χαιρετισμὸν» εἰς τὴν Ἑλληνορθόδοξον ἀντιπροσωπείαν τοῦ Διαλόγου καὶ ὁμιλεῖ πολὺ κολακευτικῶς διὰ τὸ Οἰκουμενιστικὸν φρόνημα κάποιων διακεκριμένων μελῶν της, τότε ὁ κλονισμὸς τῆς ἐμπιστοσύνης πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον ἀντιπροσωπείαν μεγαλώνει καὶ ἡ διαμορφωθεῖσα ἄποψις περὶ προδοσίας τῆς Πίστεως ἑδραιώνεται. Τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας ἀπεδέχθησαν τὸν κολακευτικὸν λόγον τοῦ «ἐκλαμπροτάτου ἀρχιεπισκόπου» τοῦ Βατικανοῦ καὶ δὲν τοῦ ἀπήντησαν.
Ὅπως δὲν ἐσχολίασαν καὶ μίαν συνέντευξιν τοῦ «ἐκλαμπροτάτου ἀρχιεπισκόπου», συμφώνως μὲ τὴν ὁποίαν οὐσιαστικὴ «κεφαλὴ» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὅταν ὅλοι γνωρίζωμεν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν κεφαλὴ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ . Διὰ αὐτὸ καλοῦμεν τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας εἰς ἀφύπνησιν, ἐγρήγορσιν καὶ εἰς τὴν χάραξιν στρατηγικῆς ἔναντι τοῦ Βατικανοῦ.

Γ. Ζερβὸς

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ. ΦΥΛ. 1841

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Posted in ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika

Με μία θεολογικότατη καί άκρως τεκμηριωμένη πατερικά ο Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απαντά στις αντορθόδοξες θέσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, που υποστηρίζει ότι η Εκκλησία σεν είναι πλέον ΜΙΑ όπως την ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά διηρρημένη!

Δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρο το κείμενο της επιστολής του Καθηγητή, το οποίο κοινοποιήθηκε προς όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Θεσσαλονίκη, 7-7-2010
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ

———–
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996957
Οἰκ. 2310-342938
Πρός
τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το
Μη­τρο­πο­λί­τη Μεσ­ση­νί­ας
κ. Χρυ­σό­στο­μο
Μη­τρο­πο­λί­του Με­λετίου13
24100 ΚΑ­ΛΑ­ΜΑ­ΤΑ
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

Μοῦ γνω­στο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἡ ἐ­πι­στο­λή σας πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο μέ κοι­νο­ποί­η­σή της πρός ὅ­λους τούς Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­ριθ. πρωτ. 311/17-6-2010.

Στήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή ἀ­να­φέ­ρε­σθε καί στό ὄ­νο­μά μου, σελ. 2, παρ. 3, ἐ­δάφ. α. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φε­τε τά ἑ­ξῆς: «Τήν ἐ­πι­φύ­λα­ξη τοῦ Σεβ. Κυ­θή­ρων δέν τήν ἔ­χει ἐκ­φρά­σει μέ­χρι σή­με­ρα οὔ­τε προ­φο­ρι­κά οὔ­τε γρα­πτά ὁ Ἐλ­λο­γιμ. Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν ἐ­πι­στο­λή, τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ Σεβ. Κυ­θή­ρων, καί μέ τόν ὁ­ποῖ­ον κα­τ’ ἀν­τί­λη­ψιν ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα τό­σο τη­λε­φω­νι­κά ὅ­σο καί διά ζώ­σης, ἐξ ἀ­φορ­μῆς πα­νε­πι­στη­μια­κῶν θε­μά­των καί ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων.

Ἕ­να τέ­τοι­ου εἴ­δους σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα πέ­ρα­σε ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀ­πό τόν κα­τα­ξι­ω­μέ­νο Κα­θη­γη­τή τῆς Δογ­μα­τι­κῆς καί Συμ­βο­λι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί ἀ­σχο­λί­α­στο;».


Νά ση­μειώσω δι­ευ­κρι­νι­στι­κά, ὅ­τι τό ἐ­πί­μα­χο ση­μεῖ­ο τῆς δι­α­φω­νί­ας ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ θε­ο­λο­γι­κή θέ­ση, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε σέ προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009, σ.4) πρός ἐ­μέ, καί ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι μί­α καί­ ἀ­δι­αί­ρε­τη πρίν τό σχῖ­σμα, σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, ἀ­φοῦ βρι­σκό­μα­στε σέ σχῖ­σμα, αὐ­τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας».

Ἐ­πει­δή δέν θέ­λω, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, νά καλ­λι­ερ­γοῦν­ται καί νά δι­αδ­ίδον­ται ἐ­σφαλ­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν το­πο­θέ­τη­σή μου σέ ἕ­να τό­σο σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό θέ­μα, ἀ­ναγ­κάζ­ομαι πλέ­ον τώ­ρα νά σᾶς γρά­ψω.

Κα­ταρ­χήν, νά σᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σω, για­τί δέν ἀ­πάν­τη­σα τό­τε στήν ἀ­πό 01-10-2009 ἐ­πι­στο­λή σας. Τήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή τήν ἔ­λα­βα, ὅ­λως πε­ρι­έρ­γως, μό­λις τήν πα­ρα­μο­νή τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο πού μέ ἐμ­πό­δι­σε κα­τε­ξο­χήν νά προ­χω­ρή­σω τό­τε σέ ἀ­παν­τη­τι­κή ἐ­πι­στο­λή ἦ­ταν τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στο­λή σας ἐ­κεί­νη κοι­νο­ποι­ή­θη­κε στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο καί στούς Μη­τρο­πο­λί­τες, Μέ­λη τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.

Σκέ­φτη­κα τό­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­τι τό συγ­κλη­θέν σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας εἶ­ναι τό πλέ­ον ἁρ­μό­διο νά κρί­νει τό ὀρ­θό ἤ τό ἐ­σφαλ­μέ­νο τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα δι­α­τυ­πώ­σε­ώς σας. Ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἤ λει­τουρ­γεῖ μέ ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά κρι­τή­ρια καί παίρ­νει θέ­ση στό θέ­μα –σκέ­φτη­κα– ἤ ἁ­πλῶς τό ἀν­τι­πα­ρέρ­χε­ται. Για­τί, δη­λα­δή, θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­παν­τή­σω ἐ­γώ, ὅ­ταν αὐ­τό τό καί­ριο πρό­βλη­μα ἦ­ταν ἤ­δη ἐκ­πε­φρα­σμέ­νο ἐγ­γρά­φως ἐ­νώ­πιόν της; Πί­στε­ψα, δη­λα­δή, συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­τι ὁ Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Πρό­ε­δρος καί τά Μέ­λη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου θά ἔ­θε­ταν ὡς πρῶ­το θέ­μα στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού συγ­κλή­θη­κε τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2009, «τό σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα», ὅ­πως ὁ ἴ­διος τό χα­ρα­κτη­ρί­σα­τε στήν ἐ­πι­στο­λή σας, καί ὅ­τι θά σᾶς κα­λοῦ­σε νά δώ­σε­τε τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ευ­κρι­νί­σεις, καί νά τό ἀ­να­κα­λέ­σε­τε. Καί τοῦ­το, για­τί ὡς δογ­μα­το­λό­γος γνω­ρί­ζω, ὅ­τι ἐκ­πί­πτει ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ κά­θε πι­στός –καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ κλη­ρι­κός– πού συ­νει­δη­τά ἀμ­φι­σβη­τεῖ ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει με­ρι­κῶς ἤ ὁ­λι­κῶς τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­τυ­πώ­νε­ται μέ ἀ­κρί­βεια στούς Ὅ­ρους τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Για­τί, ἀ­σφα­λῶς, κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­λύ­ει οὔ­τε νά σχε­τι­κο­ποι­εῖ τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή κα­νείς δέν βρί­σκε­ται ὑ­πε­ρά­νω αὐ­τῆς.

Δυ­στυ­χῶς, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τό­τε δέν ἀ­σχο­λή­θη­κε μέ τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό αὐ­τό θέ­μα, πού ἀ­φο­ρᾶ καί­ρια τήν ταυ­τό­τη­τα καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Με­τά ἀ­πό τίς πα­ρα­πά­νω ἐ­ξη­γή­σεις γιά τήν ἕ­ως τώ­ρα σι­ω­πή μου, θά πε­ρι­ο­ρι­στῶ νά ἀ­παν­τή­σω μέ τήν πα­ρού­σα ἐ­πι­στο­λή μό­νο στήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε στήν πρός ἐ­μέ ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009). Καί αὐ­τό τό κά­νω γιά τρεῖς κυ­ρί­ως λό­γους: Πρῶ­τον, γιά χά­ρη τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δεύ­τε­ρον, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας πού ἔ­χει ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­λή­θεια στόν ἤ­δη δι­ε­ξα­γό­με­νο Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς. Κα­τά σύμ­πτω­ση, τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό ἡ Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τοῦ Δι­με­ροῦς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν μή ὁ­λο­κλή­ρω­σή του πέρυ­σι στήν Κύ­προ θά συ­νε­χι­στεῖ τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 στή Βι­έν­νη. Στήν πα­ρού­σα πε­ρί­στα­ση τό εὔ­λο­γο καί καί­ριο ἐ­ρώ­τη­μα πού τί­θε­ται εἶ­ναι: Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μη πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ «ΜΙΑ, ἁ­γί­α, κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α» ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους; Τρί­τον –μέ ὅ­λο τό σε­βα­σμό πρός τό πρό­σω­πο καί τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἀ­ξί­ω­μά σας– σᾶς γρά­φω αὐ­τήν τήν ἐ­πι­στο­λή, ἐ­πει­δή θε­ω­ρῶ ὅ­τι μέ τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ἀλ­λοι­ώ­νε­ται οὐ­σι­ω­δῶς ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­δι­κεῖ­ται κα­τά­φω­ρα ὁ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός νοῦς σας, ἐ­νῶ δι­και­ώ­νε­ται ὁ κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλ­λά καί ὁ κά­θε ἁ­πλός πι­στός πού ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται, ὡς ὀ­φεί­λει, τήν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας στόν Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες.

Τώ­ρα, ὡς πρός τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα –ἄν δη­λα­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό σχῖ­σμα τοῦ 1054 εἶ­ναι ΜΙΑ καί ἀ­δι­αί­ρε­τη ἤ δι­η­ρη­μέ­νη– ἔ­χω νά κα­τα­θέ­σω ἀ­πε­ρι­φρά­στως τά ἑ­ξῆς:

Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «εἰς μί­αν, .­.. Ἐκ­κλη­σί­αν». Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τός του σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λά οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καί μό­νη –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς «δι’ ὕ­δα­τος καί Πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της, δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τά τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καί δι­η­ρη­μέ­νη. Για­τί ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­τη). Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στή ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται, κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κατά περίπτωση, σ’ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στή θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή.

Στήν ἐ­πι­στο­λή σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἐ­πι­χει­ρεῖ­τε νά θε­με­λι­ώ­σε­τε τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ὄ­χι στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ἀλ­λά στό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας, τό ὁ­ποῖ­ο κά­νει λό­γο γιά τήν «ἐ­πο­χή τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἔ­τσι, δί­νε­τε τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἀ­πο­δί­δε­τε με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α σέ ἕ­να Κοι­νό Κεί­με­νο μιᾶς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τό Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο, συ­νι­στα­μέ­νης ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἀ­λή­θεια, πα­ρά σέ ἀ­πο­φά­σεις καί Ὅ­ρους Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φαί­νον­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πάν­τως, ἀ­πό τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Κοι­νοῦ Κει­μέ­νου γί­νε­ται, πράγ­μα­τι, σα­φές ὅ­τι γιά τά Μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς δέν ὑ­φί­στα­ται σή­με­ρα ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δη­λα­δή σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, πα­ρά τήν δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με λε­κτι­κά στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ώς μας. Αὐ­τό ὅ­μως ἔ­χει ὡς συ­νέ­πεια τήν ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­λων ἐ­κεί­νων, πού συ­νει­δη­τά ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­σα δι­α­λαμ­βά­νει τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐμ­μέ­σως πλήν σα­φῶς δέν ἀ­πο­δέ­χον­ται μέ­ρος τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.

Ὅ­μως, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, κα­νέ­να ἀ­πο­λύ­τως κεί­με­νο δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­φό­σον αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, στόν Ὅ­ρο δη­λα­δή τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.[1]

Τέ­λος, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στήν ἐ­πι­στο­λή σας γιά τήν ἑ­νό­τη­τα καί ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρω­το­γε­νῆ αἰ­τί­α τῆς σύγ­χρο­νης πρα­κτι­κῆς τῶν συμ­προ­σευ­χῶν ὁ­ρι­σμέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων -κλη­ρι­κῶν καί λα­ϊ­κῶν- μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Για­τί, ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ε­ται θε­ο­λο­γι­κῶς ἡ σα­φής πα­ρα­βί­α­ση Κα­νό­να Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (2ου τῆς Πεν­θέ­κτης, μέ ἀ­να­φο­ρά στόν 10ο Κα­νό­να τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων), πού ἀ­πα­γο­ρεύ­ει τήν συμ­προ­σευ­χή, μέ ἐ­πι­τί­μιο τόν ἀ­φο­ρι­σμό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Μέ τόν προ­σή­κον­τα σε­βα­σμό

ἀ­σπά­ζο­μαι τήν δε­ξιά σας

Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης

Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ.


Πηγή : ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΑΣΙ

Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΑΙΡΕΣΙΣ ΚΑΤΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ (2ον μέρος)

Posted in ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ on 25 Δεκεμβρίου, 2011 by entoytwnika
ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣ ΥΠΟ ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ



Ο επαίσχυντος θρίαμβος των Μονοφυσιτών διά της έν Εφέσω Ληστρικής Συνόδου και του προστάτου της αιρέσεως του Διοσκόρου, όστις, όχι μόνον τον Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανόν και τον Δορυλαίου Ευσέβιον καθήρεσεν αδίκως, αλλά και τον <<Λέοντα Ρώμης, αντιδρώντα κατά της έν Εφέσω Συνόδου, ανεθεμάτισεν αξιώσας παρά του βασιλέως και την εξορίαν αυτού, δεν διήρκεσεν επί μακρόν. Διότι την 28 Ιουλίου 450 ο Βασιλεύς Θεοδόσιος Β΄ πεσών έκ του ίππου εφονεύθη>>, την δέ <<αρχήν κατέλαβεν η ευσεβής αδελφή >> τούτου <<Πουλχερία, συζευχθείσα τον Μαρκιανόν. Πρώτον δέ έργον αυτής υπήρξεν η αποκατάστασις της μνήμης του Αγίου Φλαβιανού και ή είς Κωνσταντινούπολιν ανακομιδή των λειψάνων αυτού ώς »Μάρτυρος της πίστεως»>>. Ακολούθως, <<πεισθείς ο Βασιλεύς Μαρκιανός είς τάς πανταχόθεν υποδείξεις της Εκκλησίας, συνεκάλεσεν την Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον τή 17 Μαίου 451 διά την 1 Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου έν Νικαία. Αλλά κατόπιν ωρίσθη η Χαλκηδών ώς τόπος συνελεύσεως αυτής και χρόνος η 8 Νοεμβρίου 451>> ( Χ. Παπαδοπούλου, Ι.Ε. ΑΛ. σ. 397-398).

Η Δ΄Οικουμενική Σύνοδος, γράφει ο Μ. Φώτιος, συνεκλήθη απο <<τον έν βασιλεύσιν ευσεβέστατον Μαρκιανόν>> (450-457) <<είς την Χαλκηδόνα, πόλιν Βιθυνίας ούσαν επίσημον>>, και συνεκροτήθη Πατράσιν, <<έν τριάκοντα δέ και εξακοσίοις τον αριθμόν>><<οίτινες Ευτυχή τε τον δυστυχή και τον προασπιστήν αυτού, τον αλαζόνα Διόσκορον>> καθήρεσαν και ανεθεμάτισαν μετά της εαυτών αιρέσεως. Ούτως, οι δυσσεβείς ούτοι αιρεσιάρχαι, <<οι των χριστομάχων>> μονοφυσιτικών <<δογμάτων εισηγηταί, αξίαν την δίκην δεδωκότες, αφηρέθησαν τε της Ιερωσύνης και απο πάσης της Εκκλησίας γεγόνασιν ΑΝΑΘΕΜΑ, συναπελαθείσης αυτοίς και της χριστομάχου αιρέσεως. Το δέ ορθόν και απαράτρωτον (αβλαβές) της Ορθοδοξίας φρόνημα έτι μάλλον ταίς γραφικαίς τε και πατρικαίς μαρτυρίαις ανεκηρύχθη και διέλαμψεν. Ένα τον Χριστόν, ήτοι μίαν αυτού την υπόστασιν, και δύο τάς φύσεις, θεότητα τε και ανθρωπότητα, ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενθεωρουμένας, των τρισμακαρίστων Αρχιερέων περιφανώς θεολογησάντων και παραδεδωκότων αδιστάκτως ομολογείν και κηρύσσειν είς πάντα της οικουμένης τα πέρατα>>. Και ότι θαύματα και πάντα <<τα μέν θεοπρεπώς, τα δέ ανθρωποπρεπώς ο αυτός Χριστός ο αληθινός Θεός ημών επιτελέσας και διαπραξάμενος, μίαν μέν αυτού και ενιαίαν την υπόστασιν, δύο δέ και διαφερούσας τάς φύσεις, έν ασυγχύτω ενώσει, σαφώς τε και αναντιρρήτω λόγω παρέστησε και επιστώσατο>> η Αγία αύτη Σύνοδος ( Μ. Φωτίου, P.G. 102, 641-644), διά των δέκα τεσσάρων πράξεων αυτής ή και διά των δέκα πέντε τοιούτων, μάλιστα διά του δογματικού αυτής Όρου.

Ο ΟΡΟΣ ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Ο δογματικός Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου είναι καρπός της έν Χριστώ σωτηρίας, ώς και πάντες οι Όροι των επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, και θεία αλήθεια <<ταίς γραφικαίς τε και πατρικαίς μαρτυρίας>> (Μ. Φωτίου, αυτόθι) αποδεδειγμένη, προσέτι δε και θαύμασιν βεβαιωμένη, ώς το της Αγίας Ευφημίας. Επειδή αντέλεγον οι αιρετικοί, οι της Συνόδου, γράφει ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ (1669-1707), <<ήνοιξαν την λάρνακα της Αγίας Ευφημίας και έθηκαν αυτόν ( τον Όρον) επί του λειψάνου αυτής, έβαλον δε ομού και τον τόμον των αιρετικών, είτα έκλεισαν την λάρνακαν και εσφράγισαν αυτήν οι έγκριτοι της Συνόδου και ο Βασιλεύς και η Σύγκλητος, έπειτα εδέοντο μετά ύμνων και δακρύων και στάσεων παννυχίων του Θεού, ίνα αποκαλύψη αυτοίς το ορθόδοξον. Ανοίξαντες δε το μνήμα, εύρον τον μέν τόμον των αιρετικών είς τους πόδας της Αγίας ερριμμένον, τον δέ Όρον των Αγίων Πατέρων κρατούμενον υπό της δεξιάς αυτής χειρός, όν, απλώσασα την χείρα αυτής η Αγία, έδωκε τώ Βασιλεί και τή Συνόδω, είς δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος>> (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, <<Δωδεκάβιβλος>> Β΄, 365-357).

<<Ὀρος της έν Χαλκηδόνι Συνόδου>>. <<Ο Κύριος ημών και Σωτήρ Ιησούς Χριστός, της πίστεως την γνώσιν τοίς Μαθηταίς βεβαιών, έφη· ειρήνην την εμήν αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ώστε μηδένα πρός τον πλησίον διαφωνείν έν τοίς δόγμασιν της ευσεβείας, αλλ’ επίσης άπασι το της αληθείας επιδείκνυσθαι κήρυγμα. Επειδή δε ού παύεται διά των εαυτού ζιζανίων ο πονηρός τοίς της ευσεβείας επιφυόμενος σπέρμασι και τι καινόν κατά της αληθείας εφευρίσκων αεί, διά τούτο ο Δεσπότης, προνοούμενος του ανθρωπίνου γένους, τον ευσεβή τούτον και πιστότατον πρός ζήλον ανέστησε Βασιλέα και τους απανταχή της Ιερωσύνης πρός εαυτόν αρχηγούς συνεκάλεσεν· ώστε, της Χάριτος του πάντων ημών Δεσπότου Χριστού ενεργούσης, πάσαν μέν του ψεύδους των του Χριστού προβάτων αποσείσασθαι λύμην (ρύπον, βλάβην, φθοράν και όλεθρον), τοίς δέ της αληθείας αυτού καταπιαίνειν βλαστήμασιν. Ό δή και πεποιήκαμεν, κοινή ψήφω τα της πλάνης απελάσαντες δόγματα, την δέ απλανή των Πατέρων ανανεωσάμενοι πίστιν, το των τριακοσίων δεκαοκτώ Σύμβολον τοίς πάσι κηρύξαντες και ώς οικείους τους τούτο το Σύνθεμα (Σύμβολον της Πίστεως) της ευσεβείας δεξαμένους Πατέρας επιγραψάμενοι, οίπερ εισίν οι μετά ταύτα έν τή μεγάλη Κωνσταντινουπόλει συνελθόντες ρν΄ (150), και αυτοί την αυτήν επισφραγισάμενοι πίστιν. Ορίζομεν τοίνυν, την τάξιν και τους περί της πίστεως άπαντας τύπους φυλάττοντες και ημείς της κατ΄ Έφεσον πάλαι γεγενημένης Αγίας Συνόδου, ής ηγεμόνες οι αγιώτατοι την μνήμην Κελεστίνος ο της Ρωμαίων και Κύριλλος ο της Αλεξανδρέων ετύγχανον, προλάμπειν μέν της ορθής και αμωμήτου πίστεως την έκθεσιν των τιη΄ (318) Αγίων και μακαρίων Πατέρων των έν Νικαία επί του της ευσεβούς μνήμης Κωνσταντίνου του γενομένου Βασιλέως συναχθέντων· κρατείν δέ και τα παρά των ρν΄ (150) Αγίων Πατέρων έν Κωνσταντινουπόλει ορισθέντα, πρός αναίρεσιν μέν των τότε φυεισών αιρέσεων, βεβαίωσιν δέ της αυτής Καθολικής και Αποστολικής ημών πίστεως>> ( Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 108-109).

Επειδή, λοιπόν, η ειρήνη του Χριστού συνίσταται είς την συμφωνίαν <<έν τοίς δόγμασιν της ευσεβείας>> διά της απελάσεως της αιρετικής πλάνης και της εμμονής είς το κήρυγμα της αληθείας της απλανούς πίστεως των Αγίων και μακαρίων Πατέρων των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, και η παρούσα Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος θέτει ώς βάσιν αντιμετωπίσεως της μονοφυσιτικής αιρέσεως τάς προηγηθείσας ταύτης τρείς Οικουμενικάς Συνόδους, έν αίς προλάμπει η έν Νικαία Πρώτη, ακολουθεί η έν Κωνσταντινουπόλει Δευτέρα, την αυτήν επισφραγίσασα πίστιν, και έπεται η ταύτας ακολουθήσασα Τρίτη έν Εφέσω Οικουμενική. Και μετά την παράθεσιν του Συμβόλου της Πίστεως των Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, ο Όρος της Δ΄ συνεχίζει ώς εξής

<<Ήρκει μέν ούν είς εντελή της ευσεβείας επίγνωσίν τε και βεβαίωσιν το σοφόν και σωτήριον τούτο της θείας Χάριτος Σύμβολον· περί τε γάρ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εκδιδάσκει το τέλειον, και του Κυρίου την ενανθρώπησιν τοίς πιστώς δεχομένοις παρίστησιν. Αλλ΄ επειδήπερ οι της αληθείας αθετείν επιχειρούντες το κήρυγμα διά των οικείων αιρέσεων τάς κενοφωνίας απέτεκον, οι μέν (Νεστοριανοί) το της δι΄ ημάς του Κυρίου οικονομίας μυστήριον παραφθειρείν τολμώντες και την Θεοτόκον επί της Παρθένου φωνήν απαρνούμενοι, οι δέ (Μονοφυσίται) σύγχυσιν και κράσιν εισάγοντες και μίαν είναι φύσιν της σαρκός και της θεότητος ανοήτως αναπλάττοντες και παθητήν του Μονογενούς την θείαν φύσιν τή συγχύσει τερατευόμενοι· διά τούτο, πάσαν αυτοίς αποκλείσαι κατά της αληθείας μηχανήν (πολεμικόν τρόπον) βουλομένη η παρούσα νύν αύτη Αγία μεγάλη και Οικουμενική Σύνοδος, το του κηρύγματος άνωθεν ασάλευτον εκδιδάσκουσα, ώρισε προηγουμένως των τριακοσίων δεκαοκτώ Αγίων Πατέρων την πίστιν μένειν απαρεγχείρητον (απρόσβλητον και αναμφισβήτητον)· και διά μέν τους τώ Πνεύματι τώ Αγίω μαχομένους, την χρόνοις ύστερον παρά των επί της βασιλευούσης πόλεως συνελθόντων εκατόν πεντήκοντα Αγίων Πατέρων περί της του Πνεύματος ουσίας παραδοθείσαν διδασκαλίαν κυροί, ήν εκείνοι τοίς πάσιν εγνώρισαν, ούχ ώς τι λείπον τοίς προλαβούσιν επάγοντες, αλλά την περί του Αγίου Πνεύματος αυτών έννοιαν κατά των την αυτού δεσποτείαν αθετείν πειρωμένων γραφικαίς μαρτυρίαις τρανώσαντες. Διά δε τους το της οικονομίας (της σαρκώσεως του Θεού Λόγου) παραφθείρειν επιχειρούντας μυστήριον και ψιλόν άνθρωπον είναι τον έκ της Αγίας τεχθέντας Μαρίας αναιδώς ληρωδούντας (φλυαρούντας ανοήτως), τάς του μακαρίου Κυρίλλου του της Αλεξανδρέων Εκκλησίας γενομένου ποιμένος συνοδικάς επιστολάς πρός τε Νεστόριον και πρός τους της Ανατολής, αρμοδίους ούσας, εδέξατο, είς έλεγχον μέν της Νεστορίου φρενοβλαβείας, ερμηνείαν δε των ευσεβεί ζήλω του σωτηρίου Συμβόλου ποθούντων την έννοιαν· αίς και την επιστολήν του της μεγίστης Ρώμης προέδρου του μακαριωτάτου και αγιωτάτου Αρχιεπισκόπου Λέοντος, την γραφείσαν πρός τον έν Αγίοις Αρχιεπίσκοπον Φλαβιανόν έπ΄ αναιρέσει της Ευτυχούς κακονοίας, άτε δή τή του μεγάλου Πέτρου ομολογία συμβαίνουσαν και κοινήν τινα στήλην υπάρχουσαν κατά των κακοδοξούντων, εικότως συνήρμωσε πρός την των ορθοδόξων δογμάτων βεβαίωσιν. Τοίς τε γάρ είς υιών δυάδα το της οικονομίας διασπάν επιχειρούσι μυστήριον παρατάττεται, και τους παθητήν του Μονογενούς λέγειν τολμώντας την θεότητα του των ιερών απωθείται συλλόγου, και τοίς επί των δύο φύσεων του Χριστού κράσιν ή σύγχυσιν επινοούσιν ανθίσταται, και τους ουρανίου ή ετέρας τινός υπάρχειν ουσίας την έξ ημών ληφθείσαν αυτώ του δούλου μορφήν παραπαίοντας εξελαύνει· και τους δύο μέν πρό της ενώσεως φύσεις του Κυρίου μυθεύοντας, μίαν δε μετά την ένωσιν αναπλάττοντας ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ>> (Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 113-116).

<<Επομένοι τοίνυν τοίς Αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν έν θεότητι και τέλειον τον αυτόν έν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν έκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τώ Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν, χωρίς αμαρτίας· πρό αιώνων μέν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ΄ εσχάτων δέ των ημερών τον αυτόν δι΄ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν έκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, έκ δύο φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον· ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δέ μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ είς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ΄ ένα και τον αυτόν Υιόν και Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν· καθάπερ άνωθεν οι Προφήται περί αυτού και αυτός ημάς ο Κύριος Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των Πατέρων ημίν παραδέδωκε Σύμβολον. Τούτων τοίνυν μετά πάσης πανταχόθεν ακριβείας τε και εμμελείας παρ’ ημών διατυπωθέντων, ώρισεν η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι (να επιτρέπεται) προφέρειν, ή γούν συγγράφειν, ή συντιθέναι, ή φρονείν ή διδάσκειν ετέρους>> (Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 116). Διά δε τους παραβάτας του θείου τούτου όρου, η Αγία αύτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε

<<Τούς δέ τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γούν προκομίζειν, ή διδάσκειν ή παραδιδόναι έτερον σύμβολον τοίς εθέλουσιν επιστρέφειν είς επίγνωσιν της αληθείας εξ Ελληνισμού ή εξ Ιουδαισμού, ή γούν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν (οποιασδήποτε), τούτους, ει μέν είεν Επίσκοποι ή Κληρικοί, ΑΛΛΟΤΡΙΟΥΣ είναι τους Επισκόπους της επισκοπής και τους Κληρικούς του κλήρου· ει δέ μονάζοντες ή λαικοί είεν, ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΣΘΑΙ αυτούς>> ( Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 7, 116-117).

Ούτω κατεκρίθη η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού υπό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις συνεκροτήθη κατά των αιρεσιαρχών ταύτης <<Διοσκόρου της περιωνύμου προστατούντος Αλεξανδρείας και Ευτυχούς Αρχιμανδρίτου Κωνσταντινουπόλεως>> (Ζωναρά και Βαλσάμωνος, Σ.Ι.Κ. 2, 216). Ούτοι <<οι των χριστομάχων>> μονοφυσιτικών <<δογμάτων εισηγηταί, αξίαν την δίκην δεδωκότες, αφηρέθησάν τε της Ιερωσύνης και απο πάσης της Εκκλησίας γεγόνασιν ΑΝΑΘΕΜΑ>>, ήτοι καθηρέθησαν και ανεθεματίσθησαν, <<συναπελαθείσης αυτοίς και της χριστομάχου αιρέσεως>> του Μονοφυσιτισμού. (Μ. Φωτίου, P.G. 102, 641).